Η ανάγκη της έκφρασης στέκεται στο κέντρο της δημιουργικής ενέργειας κάθε ανθρώπου που θέλει να ξεφύγει από τον κόσμο του πρόσκαιρου. Αναμφίβολα η σημερινή Κοινωνία μας πορεύεται από τους δρόμους της ιζηματογενούς επικράτειας της φτήνιας και του περιττού. Εκεί που όλα είναι πρόσκαιρα, χωμάτινα και χωρίς διάρκεια. Σε ένα παρόν και μια καθημερινότητα που δεν αφήνουν κανένα ίχνος πέρα από την εφήμερη σκόνη της βιτρίνας. Από την κουραστική τύρβη μιας αταξίδευτης στασιμότητας της καθημερινής χαμοζωής.
Συχνά πυκνά, όλοι εκείνοι που δεν βολεύονται με την ακινησία και τη μονιμότητα της κοινωνικής παρακμής, αναζητούν τα μυστικά σήματα που φωτοδωτούν γύρω τους την Καινή κτίση μιας διαφορετικότητας που καταγράφεται αφήνοντας πίσω της, έστω αμυδρά ίχνη στο χρόνο. Αυτό που απλά το λέμε, διάρκεια. Έτσι κι ο υποφαινόμενος έπρεπε να επισπεύσει την αποκαλυπτική για εκείνον επίσκεψή του στην πρόσφατη ατομική έκθεση ζωγραφικής του Αλέξανδρου Μαυρικάκη στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου.
Υπαρκτές δικαιολογίες της καθημερινής πεζότητας των επαγγελματικών υποχρεώσεων, του απέτρεπαν αυτό το εγχείρημα. Ώσπου με προστακτική επιτακτικότητα το επέβαλε στον εαυτό του την προτελευταία μέρα της έκθεσης. Έπρεπε να αναζητήσει μια φωτεινή διέξοδο από την πληκτική καθημερινότητα, να πορευτεί στους αντίποδες του καθημερινού βάλτου. Στη μετατόπισή του διαισθανόταν ένα θέλγητρο που θα τον αποζημίωνε πλουσιοπάροχα. Κάτι σαν ένα συναρπαστικό ταξίδι της ανήσυχης φαντασίας ανάμεσα σε πλανήτες που φωσφορίζουν στο διάστημα. Αλλά θα πραγμάτωνε σύγκαιρα και μια βαθύτερη ανάγκη του κουρασμένου ανθρώπου των καιρών μας, για έναν ολιγόωρο αναχωρητισμό στους κρυφούς υπαινιγμούς της Τέχνης.
Καιρό μου το έλεγε ο φίλος και συνώνυμος Αλέξανδρος: «Μα καλά δεν θα βρεις λίγο χρόνο να περάσεις από την έκθεσή μου στη Βικελαία;» Βέβαια ήμουν καλός γνώστης του χρωστήρα της Τέχνης του από την προ ετών ανάλογη έκθεσή του με τις θαλασσογραφίες στον ίδιο χώρο. Αλλά και από το πρωτότυπο έργο του «Ο χαΐνης της Σπιναλόγκας», έργο αφιερωτικό στον υποφαινόμενο.
Μέσα μου διαισθανόμουν ότι δεν χωρούσαν πλέον άλλες αναβολές από την περιήγηση σ’ ένα νέο δημιουργικό κύκλο του καλλιτέχνη, ένα μεγάλο μέρος του οποίου χτίστηκε στη μόνωση της πανδημίας. Ήταν ακόμη ένας παραπάνω λόγος ώστε να είμαι περισσότερο σίγουρος για τη σπουδαιότητα της νέας του δουλειάς, αφού ένα τμήμα της είχε δημιουργηθεί μέσα στην μεγάλη έρημο του αναχωρητισμού. Ίσως ένα από τα πιο μεγάλα καλά που επέβαλε στον κόσμο η πανδημία.
