Της Ελένης Μπετεινάκη*
Λένε πως τις μέρες των γιορτών μετράνε πιο πολύ οι απώλειες!
Μπορεί και να ΄ναι κι έτσι …Όμως μετράνε επίσης κι εκείνα τα όμορφα που μας άφησαν οι άνθρωποι που έφυγαν. Εκείνα τα παλιά, που ζουν μέσα μας και πάντα μας θυμίζουν πως αν και η ζωή προχωρά, εμείς έχουμε χρέος να θυμόμαστε, να μιλάμε, να διηγούμαστε στους νεότερους όλα όσα κάποτε υπήρξαν κι ήταν πέρα για πέρα αληθινά!
Περπάτησα χθες βράδυ πολύ… Στο μικρό μου χωριό, τις Αρχάνες, το πολύχρωμο, το φημισμένο και όμορφα στολισμένο για τα Χριστούγεννα. Ένα τσιγάρο δρόμος, έλεγε τα χρόνια τα παλιά ο μπαμπάς, από τη χώρα ίσαμε εδώ. Κι είναι αλήθεια πως είναι η πιο κοντινή κι όμορφη διαδρομή σαν θέλει κάποιος να θαυμάσει τη φύση, να μυρίσει το φρέσκο χώμα, τον δυόσμο και τον έρωντα …του Γιούχτα!
Κι όπως περιπλανιόμουν στα ερειπωμένα πια σοκάκια, έρχονταν στο νου μου πρόσωπα και σπίτια, συνήθειες και αναμνήσεις αμέτρητες. Κι έφτασα πάλι στα Σχολειά, στη γειτονιά που μεγάλωσα κι άρχισα επίμονα να κοιτώ το σπίτι, το χωράφι και …το τότε!
Θα ‘ τανε παραμονή Πρωτοχρονιάς κι είχαμε σηκωθεί αξημέρωτα, θυμήθηκα…Μια φλυτζάνια αχνιστό γάλα από την κατσίκα της γιαγιάς και σχεδόν κουτρουβαλήσαμε στη σκάλα, να δούμε ποιος θα καπάρωνε το πιο μεγάλο αχινοπόδι για το φούρνο. Παραγγελιά της γιαγιάς από το προηγούμενο βράδυ, να ανάψει τη φωτιά στον μεγάλο ξυλόφουρνο και να σπιθίσουν τα κάρβουνα του τζακιού που απαγορευόταν να σβήσει όλο το δωδεκαήμερο. Σκοτεινά ήταν ακόμα και το πρωινό απώι περόνιαζε τα κόκκαλά μας. Έπρεπε να αναφτούν όλα πριν καλά καλά λαλήσει ο πετεινός. Κάτω στην αυλή η γιαγιά σχεδόν ξυπόλυτη έπλενε ήδη μέσα σε μια τεράστια τσίγκινη λεκάνη τα τελευταία γαρδούμια. Πέντε έξι βέργες στέκανε ορθές πλάι στη βρύση. Σ΄ αυτές τα τύλιγε, να τα ετοιμάσει, να τα τραβήξει μετά και να τα δέσει όμορφα να μπουν κι αυτά στη μεγάλη λαμαρίνα για τον ξυλόφουρνο με ένα ολόκληρο γουρουνόπουλο, μαζί κι εκείνες οι μαγικές πατάτες οι κυδωνάτες!
Έτριψα τα χέρια μου πολύ, σαν σύννεφο καπνού έβγαινε από το στόμα και τα ρουθούνια μου η ανάσα προσπαθώντας να σκίσει το τσουχτερό κρύο. Τίποτα όμως, η παγωνιά είχε φτάσει ίσαμε το …μεδούλι μας κι η γιαγιά συνέχιζε σαν να ΄ταν Αύγουστος μήνας να ρίχνει νερά και να τραγουδά … Απίστευτη γυναίκα!
« -Στην απάνω κουζίνα να ανεβάσετε τα αχινοπόδια! Να τα αφήσετε μπροστά στο φούρνο και να κάτσετε να φάτε τηγανίτες με μέλι και καρύδι. Στο μεγάλο τραπέζι τα΄χω».
