Πέθανε πριν σαράντα περίπου μέρες στα 98 του χρόνια, λογικός και γαλήνιος ως το τέλος, στο χωριό του Θραψανό Πεδιάδας, ο Γιάννης Καψοκέφαλος. Ήταν ανιψιός του πρωτεργάτη και πρωτομάρτυρα της Αντίστασης Αλέξανδρου Ραπτόπουλου και έζησε κοντά του στη Βιάννο από το 1936, εντεκάχρονο παιδί, ως την εκτέλεσή του (Αγιά, 3-9-1942).

Συνέχισε να μένει δουλεύοντας στο σπίτι του θείου του ως το 1960, συμβάλλοντας, όσο μπορούσε, στην πραγματοποίηση των παραγγελιών του.

Βίωσε γεγονότα και γνώρισε πρόσωπα, γι’ αυτό μου έλυσε πολλές απορίες στην αυλή του πανέμορφου σπιτιού του, στη λίμνη του Θραψανού, μέσα στα δέντρα, τα πουλιά και τα λουλούδια. Συμφωνήσαμε πριν τρεις μήνες να πάω για καταγραφή. Μα με πρόλαβε ο θάνατος, που τον πήρε, πλήρη ημερών και εμπειριών, μετρημένο και σοφό.

Θυμίαμα ευγνωμοσύνης στη μνήμη του για τις πολύτιμες ιστορικές πληροφορίες του ας είναι το κείμενο αυτό, που η ευγενική «Πατρίς» φιλοξενεί σήμερα.

Άννα Μανουκάκη – Μεταξάκη, 6 Ιουλίου 2023

Αφήγηση Γιάννη Καψοκέφαλου (85 χρόνων), καλοκαίρι του 2010, στον Τσούτσουρο

«Ήμουν μόλις 10 χρονών, όταν αποφάσισα να φύγω από το σπίτι μας και το χωριό μου, το Θραψανό, και να έρθω να ζήσω στου θείου μου Αλέξανδρου Ραπτόπουλου, στη Βιάννο. Είχε έρθει στο Θραψανό, ο πατέρας μου με είχε δείρει προηγούμενα γι’ αυτό είχα φύγει από το σπίτι μας και είχα κρυφτεί έξω από το χωριό.

Όταν ο θείος μου έφευγε για τη Βιάννο και περνούσε από το σημείο που είχα κρυφτεί, καβάλα στο μουλάρι του, τον αιφνιδίασα. Του δήλωσα πως δεν θα ξαναγυρίσω στο σπίτι μας, αλλά θα πάω μαζί του στη Βιάννο. Μ’ έβαλε στην καπούλα του μουλαριού και με πήρε μαζί του. Εκεί μεγάλωσα μαζί με τα παιδιά του και την Κατερίνη, αργότερα γυναίκα μου, εκεί ζούσα και δούλευα στην περιουσία του.

Με είχε παιδί του κι εγώ πατέρα μου. Είμαι 85 χρονών και άνθρωπο σαν τον Αλέξανδρο Ραπτόπουλο δε γνώρισα ποτέ μου. Δημιουργούσε δουλειές για να δίνει δουλειά. Είχε μόνιμο προσωπικό τρεις και τους έδινε 1000 δραχμές και ένα ζευγάρι στιβάνια. Όλοι οι ξένοι που έρχονταν στη Βιάννο φιλοξενούνταν από τον Αλέξ. Ραπτόπουλο. Είχε τρία μετόχια. Στον Τσούτσουρο το ένα, στο Αλιόρι, όπου έμεναν τρεις οικογένειες, όταν θερίζαμε, αλωνεύαμε και μαζεύαμε τις ελιές. Το δεύτερό του μετόχι ήταν στο Πευκομούρι και το τρίτο στο Αφρατί(…).

