Χαράματα πάλι πήρα τον κατηφορικό δρόμο για να μπω στα τείχη του Μεγάλου Κάστρου.

Με το ποδήλατο πάντα συνταξιδιώτη μου στην Ιστορία, έτρεχα να  φτάσω στην ώρα μου, να πω την πρώτη μου καλημέρα στον «Άρχοντα» τον αγέρωχο Κούλε μας, και να δω για ακόμη μια φορά εκείνον τον κατακόκκινο ήλιο να βγαίνει μέσα από τη θάλασσα και να γεμίζει ο τόπος χρώμα κι ομορφιά…

Και αφού «έκλεψα» τις στιγμές και τις «φυλάκισα» στο κινητό μου, πήρα και πάλι τον ανήφορο της Οδού Πλάνης (25ης Αυγούστου), να φτάσω ίσαμε την παλιά Αγορά. Τέτοιαν ώρα η ερημιά της έχει μια γοητεία που χάνεται με το άνοιγμα των καταστημάτων…

Ανεβοκατέβαινα την οδό 1866. Σταματούσα, φωτογράφιζα, έψαχνα σημάδια του παρελθόντος.

Με το βλέμμα στραμμένο ψηλά, είδα και πάλι τον εγκαταλελειμμένο πρώτο όροφο του Αλικιώτη και λίγο πιο πάνω ένα ελάχιστο κομμάτι από τον τρούλο του Αγίου Ονουφρίου που είναι πνιγμένος στα τσιμέντα και εντελώς απρόσιτος πια σε ιδιωτικά κτίσματα…

Κι ύστερα κάθισα στο μικρό πεζούλι του πεζοδρομίου απέναντι από το ιστορικό καφέ-μεζεδοπωλείο του Σαρανταυγά και περίμενα…

Μια δυνατή φωνή με ξάφνιασε και σηκώθηκα απότομα.

«Ένα ακόμη ωραίο τζαμί φτιάχτηκε για τους προσευχόμενους. Έτος 1080»*

Ένας άνδρας, ντυμένος με παράξενα για την εποχή ρούχα με κοιτούσε κατάματα και σχεδόν με δάκρυα χαράς και ματιά γεμάτα ευγνωμοσύνη έλεγε εκείνα τα λόγια. Την ίδια στιγμή κρατώντας με από το χέρι με οδήγησε σε μια καμαρωτή τεράστια πύλη κι ένιωσα δέος με την εικόνα που αντίκρυσαν τα μάτια μου.

– Εδώ, είναι το Τέμενος του Αμπντουραχμάν Πασά, κυρά… μου εξήγησε, κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση.

Το ‘ξερα τούτο το κτίσμα. Από τα χρόνια της Ενετοκρατίας. Ήταν η Πανάγια η Τριμάρτυρη, η τρίκλιτη ορθόδοξη εκκλησία του Χάνδακα που δεν είχε τρούλο, με το λεπτό και πανύψηλο καμπαναριό της.

Λέγαν πως σαν κτυπούσαν οι καμπάνες του, νόμιζες πως από στιγμή σε στιγμή θα έπεφτε πάνω στα διπλανά σπίτια. Έδρα επίσης της ορθόδοξης αδελφότητας με το ίδιο όνομα (Της Παναγιάς της Τριμάρτυρης) από τον 17ο αιώνα. Γράφανε τα χαρτιά πως κτίστηκε πάνω σε ένα οικόπεδο που είχε στη μέση του δύο μικρές κατοικίες.

Τις κατεδάφισαν τον 16ο αιώνα μόνο και μόνο για να χρησιμοποιήσουν το οικοδομικό τους υλικό για το χτίσιμο. Από άλλες δωρεές ακίνητων κατάφεραν και την αποπεράτωσαν στα 1583. Καμίνι με ασβέστη φέραν από την Τύλισο και για εκείνο το καμπαναριό, μα και για το δάπεδο πλάκες επίσης από το ίδιο χωριό.

Κι είχε μέσα η εκκλησία μοναδικές αγιογραφίες του Μιχαήλ  Δαμασκηνού και του Ιερεμία Παλλαδά κι ένα σωρό εκκλησιαστικά αντικείμενα από δωρεές των κατοίκων του Χάνδακα.

