Ήταν ο πιο μακρύς κι ο πιο πλατύς δρόμος του Μεγαλόκαστρου. Κι άρχιζε από το Μεϊντάνι σχεδόν και κατέβαινε ίσαμε κάτω δυτικά της πόλης, στην Πύλη του Παντοκράτορα. Κι ακόμα έτσι είναι, κατηφόρα με το ποδήλατο, ένα δυο στάσεις στα σταυροδρόμια, αναγκαστικές παρακάμψεις παράνομα σταματημένων αυτοκινήτων και φτάνεις στο τέρμα της. Ήταν η Strada Larga των Ενετών, η Κετχουντά Βέη Τσαρσισί των Τούρκων, η οδός Γόρτυνος το πάνω κομμάτι και η οδός Φαιστού ίσαμε την Χανιώποτα, η Ανδρέα και Μαρίας Καλοκαιρινού λεωφόρος σήμερα, η «Πλαθιά Στράτα» όλων των Καστρινών.
Μύριζε το χάραμα ο ολοκαίνουργιος φούρνος του Χανιωτάκη. Ψωμί και ζάχαρη, καβουρντισμένα αμύγδαλα και μπισκότα διπλοφουρνιστά. Ένα κουλούρι σουσαμωτό, όπως εκείνα τα παλιά τα χρόνια, αγόρασα και βγήκα έξω με βλέμμα στραμμένο προς τα κάτω…
Όμορφη μέρα είχε ξημερώσει, καταγάλανος ο ουρανός. Αν κι αρχές του Γενάρη, τα κρύατα δεν είχαν πιάσει ακόμα στην πόλη και οι ακακίες δεξά και ζερβά του δρόμου ήδη χάριζαν τον πολυπόθητο ίσκιο τους. Δεν πρόλαβα να κάνω μια δαγκωνιά στο κουλούρι μου κι ακούστηκε η φωνή του Μαμούτη, του Κουλουρά:
«Δεκαράάάάκι νε το ένα, γιατί είναι νόστιμα παιδιά, ζεστά και ζαχαρένια, τα κανελένια και καλοζυμωμένα, εδά τάκαμε η νενέ μου, κοπιάστε να πάρετε, να φάτε…».
Έβαλα με μιας το δαγκωμένο κουλούρι στην τσάντα μου κι αφήνοντας το ποδήλατο πίσω από μια ακακία, έτρεξα να τον καλημερίσω. Εκ γενετής ανάπηρος, στραμμένο το δεξί του πόδι προς τα μέσα και το δεξί του χέρι προς τα έξω διαλαλούσε την πραμάτεια του κι ακουγόταν τούτη η φωνή ίσαμε την κάτω μεριά του δρόμου. Κόκκινο φέσι φορούσε με μια μαύρη φούντα στο τελείωμα κι είχε και μια προστοποδιά στο μπέτη του, που ‘ταν η τσέπη της γιομάτη από τα κέρματα που εισέπραττε απ’ τα κουλούρια. Άσχημος ήτανε ο Μαμούτης, πολύ, μα είχε το χάρισμα του αυτοσαρκασμού και μαζί με την πραμάτεια του διαλαλούσε παντού την ομορφιά του, τα κάλλη του. Κρατούσε τη λαμαρίνα με το παράξενο χέρι του σαν να ακροβατούσε πάνω στο ταλαιπωρημένο του σώμα κι είχε το πρόσωπο βλογιοκομμένο και μια φωνή που σου τρυπούσε τα αυτιά. Όλοι τον αγαπούσανε, όλοι ψωνίζανε απ ‘ αυτόν τα κουλούρια τους.
«Ένα κανελένιο…», του ζήτησα. Με κοίταξε με τα αλλήθωρα μάτια του και με όση καλοσύνη μπορούσε να κρύψει τούτο το παραμορφωμένο πρόσωπο και με την γαϊδουροφωνάρα του και χαμογελώντας πλατιά, αφήνοντας να φανούν τα μαυρισμένα δόντια του είπε: «Μετά χαράς σου αδέρφι!…Όλοι δα πάρετε. Ένας, ένας, να μην πλακωθεί κανείς. Ήφταξαααα!»
