Η Μαρίνα σήμερα βρίσκεται στον κόσμο, όπου δεν έχει καθημερινές και σχόλες, εκεί που πάει η μουσική, όταν δεν την ακούμε πια. Στη μνήμη της δημοσιεύω μια συνέντευξη που μου είχε δώσει στις 13/01/2003 στην Εθνική Πινακοθήκη, όπου φαίνεται η αγάπη της για την Κρήτη και το όραμά της για την Εθνική Πινακοθήκη.
-Αγαπημένε μου Ζαχαρία, χαίρομαι πολύ που είμαι μαζί σου και μέσα από σένα με όλη την Κρήτη. Οι Κρητικοί ξέρουν ότι τους αγαπώ, ότι είμαι ένα κομμάτι από την κρητική γη και τους στέλνω τις πιο θερμές ευχές για τον καινούριο χρόνο. Να είναι καλά, να έχουμε υγεία, να έχουμε ειρήνη, γιατί τα σύννεφα που συσσωρεύονται στη Μέση Ανατολή ρίχνουν τον ίσκιο τους κι εδώ, στην Κρήτη μας. Να έχουμε λοιπόν ειρήνη και ευημερία.
-Κάποτε είχες πει το κρητικό τοπίο, Μαρίνα, ηθικό τοπίο. Γιατί;
-Γιατί είναι ένα τοπίο κεντημένο από τον ανθρώπινο μόχθο και χρησιμοποιώ τη μετοχή «κεντημένο» όχι τυχαία, γιατί πραγματικά μοιάζει σαν ένα τεράστιο τοιχοπάτημα, που με πάρα πολύ μεγάλη αρμονία, τάξη και ποικιλία οι διάφορες καλλιέργειες δημιουργούν ένα απέραντο ξόμπλι, ας πούμε. Αυτό λοιπόν δεν μπορεί παρά να είναι ηθικό τοπίο, μια και δεν μας το χάρισε η φύση έτσι, αλλά μας το χάρισε ο μόχθος των ανθρώπων και το μεράκι τους.
-Το ημερολόγιο του 2003 που έχω μπροστά μου είναι αφιερωμένο στο τοπίο, το ελληνικό τοπίο όμως γενικότερα. Υπάρχει διαφορά στο κρητικό τοπίο ή στο φως της Κρήτης απ’ της υπόλοιπης Ελλάδας; Είναι όμοια η Κρήτη; Είναι Ελλάδα; Είναι Ανατολή; Είναι Δύση; Τι είναι για σένα;
-Το ημερολόγιο μας λέγεται «Φως και Χρώμα Ελληνικό» και δεν είναι αποκλειστικά αφιερωμένο στο τοπίο. Γιατί με το φως και με το χρώμα μπορείς να ζωγραφίσεις κι ένα πρόσωπο. Και υπάρχουν πρόσωπα ζωγραφισμένα με πολύ φως, δηλαδή, με την σημειογραφία του φωτός, που είναι το χρώμα.
Με τη μετάφραση, δηλαδή του φωτός σε χρώμα. Το κρητικό τοπίο διαφέρει από το τοπίο της άλλης Ελλάδας, θα έλεγα ότι πλησιάζει περισσότερο στο τοπίο της Πελοποννήσου, που κι αυτό έχει ένα, σε πολλά μέρη τουλάχιστον, ηθικό χαρακτήρα. Θα έλεγα ότι ένα πράγμα που διακρίνει το κρητικό τοπίο είναι ότι εμείς, και θα οφείλεται αυτό βέβαια σε λόγους κοινωνικούς, οικονομικούς, πολιτικούς κλπ., δεν είχαμε ποτέ στην Κρήτη πολύ μεγάλες ιδιοκτησίες.