Θυμήθηκα πως τούτη η εκκλησιά ήταν και ταφικό μνημείο για αρκετούς επιφανείς πολίτες του Χάνδακα, αλλά μάταια. Όλα είχαν σκεπαστεί…

Και τότε μου ήρθε στο μυαλό και εκείνο το όνομα που ‘χα δει γραμμένο στα κιτάπια της Ιστορίας πως την λέγανε «Ναό των Τριών Μαρτύρων» κι ήταν αφιερωμένη στον Πανάγιο Τάφο.

Κι αργότερα λόγω της Αδελφότητας που έδρευε εκεί, είχε ένα ενεχυροδανειστήριο που οι άνθρωποι που είχαν κάποια περιουσία πλήρωναν για την βοήθεια των φτωχών τόκο, ίσαμε και έξι τοις εκατό το χρόνο.

Κι όλα αυτά μέχρι να ξεκινήσει ο Κρητικός Πόλεμος που με εντολή του Γενικού Προβλεπτή όλα τα ασημικά και τα κεφάλαια του ενεχυροδανειστηρίου «μεταφέρθηκαν» με πρόφαση πως θα χρησιμοποιούνταν στον πόλεμο…

Κι άλλα κατάφεραν οι κάτοικοι του Χάνδακα και τα φυγάδεψαν στην Κέρκυρα. Σαν έπεσε στα χέρια των Οθωμανών, γράφτηκε στα χαρτιά τους, με το όνομα Κερά Μαγμένη, ή Κερά Φτα Μεγάλη ή Κερά Ματρομύτη και Κερά Μεγάλη.

Ο Τούρκος άνδρας συνέχιζε να με κοιτάει με δακρυσμένα μάτια κι εγώ πάνω από τους ώμους του προσπαθούσα να δω στο προαύλιο της εκκλησίας, τα κελιά της, που ήξερα πως εκεί έμενε «ένας διακεκριμένος ιερωμένος του τάγματος του Αγίου Βασιλείου, που δεν έτρωγε κρέας και έκανε το κήρυγμα στα Ελληνικά και στα Ιταλικά και]…[πήγαινε ο Γενικός Προβλεπτής με τον Δούκα και άλλους εκπροσώπους να παρακολουθήσουν τη λειτουργία και το κήρυγμά του στα Λατινικά]**

Κι ήταν ονομαστοί όλοι οι εφημέριοι που πέρασαν από εδώ: Στα 1625 ο Μελέτιος Βλαστός και την εποχή που ξεκίνησε ο Κρητικός πόλεμος κι ίσαμε το τέλος του, ο Γεράσιμος Βλάχος κι ο Γιακουμής Βλαστός.***

Και να ‘μαι τώρα παρέα με ένα Οθωμανό άνδρα να κοιτώ τούτο το τζαμί πια, (Αγά Τζαμισί) που σαν έπεσε στα χέρια του Κιοπρουλή στα 1669 ο δικός μας Ναός της Τριμάρτυρης δόθηκε δώρο στον Αγά των Γενίτσαρων, τον Αμπντουραχμάν Πασά.

Όταν η εκκλησία μετατράπηκε σε τζαμί, κατασκευάστηκε εξωτερικά, στο αριστερό τμήμα της αυλής, η κρήνη Αγά Τζαμί, επίσης. Σαν να την είδα μπροστά μου…

Ο άνδρας με επανάφερε στον δικό του κόσμο, αρχίζοντας να μου περιγράφει όσα θωρούσαν ή φαντάζονταν τα δικά μου μάτια, που πια εκείνα είχαν δακρύσει:

– Δες κυρά! […Οι δοκοί και οι σανίδες της οροφής του είναι φτιαγμένες από κυπαρισσόξυλο. Η σκεπή καλύπτεται από κεραμίδια. Στις δυο άκρες του πρόναου είναι μολυβοσκέπαστο. Έχει μιχράμπ και άμβωνα από σκαλιστό μάρμαρο, τόσο όμορφος άμβωνας δεν υπάρχει αλλού.] *
Κοντοστεκόταν, να πάρει ανάσα, και με κοιτούσε να δει αν τον παρακολουθούσα. Κι εγώ κοίταζα τριγύρω, δακρυσμένη πάντα αλλά με προσοχή, να μάθω όσα μπορούσα για την δικιά μας εκκλησιά που πια δεν ήταν… δικιά μας!

