Ήρθε στη σκέψη μου αβίαστα, μετά τη βία στη Νέα Σμύρνη, το «Χρονικό» του Γιάννη Μαρκόπουλου. Ένας δίσκος σταθμός που γράφτηκε το 1969 την περίοδο της χούντας και λογοκρίθηκε. Περιγράφει επιλεγμένες στιγμές της Ελληνικής ιστορίας από π.Χ. μέχρι το 1946. Το «Χρονικό» συντάραξε τότε τα πλήθη και έδωσε έμπνευση και δύναμη στους φοιτητές και γενικότερα στους νέους ανθρώπους, να αγωνιστούν ενάντια στην δικτατορία.

Ανάμεσα στα τραγούδια που ξεχώρισαν σε αυτό το δίσκο ήταν και το τραγούδι «1925 (Στη Νέα Σμύρνη μια γριά)», που το ερμήνευσε μοναδικά συνεπαίρνοντας τον ακροατή, ο αείμνηστος Νίκος Ξυλούρης, στην πρώτη συνεργασία του με τον Γιάννη Μαρκόπουλο.

Η αλληγορία των στίχων του άξιου κριτικού θεάτρου Κώστα Γεωργουσόπουλου, ο οποίος τους υπέγραφε τότε με το ψευδώνυμο «Κώστας Χ. Μύρης», με συμπαρέσυρε κι εμένα ώστε να κάνω σήμερα διάφορους συνειρμούς, που μου επέτρεψε να τους κάνω η διαχρονικότητα των στίχων. Το τραγούδι μιλά για μια γριά στην προσφυγική συνοικία της Νέας Σμύρνης, ερχόμενη απ’ τα χωριά της Προύσας (η προέλευση των προσφύγων που έλαβαν τους πρώτους κλήρους στην περιοχή αυτή το 1924 ήταν κυρίως από τα Ιωνικά παράλια), που μαζεύει τριγύρω της γέρους και παιδιά και τους βάνει αινίγματα:

«Ποιος είναι αυτός που περπατεί στα τέσσερα καβάλα/με ήλιο και ψιχάλα/κρατεί στο χέρι του σπαθί, φορεί λουριά στα στήθια/και λέει παραμύθια». Λίγο πιο κάτω παρατηρεί: «Εκεί στα παραπήγματα/πες το να μην το πω/θα λύσουν τα αινίγματα/και θα γενεί κακό».

Έχουν περάσει 52 ολόκληρα χρόνια από τότε που γράφτηκαν αυτά τα λόγια και όμως ηχούν προφητικά για το σήμερα. Σε μια εποχή που πολλά «αινίγματα» είναι ακόμα άλυτα. Η σημερινή συνοικία της Νέας Σμύρνης βρέθηκε στο επίκεντρο της επικαιρότητας τις προηγούμενες  μέρες, εξ’ αιτίας δύο φαινομένων ωμής βίας που εξελίχθηκαν στις πλατείες της. Δύο αποτρόπαια συμβάντα που έγιναν «αινίγματα» στη συνέχεια. Το πρώτο προκλήθηκε αναίτια και ως φαίνεται καθαρά, από την ανεξέλεγκτη κατάχρηση εξουσίας του κατασταλτικού κρατικού μηχανισμού. Ενός μηχανισμού που σήμερα έχει «καβαλήσει το καλάμι» της εξουσίας του, βρίσκεται παντού, με ήλιο και ψιχάλα, φορεί λουριά στα στήθια και κρατεί στο χέρι του, αντί σπαθί το πτυσσόμενο μεταλλικό γκλοπ και δέρνει τον κόσμο  ανεξέλεγκτα. Όταν του ζητήσουν εξηγήσεις λέει παραμύθια.