Η πρόσφατη έκθεση του Αλέξανδρου Μαυρικάκη στη Βικελαία που τέλειωνε ανήμερα του Σαββάτου του Λαζάρου, ήταν μια μεγαλειώδη απόπειρα να μετουσιώσει χρωματικά το μυστήριο της ποίησης πάνω στο λευκό τελάρο. Να τεχνουργήσει με το χρωστήρα του, τον υψηλό ποιητικό λόγο: Παπαδιαμάντης, Βρεττάκος, Κατσαρός, Ελύτης, Καρούζος, Καβάφης, Ρίτσος, Έλιοτ, Λόρκα, Έντγαρ Άλαν Πόε, βρέθηκαν μεταμορφωμένοι και πληθωρικοί με τη μαγική χρυσόσκονη των ζωγραφικών πινέλων και του κάρβουνου.
Εδώ στο μεσογειακό νότο η ποίηση όπως και η ζωγραφική ευδοκιμούν κάτω από το σκληρό φως των μεγάλων ημερών που διαγράφει με αδυσώπητη διαφάνεια τα ορατά και τα αόρατα πράγματα. Σε αντίθεση με το βορρά με τις μεγάλες σκοτεινές νύχτες όπου ευδοκιμούν οι παραμυθάδες και τα διηγήματα για να περάσουν τα μακρόσυρτα σκοτάδια.
Το ξέρουν καλά Τολστόι και Ντοστογέφσκυ. Εδώ στη Μεσόγειο ο άνθρωπος μοιάζει να έχει ανάγκη περισσότερο το λόγο και τη χαρά των χρωμάτων. Τους γλυκούς πειρασμούς του έμμετρου λόγου και των πινέλων. Να λες και να ζωγραφίζεις λίγα και να εννοείς περισσότερα. Να κλείνεις το μάτι στους υπαινιγμούς. Αυτό που κάνουν δηλαδή τα δυο παράλληλα αείρροα ποτάμια, εκείνα της ποίησης και της ζωγραφικής. Άλλωστε, είναι γνωστή η σχέση αυτού του δίδυμου όπως τη διέσωσε ο λυρικός Σιμωνίδης ο Κείος: «Την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν, τη δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν».
Όταν εκείνη τη βροχερή ανοιξιάτικη μέρα, διάβαινα το κατώφλι της Βικελαίας για να μυσταγωγηθώ στη «σιωπώσα ποίηση της ζωγραφικής» των εκτιθέμενων τριάντα έργων του καλλιτέχνη, ένιωθα αυτό το ολότελα αμεταβίβαστο συναίσθημα του παρατηρητή, που μόνο η μαγγανεία της αληθινής Τέχνης μπορεί να σου προσφέρει. Αισθανόμουν να αναδύεται μέσα από τους πίνακες αυτό το ένστιχτο του καλλιτέχνη που με περισσή μορφοπλαστικότητα μετουσιώνει τον ποιητικό λόγο, γεμίζοντας τα τελάρα με χρώματα και σκιές. Σκεφτόμουνα ότι η ζωγραφική συνείδηση όταν γίνεται αμετάθετος όρος ύπαρξης, ανάγκη και μοίρα, σε σκλαβώνει σαν ένα δίχτυ αράχνης που δεν μπορείς να διαφύγεις. Μονομιάς κάθε τι που θα της προσπέσει, γίνεται σαν ένα προπέτασμα που θέλει να δικαιώσει την εφήμερη ύπαρξη της ζωής.
Η κάθε υψηλή Τέχνη, όπως και η ζωγραφική, συνίσταται στο να κάνει τους άλλους να νιώσουν αυτό που και ο καλλιτέχνης νοιώθει. Στο να τους απελευθερώσει από τον εαυτό τους, προτείνοντάς τους την προσωπικότητά του μέσα από το έργο του, σαν μια ιδιόμορφη απελευθέρωση. Γίνεται το έργο έτσι, μια σωστική λέμβος που σε περνά σε μια άλλη παραδείσια επικράτεια, εκείνης των υψηλών υπαινιγμών και των υποψιασμών. Αυτό άλλωστε δεν είναι και η πολυδύναμη μοναδικότητα κάθε αληθινής Τέχνης; Το ‘χε πει περίπου με διαφορετικά λόγια και ο δικός μας Καζαντζάκης: «Έχεις τα πινέλα, έχεις και τα χρώματα. Ζωγράφισε τον Παράδεισο και μπες μέσα».