Προχώρησα τον πλακοστρωμένο δρόμο με τις κομμένες ακανόνιστα γαλαζόχρωμες πλάκες κι έφτασα ίσαμε το Καμαράκι, το πέτρινο γεφύρι, που πέφτανε όλα τα νερά των βροχών ίσαμε την περιοχή του Κουμ Καπί, παρατηρώντας τα μικρομάγαζα που ΄χαν μόλις ανοίξει. Πόσα μαγαζιά χριστιανικά είχε τούτος ο δρόμος! Ραφτάδικα, καπελάδικα, στιβανάδικα, γιαμαλίδικα δηλ. υφασματοπωλεία, παπλωματάδικα και κουγιουμουτζίδικα (χρυσοχοεία), χωρίς βιτρίνες, χωρίς περιττά λούσα, χωρίς καν πόρτες κάποια απ’ αυτά.
Κανένα τούρκικο μαγαζί πουθενά, πάμπολλοι καφενέδες, κουρεία, σπετσαρίες και αποικιακά καταστήματα. Στο Χάνι του Βρέντζου είχαν ήδη αφημένα τα γαϊδουράκια τους κάμποσοι ξενομπάτηδες από τα γύρω χωριά κι η μύγα ήδη «πήγαινε σύννεφο» από τις πρώτες κοπριές των ζώων. Η μυρωδιά σε ανάγκαζε να κλείνεις την μύτη σου και να περνάς όσο πιο γρήγορα μπορούσες από μπροστά. Σταμάτησα σε ένα μαγαζί με δέος περισσό και θάμασα την κορμοστασιά του πιο γνωστού παλληκαρά του Κάστρου.
Ο καπεταν Μιχάλης Καζαντζάκης, ο Ψωμής, έστεκε στο μπροστινό μέρος του κι όλος ο τόπος σαν να σείονταν από το ένα και μοναδικό βήμα που τον είδα να κάνει. Τούτο το παρατσούκλι το΄χε κληρονομήσει από τον οπλαρχηγό πατέρα του, τον Νικόλαον, που σαν του παραπονιόταν οι συναγωνιστές του πως δεν τρώγαμε παρά μόνον ξερό ψωμί, εκείνος απαντούσε με βροντερή φωνή: «Ψωμί, μπρε κοπέλια, ήντα να κάμωμε ξερό ψωμί, ψωμάκι μόνον…».
Δυο τρεις μέρες τώρα βούιζε ο τόπος από το νέο του ανδραγάθημα κι εκείνος αγέρωχος, στητός, αδιάφορος, δεν μαρτυρούσε η όψη του την μεγαλοφουρτούνα που ΄χε πάλι ξεσηκώσει ανάμεσα σεΤούρκους και Χριστιανούς.
Ένας μεθυσμένος και ξενυχτισμένος Τούρκος αξιωματικός, όπως ανέβαινε από το λιμάνι το δρόμο για την Πλατιά Στράτα κτυπούσε με το σπαθί του τα σπίτια και τα κατώφλια των Χριστιανών, βρίζοντας, φωνάζοντας και σπέρνοντας τον πανικό και τον τρόμο παντού.
Τον είδε ο καπετάν Μιχάλης όπως ανέβαινε από το σπίτι του για το κατάστημά του, αλλά έτσι όπως ήταν γυρισμένος πισώπλατα ο Τούρκος δεν του κάνε καρδιά να τον κτυπήσει και προχώρησε το δρόμο του δυο τρία ζάλα.
Ο Τούρκος όμως, ζαλισμένος από το κρασί του, επιτέθηκε κι ο Ψωμής αντέδρασε ακαριαία. Τον άρπαξε από το λαιμό με το ένα του χέρι και με το άλλο του πήρε το σπαθί και σπρώχνοντάς τον δυνατά τον έριξε στη γη κι έφυγε παίρνοντας μαζί του «την αιτία» του σαματά. Σαν συνήλθε ο Τούρκος από την τρομάρα και το κτύπημα άρχισε να μυξοκλαίει και να αποζητά το σπαθάκι του γιατί δεν γινόταν να επιστρέψει στο στρατώνα του χωρίς αυτό. Είπε σε όλους το πάθημα του κι εκείνοι κατάλαβαν με μιας από την περιγραφή πώς μόνο ο καπεταν Μιχάλης θα έκανε τέτοιο τόλμημα.
