Χιόνι πολύ έπεσε και στην πόλη μας τις μέρες που πέρασαν. Κρύο τσουχτερό και βροχή ασταμάτητη, ασυνήθιστη για το Μεγάλο Κάστρο που έκλεισε στα σπίτια κόσμο πολύ και περιόρισε τις μετακινήσεις όλων μας.

Σήμερα όμως που η μέρα ξεκίνησε με χρώματα σε όλες τις αποχρώσεις του ροζ, πήρα το ποδήλατο και κατηφόρισα στις γνωστές γειτονιές και στις ξεχασμένες Ιστορίες…

Κι εκεί στην αγαπημένη Πλατεία Ελευθερίου Βενιζέλου που η μοναξιά της Κυριακής έκανε τον δικό της θόρυβο με την απόλυτη σιωπή που επικρατούσε, άφησα το ποδήλατο στο αγαπημένο μου σημείο και αφέθηκα στον ήχο των νερών και στα παιχνίδια της φαντασίας.

Κάθισα στο παγκάκι απέναντι από τα δικά μας «Λιοντάρια» κοιτώντας ίσα μπροστά και κατάματα μια όμορφη Νηρηίδα που κάλπαζε με τον θαλάσσιο ίππο της κι έναν Τρίτωνα πελώριο που προσπαθούσε να τη φτάσει. Κι ακουγόταν μια υπέροχη μουσική από την Μπουρού του κι ένα σωρό αλλόκοτα πλάσματα ζωντάνεψαν με μιας.

Ξέπλεκα μαλλιά από τις όμορφες κόρες του Νηρέα, μικροί θεοί σαν Έρωτες καβάλα στα πιο μυθικά θαλάσσια όντα, ιππόκαμποι, όστρακα και δελφίνια. Κι από ένα βιολί ακουγόταν η μουσική της θάλασσας αλλιώς, πασπαλισμένη με σταγόνες νοσταλγίας, θύμησης και άγνωστης ζωής στα βάθη των ωκεανών…

-Ψηλά κοίτα κυρά, τον μεγάλο θεό, της θάλασσας τον αφέντη! Άκουσα μια σιγανή φωνή δίπλα μου. Κι έστρεψα το βλέμμα κι ένα αγόρι ίσαμε δέκα χρονών παλληκαράκι αμούστακο, μού χαμογελούσε με μάτια που άστραφταν από χαρά και θαυμασμό.

-Ποιος είσαι, αγόρι μου, κατάφερα να ψελλίσω από την έκπληξη και όλα τα θαμαστά πράγματα που βλέπανε τα μάτια μου.

-Τζουάνες τ’ ονομά μου, γιος του έμπορα Δράκου Παπαδόπουλου…

Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου και πριν προλάβω ν’ αρθρώσω άλλη λέξη, είδα μια πομπή να καταφθάνει κοντά στο σιντριβάνι. Κράτησα το μπουφάν μου στο ένα μου χέρι, ζέστη ένιωσα ξαφνικά κι ένας λαμπρός ήλιος φάνηκε στον ουρανό.

-Σπουδαία η σημερινή μέρα, κυρία Ελένη, ο Φραντζέσκο Μορεζίνι, ο Γενικός Προβλεπτής της Κρήτης μας, εγκαινιάζει την Κρήνη του. Νερό καθάριο που ’ρχεται από τον Γιούχτα, το μεγάλο χωριό των Αρχανών, και τρέχει μέσα από γέφυρες και κανάλια χιλιόμετρα να φτάσει ίσαμε εδώ…

– Μα τι μου λες, παλληκάρι μου, που είμαστε, ποια χρονιά ζούμε σήμερα; κατάφερα να μαζέψω τα λόγια, τις εικόνες και να ρωτήσω…

-25 τ’ Απρίλη του 1628… μου απάντησε κι ύστερα σαν να τον έχασα από μπροστά μου.

