Kαι τώρα;

Σε ποιον θα διαβάζω τις ιστορίες και τα παραμύθια μου τα βράδια;

Ποιος θα με διορθώνει, θα με ενθαρρύνει και θα ‘ναι πάντα εκεί;

Ποιος θα μου δείχνει τη λαχτάρα, τη χαρά, την ομορφιά στο βλέμμα και ας τα βλέπε όλα μέσα  από τα δικά μας μάτια, όπως έλεγες;

Αχ μάνα, αχ!

Μας σόκαρες πολύ με το φευγιό σου. Κανείς μας δεν το περίμενε, δεν είχες λόγο να χαθείς τόσο βιαστικά, σε μια στιγμή απ’ τη ζωή μας… Αθόρυβα, απρόσμενα, αναπάντεχα!

Ένιωσα, ξαφνικά, τη γη να φεύγει κάτω απ τα πόδια μου στο άκουσμα μιας τόσο σκληρής είδησης… Αυθόρμητα έπιασα το τηλέφωνο,  να σε πάρω, να σιγουρευτώ πως δεν μου έκαναν πλάκα… Κτύπησε πάρα πολλές φορές, όπως ήθελες, για να προλάβεις να το ακούσεις… Όμως δεν το άκουγες!

Κι έβρεχε, έβρεχε ασταμάτητα και δυνατά. Και δεν σταμάτησε ούτε για μια στιγμή όλες τις μέρες που η ψυχή σου προσπαθούσε να βρει κατευόδιο. Κι εμείς τα είχαμε χαμένα, προσπαθώντας να ασχοληθούμε με τα τυπικά, τα ζωντανά, τα… ανούσια!

Λένε όλοι:  «Ήταν πλήρης ημερών…» Χαρούμενη έζησε κι ευτυχισμένη τις τελευταίες ώρες. Όμορφη η στράτα της και στη ζωή και στο φευγιό. Όμως σ’ εμένα δεν  φεύγει εκείνος ο πόνος μπροστά από το στήθος. Κι όσο περνούν οι μέρες η απουσία σου μεγαλώνει, η θύμηση καρφώνεται συνέχεια στο μυαλό και την ψυχή. Να μην ξεχάσω, να μην ξεχάσουμε… τίποτα. Δεν θα φύγεις από κανέναν μας… ποτέ!

Ήθελες τόσο πολύ να σου διαβάζω το προηγούμενο βράδυ…

Για έρωτα μιλούσαμε, ένα άρθρο που σου΄χαν πει οι φιλενάδες σου πως ήταν στην εφημερίδα. Κι ύστερα ήθελες να διαβάζω, να διαβάζω συνέχεια, πρώτη φορά τόσο πολύ…Ίσαμε αργά.

Σαν να το ‘ξερες… Σαν να ‘θέλες  να πάρεις μαζί σου όλα όσα μαζί είχαμε «περπατήσει» τόσα χρόνια, τόσα βράδια. Για ταξίδια λέγαμε, για όνειρα, για τη χαρά που σου ‘χαμε δώσει την προηγούμενη μέρα… Και τώρα, τώρα απόλυτη σιωπή. Το τηλέφωνο βουβό, το σπίτι άδειο. Όλα ακούνητα στη θέση τους, όπως τα άφησες…

Αρχόντισσα, μάνα, σε όλη σου τη ζωή. Δυναμική, ακούραστη, ανατρεπτική.  Σπινθηροβόλο βλέμμα, αετίσιο και κίνηση αίλουρου. Έτσι σε γνώρισα. Με μια αρχοντιά μοναδική, με μια σκέψη πολύ προχωρημένη. Μου ΄χαν μιλήσει για σένα, όμως όσο σε γνώριζα τόσο σε θαύμαζα τόσο σε αγαπούσα όλο και πιο πολύ.

Η πρώτη κοινωνική λειτουργός στο Ηράκλειο την δεκαετία του ’50. Η δεύτερη γυναίκα που οδηγούσε και είχε δικό της αυτοκίνητο στην πόλη. Ένα Μόρις… απίθανο, όπως έλεγε ο γιος σου σ’ εμένα. Θυμάμαι την πίκρα σου και τη δύναμη της ψυχής, όταν αποφάσισες πως πια δεν θα οδηγούσες ξανά. Όταν δεν σε βοηθούσαν τα μάτια σου και δεν σκεφτόσουν τον εαυτό σου αλλά να μην προξενήσεις κακό σε κάποιον άλλο.

