Φύσαγε πολύ από το προηγούμενο βράδυ… Ακραία καιρικά φαινόμενα διατυμπάνιζαν στις ειδήσεις και το ξημέρωμα γέμισε ο ουρανός σκόνη ανάκατη με υγρασία, ροζ και κίτρινο κοκτέιλ χρωμάτων ασυνήθιστο. Κατέβηκα στο λιμάνι περιμένοντας έναν δικό μου αγαπημένο που θα ερχόταν πρώτη φορά στο νησί και για μια στιγμή, σάστισα. Ακόμα κι ο Κούλες αναφαίνονταν κι η ατμόσφαιρα τόσο ασυνήθιστη που έφερνε στο μυαλό εικόνες και θύμησες από τα κιτρινισμένα με τα χρόνια φύλλα εφημερίδων άλλων εποχών.
Προφύλαξα το ποδήλατο όσο μπορούσα πίσω από έναν τεράστιο μπόγο διχτυών κι ένιωσα μυρωδιές στα ρουθούνια μου ξαφνικά άσχημες, παράξενες και μάλλον αηδιαστικές. Γύρισα απότομα και το σκηνικό είχε αλλάξει…Φωνές πολλές ακούγονταν, παραγγέλματα, καλαμπούρια αλλά και βρισιές, ξεφωνητά και βλαστήμιες.
Ένα τσούρμο ανθρώπων κάθε ηλικίας και χρώματος χειρονομούσε κι αγκομαχούσε με φορτία βαριά στις πλάτες και τους ώμους. Ξύλινα μεγάλα βαρέλια έφραζαν την μικρή αποβάθρα. Η μεγάλη μαρμάρινη σκάλα δεν φαινόταν από το πλήθος που κάθονταν στα σκαλοπάτια της και προσπαθούσε να διακρίνει τον ορίζοντα. Γεμάτο καΐκια, βάρκες , κατάρτια και πανιά το μικρό λιμάνι. Η μπόχα από τα δέματα του παστού μπακαλιάρου ασήκωτη.
Η μυρωδιά πετρελαίου απλωνόταν επίσης παντού. Κι όσο κοίταζε το μάτι έβλεπε σκορπισμένους, σπασμένους ντενεκέδες που χύνονταν από μέσα τους φετσόλαδα, ξύδια και αλάτια χοντρά από εκείνα που πάστωναν τα ψάρια για να κρατούν περισσότερο χρόνο. Η πιο δυνατή βρώμα όμως έβγαινε από τις τεράστιες στοίβες από αγναφόπετσο*που είχαν φέρει από τα χωριά του Ψηλορείτη οι στιβανάδες του Κάστρου για τα πολύτιμα πατούμενα των αντρών.
Χαμάληδες φορτωμένοι στην πλάτη όλα τα αλλόκοτα φορτία και πιο πολύ με τσουβάλια γεμάτα ρύζια κι αλλά όσπρια που ΄χαν φτάσει με τα πιο μεγάλα καράβια. Αραγμένα ήταν εκείνα, έξω από το λιμάνι το περιφραγμένο από δυο κάστρα, ένα θεόρατο θεριό τον Άρχοντα της πολιτείας κι ένα μικρότερο που ‘τανε σαν παιδί του κι έφραζε κι εκείνο τη είσοδο στον κάθε ξενομπάτη, πειρατή, ή επισκέπτη της πολύβουης «χώρας» μας.
-Στην άκρη, κυρά, επαέ δένει το καΐκι του Μπέμπελη και θα σου βάλει τσι φωνές σαν σε δει να του ’χεις πιασμένο τον τόπο με το ποδήλατο, φώναξε ένας νιος, θα ’ταν ίσαμε είκοσι χρονών παλληκάρι.
Ένας άλλος αψηλός και γεροδεμένος άνδρας σήκωσε το ποδήλατο σαν να ‘ταν πούπουλο και το βάλε καμιά δεκαριά μέτρα πιο μακριά. Κοίταζα απορημένη και τότε ανάμεσα σε πυκνή ομίχλη είδα τη φιγούρα ενός καϊκιού με έναν ψηλόλιγνο άνδρα μπροστάρη στο κουπί, με βράκα πανένια, στιβάνια πολυκαιρισμένα και μαύρο σκουφί που κατέβαινε ίσαμε χαμηλά στους κροτάφους.
Με ένα σάλτο πήδηξε από τη βάρκα του, πήρε το χοντρό σκοινί που άλλοι θέλανε ίσαμε τρεις νοματαίους να το κρατήσουν και το ΄δεσε πρώτος στα σιδερένια τσιγκέλια του λιμανιού. Άπλωσε την χερούκλα του που μου θύμισε γίγαντα κι άρχισε να βοηθά τους επιβάτες του καϊκιού του να πατήσουν επιτέλους στεριά.
-Στην μπάντα, ορέ! Δε θωρείτε που ‘ναι οι άνθρωποι κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι από το ταξίδι; Κάντε τους τόπο να περάσουνε κι ογλήγορα!
Άνθρωποι, μπόγοι, ξύλινα κιβώτια ξεφορτώνονταν με μια μοναδική ταχύτητα κι όλα περασμένα από τα δικά του τα χέρια.
Ονομαστός ο Μπέμπελης στους κατοίκους του Μεγάλου Κάστρου, στους λιμανιώτες, ακόμα και στα μικρά παιδιά. Πολυκάτεχος, σβέλτος, ακούραστος, μπροστάρης σε όλα. Αγαπητός σε φίλους και ξένους.
