Άνθισε η πόλη, επιτέλους! Ήρθε η Άνοιξη. Στα ροζ και τα μωβ ντυμένα τα περισσότερα δέντρα κι οι λεμονανθοί γεμίζουν την ψυχή και τα ρουθούνια ομορφιά κι αρώματα.

Μεγαλώσανε κι οι μέρες κι ο ήλιος πια το ξημέρωμα προβάλει μεγαλόπρεπα με απίστευτα χρώματα «μέσα» από τη θάλασσα. Κι είναι ευλογία να ξεκινάς την δική σου μέρα μ΄όλες αυτές τις ομορφιές στο συναπάντημα σου. Και τριγυρνώ πιο πολύ τούτα πρωινά με το ποδήλατο στις γειτονιές και τα «κρυμμένα» στενά της πόλης μου.

Σάββατο πρωί κι από το άγαλμα του Βενιζέλου στρίβω αριστερά να μπω στην οδό Πεδιάδος, εκείνο το κομμάτι της πόλης που συχνά με κάνει να ταξιδεύω σε άλλες εποχές. Λουλούδια, ζωγραφιές και φρεσκοβαμμένες πόρτες γεμίζουν χρώμα το διάβα μου. Στέκομαι στις τοιχογραφίες που θυμίζουν την παλιά πόλη…

«Καλημερίζω» τους θαμώνες των ζωγραφιστών καφενείων ρουφώντας στα γρήγορα μια γουλιά καφέ από το μικρό λευκό πορσελάνινο φλυτζανάκι. Παίρνω το τσέρκι και τρέχω κι εγώ στους δρόμους και κυνηγώ εκείνο το τσουρλιχτάρι της δικής μου εποχής.

Παίζω κουτσό, σχοινάκι και κρυφτό με τα παιδιά της γειτονιάς. Δίνω ένα σουτ με την μπάλα και τα αγόρια φωνάζουν δυνατά γιατί ξέφυγε από τα όριά τους.  Καλημερίζω την κυρία με το γαλάζιο φόρεμα και την κατάλευκη ποδιά που πλέκει με το βελονάκι με ρυθμό και προσοχή μεγάλη. Σκουπίζω κι εγώ την αυλή από τα πεσμένα φύλλα με εκείνη την σκούπα την τεράστια που είχε ολόιδια η μάνα μου. Και στέκομαι με δέος μπροστά στην ζωγραφιά του Μανόλα…

Σκούρα γυαλιά, φαρδύ παντελόνι, λευκό πουκάμισο κι ένα τριμμένο πουλόβερ από πάνω του. Τραγιάσκα κι ένα μαντήλι στο λαιμό και στα πόδια τις παλιές ελβιέλες. Ο μεγαλόσωμος άνδρας τραβάει όλη του την «περιουσία» μαζί του, το καρότσι του*!

Ο γίγαντας των παιδικών μου χρόνων…

-Καλημέρα, του λέω, με ένα πλατύ χαμόγελο…

Κι εκείνος κοιτώντας με στα μάτια χωρίς να μιλά σέρνει το καρότσι* του κι ακούγονται μόνο τα τριξίματα από τις ρόδες… Άδειο προς το παρόν. Το μεροκάματο μόλις ξεκινά. Ίσως να ερχόταν, από τη Βίγλα, τα «Παραπήγματα», από το μικρό φτωχικό μα περήφανο σπιτάκι του που μόλις είχα περάσει κι εγώ. Τον ακολουθώ σαν μαγεμένη.

Κάθε φορά που κατεβαίναμε στη Χώρα με τον πάτερα μου ήταν για μένα «δώρο» πολύτιμο η συνάντηση μαζί του. Ήταν ο  καλός γίγαντας που έσωζε πάντα τις βασιλοπούλες από τις κακές  μάγισσες, τις ξεμυαλισμένες μητριές, τα άμυαλα βασιλόπουλα, τους δράκους και τους λύκους. Πελώριος στα παιδικά μου μάτια… Δυνατός όσο δέκα άνδρες που μου θύμιζε πάντα τον δικό μου μεγαλόσωμο παππού Γρηγόρη!

Κατηφορίσαμε μαζί την οδό Έβανς…

Εγώ με το ποδήλατο, σιγανά κι αθόρυβα πίσω του σχεδόν, κι εκείνος με βήμα γρήγορο και σταθερό μπροστά… Λόγια πολλά ακούγονταν τριγύρω, πειράγματα και καλημέρες αλλιώτικες. Εκείνος με ίσιο βλέμμα, κουνούσε πότε πότε το κεφάλι του σαν χαιρετισμό. Δεν αποκρινόταν στα πειράγματα, είχε στο μυαλό του μόνο αυτό που η καρδιά του πρόσταζε. Και τότε ξαφνικά σταμάτησε σε ένα φαρμακείο κοντά στη μικρή Έβανς. Άφησε το καρότσι και μπήκε μέσα. Βγαίνοντας έβαλε στη μεγάλη, δεξιά τσέπη του παντελονιού τη σακούλα με τα φάρμακα… Κατάλαβα, είχα ακούσει πως βοηθούσε πολλούς…

Στρίψαμε απ’  τα παλιά λαδάδικα να μπούμε στην αγορά στην οδό 1866. Κι εκεί άρχιζε η δική του δουλειά. Το καρότσι γέμιζε φορτία σιγά σιγά. Σαν πούπουλο σήκωσε ένα βαρέλι απ’ το λαδάδικο του Βιτσαξάκη, και δυο μεγάλα κοφίνια με πατάτες. Κι ανάμεσα στη δουλειά και στις στάσεις, ζωηρές καλημέρες και συνεχή πειράγματα. Άλλοτε απαντούσε, κι άλλοτε απλά έσκυβε το κεφάλι.