Πάνω από εκατό υιοθεσίες παιδιών  έγινες η αιτία να ευοδωθούν σε ολόκληρη την Ελλάδα. Με το γαϊδουράκι ανέβαινες τους κακοτράχαλους δρόμους της Μεσσαράς, πάνω στα βουνά, να σιγουρευτείς πού θα εμπιστευόσουνα εκείνα τα παιδιά… Παιδιά που μεγάλωσαν  σε θετές οικογένειες πια και που ήξερες ίσαμε τα βαθιά τους γεράματα την πορεία της ζωής  τους. Ακόμα μού λένε για σένα…

Και έζησες πολλά χρόνια μόνη. Στην αρρώστια και το φευγιό του αγαπημένου σου Βύρωνα, που «έφυγε» τόσο νωρίς, κατάφερες και κράτησες  όλη την επιχείρηση, το βιβλιοπωλείο μας μέχρι να μεγαλώσει ο Αλέκος σου. Ένα βιβλιοπωλείο που έμελλε να μείνει… ιστορικό, σαν όνομα, σαν πορεία, σαν τόπος συνάντησης απίστευτων και χιλιάδων ανθρώπων. Στα σκαλάκια, στην Πηγή του Βιβλίου, στα πάνω πατώματα αργότερα, όπως συνήθιζες να λες. Και πάντα εκεί, χωρίς μια λέξη λύπης, χωρίς καθόλου μιζέρια αλλά πάντα με το χαμόγελο, τη ζεστασιά, τη μη αναμενόμενη σκέψη και κουβέντα. Παντού μπροστάρισσα, παντού… εκεί. Σε όλους μας,  για όλα, και τα τελευταία χρόνια τα δύσκολα, που δεν μπορούσες πια να κατεβαίνεις στο μαγαζί, δεν άκουσα μια βαριά κουβέντα να φεύγει από τα χείλη σου.

Δεν σου αρέσαν οι αποχαιρετισμοί, ούτε τα στημένα και τετριμμένα. Όμως τα ‘χω χαμένα τούτες τις μέρες εγώ πια. Λένε  πως ο άνθρωπος έχει μόνο μία  μάνα, μοναδική, ανεπανάληπτη κ.λπ. Εγώ είχα την τύχη να ’χω δύο. Να μην ξεχωρίζω ποτέ την φυσική μου μητέρα από σένα κι έτσι με είχες κάνει να νιώθω κι εγώ, πως ήμουν κόρη σου.  Και τώρα που έφυγες εσύ δεν ξέρω  πως να φερθώ. Δεν με είχες προετοιμάσει για αυτό… Εμείς αστεία λέγαμ, την προηγούμενη μέρα και ιστορίες και παραμύθια.

Προσπαθώ να συνηθίσω, να πιστέψω, να καταλάβω πώς  έγινε και τόσο απότομα  μέσα σε μια στιγμή τέλειωσαν  όλα… Και δεν ήμουν εκεί, να σου κρατήσω μια ακόμα φορά το χέρι. Δεν πρόλαβα…

Με παρηγορεί όμως η σκέψη πως  εσύ πρόλαβες κι έζησες  τόσα πολλά, καλά, όμορφα κι άσχημα… Πρόλαβες και χάρηκες όσα η ζωή γράφει του καθενός, μόνο που δεν  έφτασε για  μας ο χρόνος σου… Πάντα θα σε θέλαμε εδώ!

Ήρθανε όλοι μάνα, αυτοί που στ’ αλήθεια σ’ αγαπούσανε. Ήρθε κι ο Βύρωνάς μας, αμίλητος μα πολύ δυνατός. Ξέρω την αδυναμία που του ‘χες. Μην ανησυχείς, όλα τα αγόρια σου θα τα προσέχω. Βουβός είναι ο πόνος τους, ολονών. Ξέρεις εσύ πώς μας μεγάλωσες, πόσες αξίες κι αρετές μάς δίδαξες…Όπως μου τα ορμήνευες θα είναι όλα…όσο ζω!

Όσο περνούν οι μέρες και συνειδητοποιούμε την απουσία, το κενό μεγαλώνει. Τ’ αφήσαμε όλα  όπως τα ‘χες μάνα στο σπίτι, όπως σε είχαμε συνηθίσει. Κι εκείνη την πολυθρόνα την αφήσαμε  δίπλα στην τηλεόραση με το πολύχρωμο πουγκί σου, να ακούς εκείνες τις εκπομπές που σε κάνανε να… ταξιδεύεις!

Την Κυριακή θα δείχνανε  το παραμύθι που σου διάβασα… Πόσο θα ΄θελα να μου πεις αν ήταν καλό, να με πάρεις τηλέφωνο και να ακούσω έστω μια λέξη!

Τώρα πια έγινες κι εσύ μια τεράστια φωτογραφία δίπλα μας. Χαμογελαστή, απλή, αρχόντισσα. Όπως  ήσουν σε ολόκληρη  τη ζωή, όπως λέγανε όλοι όσοι σε γνώρισαν.

Μια γυναίκα σπάνια, παλαιάς κοπής!

Καλοστραθιά σου, μάνα!

Να πεις του Γιάννη να σε προσέχει… Ξέρω πως μαζί  θα τα λέτε πια εκείνα τα παράξενα, τα προχωρημένα, εκεί πάνω…

Όσο για την υπόσχεση που σου ΄δωσα  για το Μεγάλο μας Κάστρο… Λίγο ακόμα έμεινε!

Η κόρη σου,

Ελένη Μπετεινάκη – Δοκιμάκη.

*Η Μαρίκα Δοκιμάκη «έφυγε» στα 92 της χρόνια, πλήρης ημερών, στις 16 Φεβρουαρίου 2019, το ξημέρωμα!