Μόλις κηρύχτηκε ο πόλεμος, ο ανάπηρος θείος μου Αλέξανδρος έπαιξε πιστολιές και φώναξε: «ετοιμαστείτε, γιατί έχομε πόλεμο, παιδιά».

Οι Ιταλοί ήρθανε στη Βιάννο από τη Γεράπετρο, όπου τους ξεφόρτωσε πλοίο του Ερυθρού Σταυρού. Δεν είχαμε προβλήματα με αυτούς. Οι Γερμανοί ήρθαν αργότερα. Από το Πευκομούρι φαινόταν το φαράγγι της Άρβης, όπου παρουσιάστηκαν οι πρώτοι καταδιωκόμενοι κι από εκεί έφευγαν για τον Τσούτσουρο κι έφταναν στις Βαγιές. Από το Πευκομούρι κοιτάζοντας προς το φαράγγι είπε μονολογώντας, ο Αλέξ. Ραπτόπουλος: «Πόσοι άνθρωποι κάθονται εκεί και πεινάνε…». Σε μένα δεν έλεγε τίποτε, γιατί φοβόταν, επειδή ήμουν μικρός.

Από το σπίτι του στη Βιάννο περνούσαν πολλοί, όλοι, με άλλα ονόματα και ταυτότητες, από ‘κει οδηγούνταν στον Άη Νικόλα, όπου ο Χαράλ. Ραπτάκης και ο Γιάννης Τρουλάκης είχαν μετόχια κι από εκεί έφευγαν προς την παραλία. Εμένα ποτέ δε μου εμπιστεύτηκαν να μεταφέρω ξένους. Τους ξένους τους είδα πρώτα στις Βαγιές. Στο Χόνδρο στο σπίτι της «Μαμάνας», συγκεντρώνονταν τα τρόφιμα κι εγώ πήγαινα με το ένα από τα δυο μουλάρια και τα φόρτωνα: ψωμί στο ένα μειγόμι και στο άλλο όλα μαζί τα όσπρια, που έτσι τα έψηναν με θαλασσινό νερό και λίγο λαδάκι τα τρώγανε σαν κόλυβα.

Τα φόρτωνα και τα έφερνα πέρα από τις Βαγιές, όπου ήταν ένας σπήλιος με στενομάκρινο πόρο. Στον πόρο υπήρχε ένα αχινοπόδι, ώστε να το πιάσουν από τη ρίζα, αν κάποια στιγμή έρθουν οι Γερμανοί και να πάνε μέσα στη σπηλιά. Το στόμιο φράζονταν με τη φούντα. Μέσα ο σπήλιος ήταν μεγάλος με μια τρύπα στη μέση στην οροφή που ’χαν βάλει μεσοδόκια. Έτσι με το φως της ημέρας έβλεπαν, αλλά και τον αέρα ανάπνεαν από την τρύπα.

Στη σπηλιά είχα δει πολλούς. Κάποτε έκαναν έρευνα οι Γερμανοί, όταν ήταν όλοι μέσα στη σπηλιά, μαζί και ο Αλέξ. Ραπτόπουλος, μέχρι που έφυγαν οι Γερμανοί από την περιοχή, αφ’ εσπέρας δηλαδή μέχρι την επαύριο το μεσημέρι. Ψηλά προς τις Βαγιές υπήρχε νερό, όπου πήγαιναν με γαζοντενέκες και έπαιρναν. Δυο-δυο, ο ένας πήγαινε κανονικά και ο άλλος με την όπισθεν που έσβηνε με μια βέργα τα ζάλα τους. Αυτό μου έκανε εντύπωση.

Πολλές φορές πήγα πράγματα από τη Βιάννο στις Βαγιές, στον Τσούτσουρο. Ένα βράδυ βάδιζα όλη τη νύχτα, για να πάω από το Χόνδρο στις Βαγιές. Έφτανα από βραδύς, έμενα στο μετόχι στο Αλιόρι και όταν έφεγγε ξεκινούσαμε και πηγαίναμε στις Βαγιές. Πολλές φορές πηγαίναμε μαζί με τον Αλέξ. Ραπτόπουλο, εκείνος βέβαια καβάλα στο μουλάρι, γιατί δυσκολευόταν στο περπάτημα. Κάποτε πήγαμε έτσι μαζί, είχε έρθει τότε το υποβρύχιο και θα έφευγε.