Αυτό αποτέλεσε το πρώτο «αίνιγμα». Το θέαμα απαράδεκτο. Ένας νεαρός άνδρας ξυλοκοπείται άγρια, από εκπροσώπους της αστυνομικής τάξης (από ποιο σώμα δεν έχει σημασία, έχω χάσει το μέτρημα…), χωρίς ο ίδιος να δείχνει ότι απειλεί ή ότι αντιστέκεται. Το πτυσσόμενο μεταλλικό γκλοπ του αστυνομικού κατ’ επανάληψη έπεφτε πάνω στο σώμα του πολίτη, με αδιάψευστο μάρτυρα την κάμερα του κινητού κάποιου άλλου πολίτη που βρέθηκε στο χώρο. Όλη η Ελλάδα έγινε μάρτυρας της απρόκλητης αστυνομικής βίας μέσα σε λίγες ώρες, όπου διέρρευσε το βίντεο. Καμία συγνώμη όμως δεν άκουσα εκ μέρους της κυβέρνησης. Καμιά ανάληψη πολιτικής ευθύνης δεν υπήρξε για την αγριότητα των αστυνομικών απέναντι σε έναν ανυπεράσπιστο πολίτη. Κάποιες φτηνές μόνο δικαιολογίες στην αρχή για δήθεν πρόκληση των αστυνομικών από 30 άτομα, που έλαβε χώρα πριν τον ανελέητο ξυλοδαρμό, χωρίς κανένα όμως αποδεικτικό στοιχείο, απέβησαν αίολες.

Όχι μόνο δεν καταδικάστηκε η βία από την πλευρά της κυβέρνησης, αλλά δυστυχώς συνεχίστηκε να εφαρμόζεται με άλλα μέσα αυτή τη φορά. Λίγη ώρα μετά το συμβάν εμφανίστηκε κυβερνητικό στέλεχος, να αποκαλύπτει σε τηλεοπτική εκπομπή την ταυτότητα του πολίτη που ξυλοκοπήθηκε, αλλά και τα πολιτικά του φρονήματα. (Αλήθεια η αρχή προστασίας προσωπικών δεδομένων υφίσταται;). Είχε την φαεινή ιδέα το εξέχων πολιτικό στέλεχος, που εκπροσωπεί μάλιστα τη νέα  γενιά του φιλελευθερισμού, ότι στοχοποιώντας τα φρονήματα του θύματος θα δικαιολογούσε επαρκώς την αγριότητα του θύτη.

Το πρώτο «αίνιγμα» δεν λύθηκε! Δεν δόθηκαν οι εξηγήσεις. Δεν αποκαλύφθηκαν οι αιτίες για ό, τι άσχημο συνέβη με φόντο την πλατεία της Νέας Σμύρνης και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να στηθούν γρήγορα τα «παραπήγματα» της αντίδρασης και να γενεί κακό.

Οι κάτοικοι της φιλήσυχης συνοικίας έδωσαν ραντεβού την επόμενη μέρα, εκεί στην πλατεία, για να καταδικάσουν όλοι μαζί την κρατική βία και καταστολή. Το κακό όμως δεν άργησε να γίνει. Μέσα στη μεγάλη πορεία 5.000 διαδηλωτών παρείσφρησε και η ντροπή που παρεισφρέει σε κάθε μεγάλη διαδήλωσης της Αθήνας και «κλέβει» πάντα στο τέλος την «παράσταση», αμαυρώνοντας κάθε έννοια ειρηνικής διαμαρτυρίας. Το θύμα αυτή τη φορά ήταν ένας νεαρός αστυνομικός που κινδύνεψε η ζωή του από την τυφλή βία οργισμένων αντιπάλων της αστυνομίας, που το μίσος τους τροφοδοτείται από έναν αρρωστημένο χουλιγκανισμό. Πρόκειται για το δεύτερο «αίνιγμα» που και αυτό δεν λύθηκε. Ακόμα ψάχνουν για τους ενόχους και για τις αιτίες που προκάλεσαν αυτή τη βία.

Σε αυτό το σημείο ήρθε ένα ακόμα διάγγελμα του πρωθυπουργού, σε λάθος χρόνο και με λάθος τρόπο. Έπρεπε να είχε γίνει αμέσως μετά το πρώτο επεισόδιο, το οποίο όμως δεν καταδίκασε ούτε στο διάγγελμά του. Ίσως έτσι να μην φτάναμε στο δεύτερο. Δεν κράτησε όμως ο πρωθυπουργός ίσες αποστάσεις από τα δύο περιστατικά βίας, το ίδιο καταδικαστέα, και με την φράση του «δεν θα επιτρέψω…», δεν νομίζω να ένωσε τους Έλληνες, παρά μόνο κατάφερε να συσπειρώσει ακόμα περισσότερο το συντηρητικό κομματικό του ακροατήριο. Έτσι και το δεύτερο «αίνιγμα» παρέμεινε επίσης άλυτο.