Πήγανε τότε πολλοί Τούρκοι και τον ήβραν στο μαγαζί του, παρακαλώντας τον να επιστρέψει το «όπλο» στον αξιωματικό. Εκείνος, ήρεμος πολύ και χωρίς πολλές κουβέντες, έβαλε τον Τουρκαλά να ορκιστεί πως ποτέ δεν θα ξαναπειράξει χριστιανό και ύστερα του ‘δωκε το σπαθί και τον απόδιωξε. Το Κάστρο είχε να λέει για τα κατορθώματα του καπετάν Μιχάλη όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Εκείνος, δεν έδινε σημασία στις λέξεις, είχε πόνο πολύ μέσα του γιατί ήταν η αιτία να πεθάνει ο γιος του ο Γιωργής, αδελφός του Νίκου, του μεγάλου μας συγγραφέα, μωρό ακόμη από υπερβολική δόση αφιονιού που του΄δωσε για να μην κλαίει ένα βράδυ, και προδοθούν όσοι χριστιανοί είχανε μαζωχτεί στο σπίτι του. Ποτές δεν το ξεπέρασε ετούτο το περιστατικό, ίσαμε το θάνατό του στα 1932. Κι ήταν τόσο χειροδύναμος ο καπετάν Μιχάλης που λένε πως δίπλωνε με τα τρία δάκτυλα του δεξιού του χεριού το ασημένιο τάλιρο της Κρητικής Πολιτείας και έσχιζε την τράπουλα των 52 παιγνιόχαρτων με τα δυο του χέρια χωρίς να καταβάλει καμιά μεγάλη προσπάθεια.
Ήταν, επίσης, ο πρώτος χριστιανός που πολιτογραφήθηκε Έλληνας πολίτης κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Εκείνο το χέρι που κάποτε έσφιξε δυνατά ένα άλλο χέρι γνωστού που του ‘πε «εγεράσαμε καπετάν Μιχάλη» και για 15 μέρες πονούσε και ούτε μια οκά πράματα δεν μπορούσε να σηκώσει, ήθελα κι εγώ να σφίξω και ας πονούσα ίσαμε και είκοσι μέρες.
Κι όπως πήγαινα να περάσω πάνω από μια σπασμένη πλάκα και να βρεθώ μπροστά στο μαγαζί του, η κόρνα ενός αυτοκίνητου που βρέθηκε απότομα μπροστά μου με έκανε να κοιτάξω τον οδηγό με απορία, ενώ μάλλον εκείνος μου «κατέβαζε» τα γνωστά λόγια, τα “γαλλικά”, ξέρετε τώρα, για την απροσεξία και αφηρημάδα μου. Έφυγε το αυτοκίνητο και μαζί του εξαφανίστηκαν όλα.
Η Πλατιά Στράτα ξανάγινε οδός Μ. & Α. Καλοκαιρινού, τα μαγαζιά είχαν όλα πόρτες κλειστές και κατεβασμένα ρολά με λουκέτα κι η άσφαλτος δεν μύριζε καβαλίνα αλλά… καυσαέριο. Έψαξα να βρω το ποδήλατο μου, που τελικά δεν είχα αφήσει ποτέ σε καμιά ακακία γιατί δεν υπήρχε ούτε ένα δέντρο τριγύρω και κατηφόρισα την οδό Γιαμαλάκη, που πια άλλαξε φορά κι έγινε δρόμος διπλός, μήπως και συναντούσα τα απομεινάρια της ιστορίας, κάποιο σημάδι του χρόνου, των ανθρώπων, του παρελθόντος μας…
Στην οδό Ντεντηδάκηδων μπήκα…αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, μιαν άλλη φορά!
ΠΗΓΕΣ:
– Εφημερίδα Εθνική Φωνή,
– Υπήρχε μια πόλη, Λιάνα Σταρίδα, εκδ. Ίτανος
– Απ’ όσα θυμούμαι το παλιό Κάστρο,
Μανόλης Δερμιτζάκης, εκδ. Δοκιμάκης
* Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, Ελένη Μπετεινάκη, 2017