Είπα κι εγώ να τον πλησιάσω σαν κατέβηκε και ο τελευταίος επιβάτης. Ήξερα πως του αρέσανε οι ιστορίες και πως δεν έχανε στιγμή τη διάθεση να τις λέει στους ξένους που έμπαζε στη βάρκα του. Για τους Βυζαντινούς, τους Ενετούς, ακόμα και τις πιο πρόσφατες με τους Τούρκους, τους διηγούνταν, βάζοντας και δικά του λόγια για να ΄ναι ακόμη πιο ζωντανές και πελώριες.
-Την ιστορία του αλυσοδεμένου Μελίτακα, θέλω να μάθω, καπετάν Μπέμπελη του είπα με όσο πιο γλυκιά φωνή μπορούσα. Με αγριοκοίταξε αλλά κρατήθηκε. Έστερξε αλλού το βλέμμα κι απάντησε κοφτά:
-Δεν είναι τουτανά πράγματα και λέξεις για γυναίκες. Κουβέντες τση ταβέρνας και τω λιμανιώ!
Έφυγε με γρήγορο βήμα, χωρίς καν να γυρίσει να με κοιτάξει. Γέλια και πειράγματα από όλους τους άλλους βαρκάρηδες ακούστηκαν κι εκείνος χειρονομώντας και βρίζοντάς… λίγο, χάθηκε ανάμεσα στο πολύβουο πλήθος.
Κι όπως κοίταζα να τον ακολουθήσω, να τον βρω να του ζητήσω συγγνώμη αν τον πρόσβαλα, κοκκάλωσα στη θέση μου από το θέαμα που αντίκρυσα στην ανατολική πλευρά του μικρού λιμανιού.
Γαλέρες είχε εδώ, γαλεάτσες και ιστιοφόρα απίστευτα. Και στην προκυμαία άλλοι άνθρωποι. Κουστούμια διαιρετικά και κουρελήδες που περίμεναν υπομονετικά και με μάτια ορθάνοιχτα κοιτώντας πότε τη θάλασσα και πότε την ξηρά προς τη μεριά των μεγάλων κτηρίων.
Κασόνια με ψωμιά, τυριά και παστά ψάρια, μικρές σαρδέλες, φαίνονταν να προεξέχουν από την υπερφόρτωση. Έστρεψα κι εγώ το βλέμμα μου να τους ακολουθήσει κι είδα την πιο μαγική εικόνα εκείνης της μέρας. Πάνω σε μια γαλέρα που ‘ταν φορτωμένη με σακιά ορθός ένας άνδρας όμορφος με φορεσιά ξεχωριστή…
-Ο Δον Αντώνιο Σόσα είναι!… ακούστηκε μια βροντερή φωνή ανάμεσα στο ξεροσταλιασμένο πλήθος.
Ο ξακουστός Ισπανός κουρσάρος είχε έρθει στην Candia την προηγούμενη μέρα και αφού είχε πάρει όλα τα χαρτιά και τα διαπιστευτήρια του γραφείου της Δημόσιας Υγείας του λιμανιού πρόσφερε το πιο μεγάλο ρεγάλο που δόθηκε ποτές σε τούτο τον τόπο. Αρχίσανε να αδειάζουν τα σακιά μόλις δέσανε τον κάβο της γαλέρας οι χαμάληδες κι ανοίγανε τον τόπο οι στεριανοί.
Βουνά ολόκληρα σχηματίστηκαν μέσα σε δυο λεπτά από ρύζια, παξιμάδια, φακές και κουκιά. Αρχίσανε να τα μοιράζουνε σ’ όλους όσοι βρίσκονταν τριγύρω, δωρεά το Ισπανού ιππότη. Φωνές, τσαλαπατήματα, γέλια κι ευχές για την υγεία του μεγάλου δωρητή. Όχλος ανεξέλεγκτος πια το πλήθος.
Δυνατές και μεγάλες σταγόνες βροχής αρχίσαν να πέφτουν. Πάνω στην μπλούζα μου είδα κηλίδες πορτοκαλιές. Χώμα έβρεχε κι άρχισα να τρέχω να πάρω το ποδήλατο ή να προστατευτώ λιγάκι από την μπόρα. Χώθηκα κάτω από ένα υπόστεγο κι έριξα τη ματιά μου προς το μικρό ενετικό λιμάνι. Τίποτα δεν υπήρχε. Μονάχα κίτρινος ουρανός, ασημοκαφετιά τα νερά κι απόλυτη ερημιά παντού. Κουνιόντουσαν οι βάρκες κι ο Κούκλες πια ξεκαθαριζόταν από την σκόνη…
Σαν να τα ξέπλυνε όλα το… κοκκινόχωμα. Εικόνες αιώνων διαφορετικών, ίσαμε τετρακόσια χρόνια ιστορίας ζωντάνεψαν σε ένα μικρό λιμάνι, μπερδεύοντας τους λαούς, τους χρόνους, τις εποχές και καταλήγοντας στο σήμερα!
Μόνο ο άρχοντας Κούλες ήταν ο ίδιος από τότε… πάντα εκεί!
*ακατέργαστο δέρμα
ΠΗΓΕΣ:
Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, Ελένη Μπετεινάκη, 2018-19
Μανόλης Δερμιτζάκης, Απ’ όσα θυμούμαι το παλιό Κάστρο, εκδ. Δοκιμάκης
Στον καιρό της Σχόλης, Τζουάνες Παπαδόπουλος, ΠΕΚ.