Η κρατική βία φυσικά δεν εμφανίζεται ως ένα φαινόμενο μεμονωμένων περιστατικών από μια μειοψηφία κακών λειτουργών που δείχνουν υπερβάλλοντα ζήλο και η αγριότητα που επιδεικνύουν δεν αφορά πλέον μόνο την «ύποπτη» περιοχή των Εξαρχείων.

Η κρατική βία έχει μεταφερθεί από το περιθώριο στο κέντρο της κυβερνητικής πολιτικής. Είναι διάχυτη η αίσθηση στην κοινωνία ότι η αστυνομική αυθαιρεσία όλο και πιο συχνά εισβάλει στην καθημερινότητά μας. Τους τελευταίους μήνες μάλιστα, η αίσθηση αυτή γίνεται ολοένα και πιο έντονη. Και δεν εννοώ μόνο τα πολλαπλά περιστατικά αστυνομικής βίας που παρατηρούνται σε όλη τη χώρα. Εννοώ την αντιμετώπιση σε κάθε θέμα που αφορά τους πολίτες. Η αστυνομοκρατία είναι παντού. Στην Παιδεία, στις απεργίες, στις σχέσεις εργασίας και πάνω απ’ όλα βέβαια στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Ο άνευ όρων περιορισμός των δημοκρατικών ελευθεριών των πολιτών, ως μοναδικό μέτρο διαχείρισης της πανδημίας, αποτελεί ακραία βία. Βία όμως αποτελεί και η αποφυγή λήψης μέτρων που ενισχύουν τα νοσοκομεία, όπως είναι η πρόσληψη ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού. Βία αποτελεί και η εμμονή να μην λαμβάνονται μέτρα στα σχολεία, στα μέσα μεταφοράς, στους μαζικούς χώρους δουλειάς. Βία είναι και η μη καταδίκη κάθε βίας από την Πολιτεία.

Η αστυνομική βία με τους όρους που ασκείται σήμερα, υπάρχει για να τροφοδοτεί το φόβο και την υποταγή στην καθημερινότητα των πολιτών. Η κυβέρνηση γνωρίζει πολύ καλά πως αργά ή γρήγορα, όταν θα υποχωρήσει η πανδημία, θα αρχίσει να εισπράττει τα «επίχειρα» της πολιτικής της. Τότε όμως, η βαθιά ύφεση, η μεγάλη ανεργία, η απελπισία και η εξαθλίωση, δεν θα μπορούν να συγκαλυφθούν, όσο φιλότιμες προσπάθειας και αν κάνουν τα φιλικά προς αυτήν ΜΜΕ. Ο αστάθμητος παράγοντας που φοβάται κάθε κυβέρνηση είναι η  λαϊκή οργή, γιατί είναι απρόβλεπτη και ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμη να ξεσπάσει. Τα επεισόδια, έτσι όπως αυτά εξελίχθηκαν στη Νέα Σμύρνη, απέδειξαν ότι τα δημοκρατικά αντανακλαστικά των πολιτών βρίσκονται ακόμα σε καλή κατάσταση…

Στη Νέα Σμύρνη βρέθηκε αυτές τις μέρες και μια άλλη, γνωστή σε όλους μας δολερή «γριά», γέννημα θρέμμα της φυλής μας, για να μας υπενθυμίσει μια μακραίωνη ελληνική παράδοση. «Ξεφύτρωνε» πάντα σαν παράσιτο, σαν ένα αμαρτωλό παραβλάσταρο της φύτρας μας, μια κατάρα που στοιχειώνει την ιστορία μας. Είναι η διχόνοια, η μοχθηρή θυγατέρα της εμπάθειας και του εγωισμού, που θριαμβεύει πάντα σε περιόδους κρίσης, έτοιμη να κατασπαράξει το γένος μας. Έτοιμη να μας γυρίσει ολοταχώς πίσω, στις μαύρες εποχές του «εσωτερικού εχθρού». Αυτή η «γριά» με φοβίζει περισσότερο απ’ όλα!