Δεν έχουμε, ας πούμε, απέραντα, όπως στη Θεσσαλία, χωράφια με μονοκαλλιέργεια, που δίνει μια μονοτονία στο τοπίο. Είχαμε μικρές ιδιοκτησίες, μικρούς κλήρους και καθένας επέλεγε και μια διαφορετική καλλιέργεια. Δηλαδή, αμπέλια γειτονεύουν με ελιές, με περιβόλια, με μποστάνια, έχουμε κυπαρίσσια στις όχθες των διαφόρων χωραφιών.
Κι αυτό δίνει μια πάρα πολύ πυκνή ποικιλία και χρωματική και σχηματική στο τοπίο μας. Έπειτα έχουμε αυτούς τους υπέροχους λόφους. Στο Ηράκλειο ιδιαίτερα έχουμε αυτά τα άσπρα χώματα, που νομίζει κανείς ότι είναι άσπρο φόντο στο οποίο απλώνεται αυτό το απέραντο κέντημα. Αυτό του δίνει μια ιδιαίτερη ομορφιά.
-Είσαι, όπως είπες 10-11 χρόνια στην Πινακοθήκη. Ποιες καινοτομίες έχουν γίνει; Τι αλλαγές έχουν γίνει; Τι ήταν η Πινακοθήκη και σ’ αυτά τα χρόνια τί θεωρείς ως έργο δικό σου;
-Δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι έρχεται και χτίζει στο πουθενά, ότι δεν υπάρχουν και δεν έχουν μπει τα θεμέλια γι’ αυτό που κάνεις. Γιατί άμα δεν υπάρχουν θεμέλια, δεν μπορείς να κάνεις και τίποτα. Βρήκα την Πινακοθήκη οργανωμένη, με πολύ καλό προσωπικό επιστημονικό. Νομίζω ότι αυτό που άλλαξε είναι η φιλοσοφία πιο πολύ. Και από τη φιλοσοφία ξεκινούνε όλες οι άλλες αλλαγές. Δηλαδή, η δική μου η άποψη, η πολιτική και στρατηγική άποψη, είναι η άποψη του ανοικτού Μουσείου.
Δηλαδή, εγώ πιστεύω ότι το Μουσείο δεν είναι ένας κλειστός οργανισμός, που φυλάσσει, συντηρεί, μελετά και εκθέτει έργα, αλλά είναι ένας οργανισμός που τα μελετά και τα δείχνει με τέτοιο τρόπο, ώστε να γίνεται ένα τεράστιο σχολείο, ένα μεγάλο σχολείο με ακαταμάχητα παιδαγωγικά όργανα για το κοινό. Λέω ακαταμάχητα παιδαγωγικά όργανα, γιατί η Τέχνη είναι ένα ακαταμάχητο παιδαγωγικό όργανο. Διότι διδάσκει με ευχάριστο τρόπο μέσα από τις αισθήσεις κι όχι με λόγια. Αυτό, λοιπόν, με οδήγησε, πρώτον να οργανώσω έτσι το Μουσείο και την εκθεσιακή πολιτική, ώστε να φέρει πάρα πολύ κόσμο και κατά δεύτερο λόγο, και οι εκθέσεις, αλλά ιδιαίτερα οι μόνιμες συλλογές να παρουσιάζονται μ’ ένα παιδαγωγικό τρόπο, που και πάλι είχε από πίσω μία άλλη φιλοσοφία.
Ποια ήταν αυτή η φιλοσοφία; Εγώ πιστεύω ότι κάθε Τέχνη, ιδιαίτερα όμως η νεοελληνική, είναι μια Τέχνη, η οποία δεν είναι αυτοσκοπός και δεν δημιουργήθηκε μόνο για αισθητικούς σκοπούς, αλλά είναι μια τέχνη που λειτουργούσε μέσα σε μια κοινωνία, εκπλήρωνε κάποιες συγκεκριμένες ανάγκες και άρα θα πρέπει να δείξεις πως συνωριμάζει και συνεξελίσσεται η ελληνική κοινωνία και η ελληνική Τέχνη παράλληλα.