Μάλλον δεν είχε κοιμηθεί όλο το βράδυ. Έκαιγε ακόμη το λάδι στο τηγάνι του πετρογκάζ και η μεγάλη, η καλή πιατέλα άχνιζε από δεκάδες …τηγανίτες. Η δε μυρωδιά τους είχε γεμίσει την κουζίνα, το σαλόνι κι εμείς τρέχαμε να πάρουμε θέση όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε. Έριχνα κλεφτές ματιές στην παραστιά του τζακιού. Ήμουν σίγουρη πως από στιγμή σε στιγμή θα πεταγόταν κάποιος καλικάντζαρος να δοκιμάσει τις απίστευτες λιχουδιές που χε πάνω το τραπέζι. Άσε που κοίταζα καλά καλά την πιατέλα μπας και είχε πουθενά καμιά δαγκωματιά. Φόβος κι επιθυμία ανάκατα. Οι ιστορίες της γιαγιάς με τους καλικάντζαρους ήταν μοναδικές. Ήμουν σίγουρη πως όλη τη νύχτα είχανε στήσει χορό, στην αυλή, στο φούρνο, μπορεί και στο χωράφι μας… Σίγουρα της κρατούσαν συντροφιά, φίλοι της ήταν, έτσι μας έλεγε, για να καταπραΰνει το φόβο μας…
Και τι δεν είχε εκείνο το τραπέζι πάνω του. Ζουρναδάκια, ξεροτήγανα, μελομακάρονα με ταχίνι και εκείνη την υφαντή πετσέτα, την καλή, που χε σκεπάσει τα υλικά για το πιο πολύτιμο γλυκό της μέρας. Κρυφοκοίταξα από κάτω της και φούσκωσα από χαρά. Δεν το ΄χε φτιάξει ακόμα. Μου είχε υποσχεθεί πως κάθε χρόνο μαζί θα το κάναμε και είχε κρατήσει το λόγο της, για μια ακόμα φορά!
Από όλα τα καλούδια της Πρωτοχρονιάς η βασιλόπιτα της γιαγιάς ήταν μοναδική! Και μην νομίζεται πως ήταν από εκείνες τις συνηθισμένες με μπόλικα καρύδια και αυγά και όλα εκείνα τα τετριμμένα που φτιάχνανε οι άλλες νοικοκυρές τους χωριού. Η γιαγιά τούτη τη μέρα έφτιαχνε ένα τεράστιο στρογγυλό ταψί και τη μία κι ανεπανάληπτη ξυγκόπιτα. Την συνταγή την είχε από τη γιαγιά της κι εκείνη πάλι από τη δική της. Κι ίσως να λέγανε μερικοί πως τούτη η πίτα ήταν ένα τοπικό παραδοσιακό έδεσμα των Απόκρεων, η δική μου γιαγιά όμως, την έφτιαχνε την Πρωτοχρονιά, για τους ξενύχτηδες από τα ζάρια και τα χαρτιά και για μας, να ζεσταθεί το κοκκαλάκι μας. Έτσι έλεγε, και κανείς δεν της έφερνε αντίρρηση ποτέ!
Μόλις είχαμε τελειώσει με τις τηγανίτες μας, κι η μέρα πια είχε χαράξει για τα καλά. Τότε μπήκε κι εκείνη στο δωμάτιο που ‘ταν σαλόνι, κουζίνα, αποθήκη, κάτι απ΄ όλα κι έριξε ένα βλέμμα γύρω γύρω να δει αν κάναμε όσα μας είχε ορμηνέψει. Κι υστέρα δένοντας το μαύρο τσεμπέρι πιο καλά στα μαλλιά, ρίχνοντας και μια ματιά στην μεγάλη φωτογραφία του παππού που ΄ταν κορνιζαρισμένη σαν πίνακας πάνω από τον καναπέ, ανέβηκε στην απάνω κουζίνα. Να αρχίσει να φουρνίζει, να τα στήσει σωστά όλα τα ταψιά να μείνει χώρος και για την …πίτα μας!