Κοίταξα αμέσως ψηλά, στο γιγάντιο άγαλμα που ήταν φτιαγμένο από κατάλευκο μάρμαρο που γυάλιζε ακόμα πιο έντονα ο ήλιος. Γυρω γύρω γούρνες και οκτώ κυκλικοί λωβοί κι ένα βάθρο με τέσσερα ακτινωτά λιοντάρια που κρατούσαν και στήριζαν μια μεγάλη λεκάνη με τα κεφάλια τους. Και πάνω απ΄αυτά ο γίγαντας θεός Ποσειδώνας που είχε στο ένα του χέρι μια Τρίαινα και πατούσε πάνω σε ένα μεγάλο δελφίνι. Εντύπωση μεγάλη μου έκανε τι σχέση μπορεί να είχαν τα λιοντάρια με τα θαλάσσια τέρατα.

Όμως ήταν έργο Ενετών και το λιοντάρι ήταν το δικό τους σύμβολο. Ήταν τόση η έκπληξή μου που δεν ήταν ώρα για συμπεράσματα και συνειρμούς …

Και αμέσως μετά ακούστηκε ακόμα πιο δυνατή μουσική. Πάνω στο υπόστεγο που ‘χαν φτιάξει από τη μεριά ΄που ήταν οι μεγάλες σιταποθήκες, απέναντι από την ξύλινη μικρή γεφυρούλα που ένωσε την πλατεία με το Μεγάλο Δούκικο Ανάκτορο και την Κατοικία του Γενικού Προβλεπτή «…έξι σημαιοφόροι με ξεδιπλωμένες σημαίες, που τις ανέμιζαν στο ρυθμό κορνέτων και ταμπούρλων»* ανακοίνωναν την άφιξη του Φραντζέσκο Μορεζίνι. Γέροντας αγέρωχος, με βήμα αργό αλλά σίγουρο, με πλατύ χαμόγελο που μισοκρυβόταν από την μακριά άσπρη γενειάδα, χαιρετούσε τα πλήθη που συνέχιζαν να επευφημούν και να ζητωκραυγάζουν.

Μεγάλο το έργο τούτο που χάριζε σε όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους της πόλης το πολύτιμο αγαθό που τόσο δύσκολα προμηθεύονταν τα προηγούμενα χρόνια. Θα μπορούσαν να πίνουν καθάριο νερό, να κουβαλούν και στα σπίτια τους, να ποτίζουν ακόμα και τα ζωντανά τους χωρίς ιδιαίτερο κόπο.

Κόσμος πολύς μαζεμένος τριγύρω. Άνθρωποι μυριάδες μου φάνηκαν. Ρούχα παράξενα, χρώματα έντονα, ανάκατο πλήθος. Δυνατές φωνές, χαρούμενες ζητωκραύγαζαν και άλλοι χτυπούσαν τα χέρια ρυθμικά και τα πόδια τους κι όλων το βλέμμα ήταν στραμμένο στο «Τζιγάντε», το γιγάντιο άγαλμα…

Κι εκεί που εκστασιασμένη κοιτούσα ολόγυρα τη μεγάλη γιορτή, τα χαμογελαστά πρόσωπα, τα μεγάλα τραπέζια που είχαν στηθεί κοντά στο Δούκικο Ανάκτορο με εκλεκτά φαγητά και κρασιά από τα πιο ξακουστά του νησιού, ένοιωσα ένα σκούντημα ή καλύτερα ένα τράβηγμα στο δεξί μου χέρι.

-Τζουάνες, που ήσουν, πες μου σε παρακαλώ, είναι αλήθεια όλα τούτα που θωρώ ή…

Το αγόρι έβαλε δυνατά γέλια και μ’ άφησε στα χέρια μου ένα μετάλλιο, σα νόμισμα ήταν, πέντε εκατοστών περίπου. Από τη μια του μεριά είχε την κεφαλή του Φραντζέσκο Μορεζίνι και από την άλλη του αγάλματος του Ποσειδώνα, του «Τζιγάντε».