– […Σε δυο πλευρές, δες κυρά, υπάρχουν μεγάλα θεωρία για τους μουεζίνηδες. Οι πολύτιμοι πολυέλαιοι με τα πολύτιμα υλικά δεν υπάρχουν σε άλλο τζαμί. Μόνο στο καινούργιο τζαμί του Σουλτάνου Αχμέτ, στην Ιστανμπούλ…]*

Με τράβηξε έξω στην αυλή. Στενή μου φάνηκε αλλά πολύς ο κόσμος που στεκόταν εκεί.

Συζητούσαν άλλοι καθιστοί, άλλοι γονατιστοί. Και τότε είδα στην αριστερή πλευρά [μια στρογγυλή στέρνα με κάνουλες γύρω της κι ένα σφαιρικό μολυβοσκέπαστο τρούλο που στηριζόταν πάνω σε οκτώ κίονες…]*

Κι ύστερα μού ‘δειξε τον πανύψηλο μιναρέ σε καμάρι και δέος!

Δεν μπορούσα άλλο να συγκρατήσω τη λύπη και τα δάκρυα κι έκανα στροφή να βγω έξω…

Κουρνιαχτός μεγάλος σηκώθηκε, σαν να γκρεμίζονταν όλα πίσω μου και στη στιγμή άκουσα το θόρυβο από τα ρολά του καταστήματος Monsterville (ρούχα και αξεσουάρ) που μόλις… άνοιγε.

Η κίνηση στην οδό 1866, της Αγοράς, μόλις είχε ξεκινήσει. Σηκώθηκα και μπήκα μέσα στο κατάστημα. Ένας ευγενέστατος κύριος με καλημέρισε και κατάλαβε πως ήθελα να δω το μοναδικό σωζόμενο μιχράμπ (κόγχη προσευχής που δείχνει πάντα την κατεύθυνση στη Μέκκα).

Ό,τι έχει σωθεί από το παρελθόν…

Τ΄ ακούμπησα, το κοίταζα (αν και το είχα δει πολλές φορές) απλά τώρα είχα άλλη μάτια, βαθιά χωμένη στην Ιστορία του τόπου μου.

Σήκωσα την μηχανή κι αιχμαλώτισα τις εικόνες.

Σαν βγήκα έξω έστριψα με μιας την οδό Θεοδοσάκη Φωτίου, περνώντας από του Γιακουμή και βγαίνοντας στην σημερινή οδό Έβανς. Κοίταξα δεξιά το εγκαταλελειμμένο Εφκάφι που στην προβολή του Ιερού της Τριμάρτυρης είχε κτιστεί, στα 1878.

Θυμήθηκα πως στην αυλή του που σίγουρα θα ‘ναι γεμάτη χόρτα, σκουπίδια κι εκείνη την μεγάλη συκιά, υπήρχε και χάνονταν ακόμα το χαμάμ που είχα δει πριν από χρόνια…

Σύνορο της Παναγιάς της Τριμάρτυρης ή της Κερά Μαγμένης…

Ευτυχώς που κάποιοι άνθρωποι ανέδειξαν και φρόντισαν εκείνο το μιχράμπ και ένα κομμάτι κολόνας και ό,τι άλλο απέμεινε από μια Ιστορία που αγνοούμε πολλοί από μας…

Μια δυνατή πεταλιά να φτάσω ίσαμε το Μεϊντάνι. Εκατοντάδες πια τουρίστες είχαν συσσωρευτεί στην μικρή Πλατεία…

Ίσαμε τη επόμενη φορά!

ΠΗΓΕΣ:

Ελένη Μπετεινάκη, Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, Μύστις 2022

***Τζουάνες Παπαδόπουλος, Στον καιρό της Σχόλης, ΠΕΚ 2013, (σελ. 79-80)
Πρακτικίδου Ζαχαρίας, Χωρογραφία της Κρήτης, Νέα έκδοση ΤΕΕΤΑν.Κ, 1983
Στέργιου Σπανάκη, Το Ηράκλειο στο πέρασμα των αιώνων, Δήμος Ηρακλείου, 1990

**Λιάνα Σταρίδα, Υπήρχε μια πόλη, τόμος 3ος, εκδ. Ίτανος, (σελ. 108-109)

*Εβλιά Τσελεμπί, Οδοιπορικό στην Ελλάδα (1668 -1671), Εκάτη, 2005 (σελ.241)