Τη θυμάμαι να κρατά ένα φτυάρι τεράστιο και να σηκώνει μ΄αυτό τις λαμαρίνες σαν τραπουλόχαρτα και να τις βάζει στο φούρνο. Κατακόκκινο το πρόσωπο από την άναψη της φωτιάς και μεγάλες κηλίδες ιδρώτα στο κούτελο. Το χαμόγελο όμως ήταν πάντα εκεί. Η λάμψη στα μάτια κι οι ρυτίδες στο μέτωπό που φανέρωναν τα χρόνια πως περνούσαν.
«Πιάσε Λενιώ το ξύγκι από το «κλουβί» κι ακλούθα μου…» έδινε την εντολή κι εγώ δεν κρατιόμουνα. Έβαζα την καρέκλα, σκαρφάλωνα πάνω στον πέτρινο νεροχύτη. Προσπαθούσα να φτάσω στο «κλουβί» που φύλασσε τα πολύτιμα να μην τα φτύσουν οι μύγες και σαν έπιανα το πιάτο με το μοναδικό αυτό υλικό ανέβαινα κι εγώ στην απάνω κουζίνα να…μαλάξουμε την πιο γλυκιά πίτα του κόσμου όλου. Είχε ήδη στρώσει την καλή πετσέτα στο μεγάλο σοφρά και ταχτοποιούσε τα υλικά με σύνεση μην και ξεχάσει κάτι. Κι ύστερα μου λέγε να διαβάσω δυνατά τη συνταγή. Εκείνη δεν ήξερε πολλά γράμματα όμως δεν το λεγε, τα μάτια της δεν την βοηθούσαν, διαμαρτυρόταν. Κι εγώ έπαιρνα το μαγικό χασαπόχαρτο, (εκεί πάνω ήταν γραμμένη) κι άρχιζα να διαβάζω δυνατά σαν να εκφωνούσα τον πιο σπουδαίο λόγο. Σαν καρδινάλιος, έλεγε η γιαγιά!
Τα υλικά τούτης της πίτας μπορεί και να τα μαντεύετε. Το ξύγκι από ειδικό μέρος του αρνιού που φύλασσε ο θείος μου πια, και γιος της, ο Μανόλης της, από τότε που έφυγε ο παππούς, ήταν τόσο καθαρό κι άσπρο που σου ‘ ρχοταν να το φας έτσι σκέτο. Το ψιλόκοβε και το ανακάτευε με ζάχαρη κι αλεύρι και μαγιά. Κι ύστερα έβαζε κανέλα μπόλικη και γάλα και τα αυγά. Εμένα με άφηνε να απλώσω στο ταψί το σουσάμι κι όσο το σκορπούσα με εκείνα τα παιδικά μου χεράκια σκεφτόμουνα την σπηλιά του Αλή Μπαμπά. Το ‘ξερε εκείνη κα τη στιγμή που δεν το περίμενα, φώναζε: «Άνοιξε, σουσάμι…». Από το ξάφνιασμα, αναπηδούσα κι εγώ και τα μικρά σποράκια, ανοίγανε διάπλατα τα μάτια μου κι ύστερα βάζαμε μαζί τα γέλια και συνεχίζαμε με ένα σωρό πειράγματα.
«Άντε πήγαινε δα να πλυθείς και ΄πε και του αδερφού σου και να αρχινήσετε τα κάλαντα, ίσαμε να ψηθεί η πίτα κι εγώ θα σας δώσω τα γύρω γυρω, τα ξερά του ταψιού, να γλυκαθείτε…».
Οι ανάκατες μυρωδιές από το κρέας, το σουσάμι, το ξύγκι και τις πατάτες δεν σβήνουν ποτέ! Μια ιεροτελεστία όλα τούτα, που θα ‘δινα όλους τους παράδες του κόσμου να …ξαναζήσω!
Έμεινα να κοιτώ ώρα πολλή το σπίτι, κι ας άλλαξε μορφή. Το πρόσωπο της γιαγιάς είναι πάντα ζωντανό εκεί. Η μάνα με είδε απ’ το παράθυρο, άνοιξε και μου φώναξε…
« Ανέβα, έτοιμη η ξυγκόπιτα!»…
Χαμογέλασα κι ένοιωσα την μυρωδιά παντού, της κανέλας, του σισαμιού… της γιαγιάς!
Δυο – δύο τ’ ανέβηκα τα σκαλοπάτια!
Καλή μας χρονιά!
https://zhtunteanagnostes.blogspot.com/