Όλα, νόμιζα, ανάλαφρα του φαίνονταν και σήκωνε τα πάντα. Κασόνια, τσουβάλια  και κούτες γεμάτες με προϊόντα. Κι ύστερα το καρότσι γέμιζε κι ήταν σχεδόν ακούνητο για …άλλους. Ο Μανόλας σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο το έσπρωχνε απαλά, σαν παιδί του, το τραβούσε άλλες φορές στην ανηφόρα με λίγο περισσότερο κόπο και σήμερα… μέσα από τα στενά να φτάσαμε στο Κομμένο Μπεντένι.

Δεν μιλούσα, τον κοιτούσα σαν υπνωτισμένη. Αυτός ο καλός γίγαντας σαν φτάσαμε λίγο κάτω από το Μαρτινέγκο, σήκωσε στους ώμους του δυο μεγάλα τσουβάλια και με ένα σάλτο τ΄ ανέβασε πάνω στο δικό μας φορτηγό, τη Ντίνα μας, όπως το φώναζα. Ο πατέρας μου χαμογελαστός τον ευχαρίστησε και του βάλε στο χέρι κάτι, ένα δεκάρικο, μου ΄πε αργότερα,  κι εκείνος υποκλινόμενος σχεδόν το ΄χωσε στην αριστερή του τσέπη. Κι ύστερα πήρε το δρόμο προς την Πύλη Ιησού, την οδό Πεδιάδος, ανάστροφα, να επιστρέψει σε εκείνη την έγχρωμη τοιχογραφία  που θα θυμίζει  πάντα σε όλους μας, πόσο σπουδαίος ήταν τούτος ο απλός άνθρωπος.

Όσοι τον γνώρισαν ήξεραν πως δεν πείραξε ποτέ και κανέναν, ενώ θα μπορούσε με τη δύναμη που είχε να βάλει κάτω όποιον ήθελε. Κουβαλούσε, ίσως , τον δικό του σταυρό. Έφηβος ακόμα έφυγε από τον τόπο του. Λέγανε πως  κάποτε στα Χανιά «κόβοντας ένα δέντρο δεν πρόσεξε, με αποτέλεσμα να πέσει επάνω σε ένα άλλο παιδί και να το σκοτώσει. Αυτό ο Μανόλης δεν το άντεξε. Συγκλονισμένος από το δυστυχές συμβάν, εγκατέλειψε την ιδιαίτερη πατρίδα του και ήρθε στο Ηράκλειο, όπου έγινε  αχθοφόρος»**.

Ακόμα οι πληροφορίες λένε πως ήταν ανιψιός του μεγάλου Αλέξη Μινωτή και πως στα τελευταία του χρόνια τα πέρασε σε γηροκομείο των Χανίων, όπου και πέθανε!

Λάτρευε τον κινηματογράφο, τα ταξίδια στο εξωτερικό ΄που πήγαινε κάθε χρόνο τον Αύγουστο, και ήταν πολύ δίκαιος άνθρωπος. Ήταν πολύ εργατικός και εμβληματική φυσιογνωμία του Ηρακλείου τις δεκαετίες του ΄60, ΄70 και ’80. Ήταν τακτικός αιμοδότης και «φρουρός» δυστυχισμένων και φτωχών ανθρώπων.

Λίγο πριν επιστρέψει στην έγχρωμη τοιχογραφία του, εκεί στην οδό Πεδιάδος, τον είδα να χτυπάει μια πόρτα μικρή και μια γριά κυρία να την ανοίγει από μέσα. Της έδωσε τη σακούλα με τα φάρμακα κι εκείνη τον κοιτούσε στα μάτια, μην έχοντας λόγια.

Αυτός ήταν ο Μανόλας, ο καλοκάγαθος γίγαντας της παιδικής μου ηλικίας!

Περνάω συχνά από το «καινούργιο» του σπίτι και νιώθω πως καταλαβαίνει πως όλοι όσοι τον είχαμε γνωρίσει τον θεωρούμε σπουδαίο και κομμάτι της νιότης μας…

Με το ποδήλατο ανηφόρησα στη Βίγλα… Παράξενος τόπος!

Ίσαμε την επόμενη φορά!

 

*Ο Πέτρος Μηλιαράκης σε εκτενές κείμενο του για τον Μανόλα (Μινωτάκη) στο politikakritis.gr αναφέρει πως ήταν νοικιασμένο το καρότσι από τον Ιωάννη Σμυρλή και το αντίτιμο πληρωνόταν κάθε μήνα, κανονικά.

**Πληροφορίες: Γιώργος Βενιανάκης, Κων/νος Γ. Καζανάκης

ΠΗΓΕΣ :

Οι σπουργίτες των πεζο-δρομίων, Δημήτρης Σάββας, εκδ Δοκιμάκης 2009

o-skeptomenos. blogspot.com.

politikakritis.gr