-Κατάφερα και το βρήκα κυρία Ελένη. Κόπηκε ένεκα της σημερινής μέρας. Να το προσέχετε, είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί άλλο. Για να θυμάστε πως όλα τούτα δεν ήταν παραμύθια …

Ο Τζουάνες άρχισε να τρέχει προς τη Ρούγα Μαΐστρα…

Καβάλησα κι εγώ με μιας το ποδήλατό μου και τον ακολούθησα…

Και τότε τον είδα να μεγαλώνει, όσο προχωρούσε, να φτάσει στη θάλασσα…

Κι από αμούστακο παιδί έγινε νέος…

Τον είδα να συζητά μέσα στους αμπελώνες στα νότια της πόλης που τόσο αγάπησε με τον επιστάτη του. Να «τρυγά» τα μελίσσια του…

Τον είδα ντυμένο σαν έκτακτο βοηθό στην Δούκικη Καγκελαρία του Χάνδακα αφού κατάφερε να μάθει να γράφει, να διαβάζει και να συντάσσει επιστολές και στην ιταλική γλώσσα.

Να προσφέρει τις υπηρεσίες και στην Υγειονομική Υπηρεσία.

Τον είδα να κρατεί από το χέρι την Ανεζίνα την γυναίκα που παντρεύτηκε την ανιψιά του λόγιου γιατρού Αθανάσιου Πρική ή Σκληρού.

Να χαίρεται σαν περήφανος πατέρας τους δυο του γιους τον Νικολό και τον Μιχαήλ, μα και την μονάκριβη κόρη του Μαρία.

Ίσαμε εκείνη την δύσκολη στιγμή που πάτησε το πόδι του στο καράβι που θα τον κρατούσε μακριά από τον γενέθλιο τόπο του, για πάντα.

Με κοίταξε με απέραντη θλίψη στα μάτια του. Ήταν πια πενήντα ενός ετών με άσπρα μαλλιά και πονεμένη ψυχή! Να γίνεται πρόσφυγας με προορισμό την Ζάκυνθο όπου ήδη βρισκόταν η οικογένεια του…

Τράβηξα τα μάτια μου από το μαύρο και της δικής μου ψυχής. Γύρισα τη σκέψη μου στο σήμερα. Σταμάτησαν στις τζαμαρίες του Ιστορικού Μουσείου Κρήτης. Εκεί νομίζω πως είναι τούτο το μετάλλιο φυλαγμένο…

Κι ο «Τζιγάντε» σκέφτηκα, τι απέγινε;

Θυμήθηκα τότε πως έγιναν πολλοί και δυνατοί σεισμοί στα 1629 και στα 1650 και καταστράφηκαν πολλά μνημεία. Ίσως να χάθηκε τότες…

Κι ακόμα λένε πως μόλις μπήκαν στην πόλη του Χάνδακα οι Οθωμανοί, ένας Τούρκος στρατιώτης ανέβηκε πάνω στους λοβούς με τους λέοντες και την λεκάνη και γκρέμισε το άγαλμα του Ποσειδώνα…

Ευτυχώς ο Τζουάνες Παπαδόπουλος έζησε για πολλά πολλά χρόνια ακόμη. Στη Ζάκυνθο, στην Ίστρια την μεγαλύτερη Χερσόνησο της Αδριατικής και πέθανε στην Πάδοβα στα σίγουρα μετά τα 82 του χρόνια…Κι εγραψε τόσα πολλά και πολύτιμα για τον δικό του Χάνδακα και την Κρήτη!

Πήρα το ποδήλατο κι ανηφόρισα πάλι την Ρούγα Μαΐστρα (οδός 25ης Αυγούστου), να φτάσω ίσαμε τα Λιοντάρια, να μπω ξανά στο σήμερα!

Ίσαμε την επόμενη φορά!

ΠΗΓΕΣ :

Ελένη Μπετεινάκη, Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, εκδ. Μύστις 2022(κυκλοφορεί σύντομα)

*Τζουάνες Παπαδόπουλος, Στον καιρό της Σχόλης, Μεταφ & Επιμ. Ναταλία Δεληγιαννάκη, εκδ. ΠΕΚ

*Στέφανος Ξανθουδίδης, Χάνδαξ-Ηράκλειον, Εκδ. Ι. Μουρέλλου, 1927