Είδα λοιπόν ότι για να μπούνε στο υποβρύχιο έβγαζαν τα ρούχα τους. Κατέβαιναν από τη ‘γλύστρα’, απ’ όπου για να κατέβουν στη θάλασσα ήταν στη σειρά άνδρες, που στηρίζονταν σε κάτι ρωγμές που είχε η ‘γλύστρα’ και βοηθούσαν τους άνδρες να κατεβαίνουν στη θάλασσα για να μπουν στις βάρκες κι από κει στο υποβρύχιο και να φύγουν για τη Μέση Ανατολή.

Η σπηλιά ήταν δυτικότερα πολύ από τον Κέρκελο. Όσοι ήταν να φύγουν πήγαιναν σιγά-σιγά προς τη ‘γλύστρα’. (…)

Είχαμε πάει ο Ραπτόπουλος κι εγώ στο Αφρατί, όπου είχε φυτεμένα μουρέλα. Το βράδυ, 22 Φεβρουαρίου 1942, ήρθε μια ξαδέρφη του στην άκρη της Πλάκας, για να του δώσει μια κουβέρτα και να του πει να φύγει γιατί τον γυρεύουν οι Ιταλοί, αλλά εκείνος λέει: «Μια και ήρθα μέχρις εδώ, ας πάω στο σπίτι μου να δω είντα κάνουν τα κοπέλια μου». Δεν κοιμόταν ποτέ στο σπίτι του τα βράδια, για το φόβο μήπως τον συλλάβουν.

Ο Αλέξανδρος πήγε στο σπίτι του, αλλά εκεί τον περίμεναν, κρυμμένοι οι Ιταλοί και τον συνέλαβαν. Φεύγοντας δεν είπε τίποτε. Την επομένη ήρθαν στο σπίτι Ιταλοί και Γερμανοί κι έσκαβαν με λοστούς το σπίτι για να βρουν τα όπλα. Ο Ότο, ο Γερμανός, έψαχνε στο μπαούλο, αλλά φορούσε μια κουκούλα και σκύβοντας του ’πεσε το πιστόλι του στο μπαούλο και άρχισε να φωνάζει. Η Κατερίνη του ’πε: «σου ’πεσε από την κουκούλα».

Μετά από τη σύλληψη του Ραπτόπουλου, Γερμανοί που είχαν εγκατασταθεί στο σπίτι του στην Πλάκα, μια μέρα πήραν το μουλάρι του για να πάνε στο Μύρτο. Παρακάλεσε η Αταλάντη, να πάω και γω για να το πάρω και να το φέρω πίσω. Πήγα λοιπόν κι εγώ, κοιμήθηκα τη νύχτα σ’ ένα μουρέλο και το πρωί έφερα πίσω το μουλάρι. Όταν επέστρεψα στη Βιάννο μου είπαν για την εκτέλεση του Αλέξανδρου.

Δεν το περιμέναμε. Στο σπίτι ήταν πολύς κόσμος και ακούγονταν ένα μούγκρος. Έγιναν ύστερα τα μνημόσυνά του. Η Κατερίνη κουμάνταρε.

Ήταν δύσκολος καιρός για μένα που τον λάτρευα. Μου άφησε μεγάλο κενό. Αργότερα παντρεύτηκα την Κατερίνη και δώσαμε στους δυο γιους μας το όνομα του Αλέξανδρου και του γιου του, του Δημοσθένη. Ζει μέσα μου ακόμη ο Αλέξανδρος, όπως, νομίζω, και σε όσους είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν. Δε θυσιάστηκε τυχαία».