Πριν επικρατήσει ο Χριστιανισμός οι άνθρωποι πίστευαν και λάτρευαν ανθρωπόμορφους θεούς, τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου, με αδυναμίες ανθρώπινες, αλλά και φοβερή δύναμη και υπερεξουσίες. Τότε που γύρω στο 120-200 μ.Χ. έζησε και ο φίλος μου ο Λουκιανός (όχι ο Κηλαϊδόνης) ο μεγαλύτερος παραμυθάς, διδάσκαλος της ρητορικής, σοφιστής (σημερινός δικηγόρος), σατυρικός συγγραφέας και απέκτησε πλούτη και δόξα. Ήταν εύστροφο μυαλό και επιδέξιος τεχνίτης του Αττικού λόγου.

Είχα την τύχη να τον διδάξω στο Γυμνάσιο, πριν μπουν άλλες προτεραιότητες στα σχολεία, όπως έχω ξαναγράψει, γιατί τον πήρε και αυτόν η μπάλα και τον κατάργησαν. Κατάφερε να ξεπεράσει όλους τους τερατολόγους και παραδοξολόγους και έγινε ο καλύτερος σ’ αυτό το είδος. Πρώτος ταξίδεψε στο ουράνιο στερέωμα και στον πάτο της θάλασσας. Μετά από πολλά χρόνια, άλλες εποχές, τον μιμήθηκαν ο Βολταίρος και ο Ιούλιος Βερν. Είναι ανάγνωσμα ελαφρύ, διδαχτικό και προξενεί άφθονο γέλιο. Αγαπούσε τον άνθρωπο, θέλησε να τον φρονηματίσει, να τον εξυψώσει με βάση την αλήθεια.

Ευφυολογεί έξυπνα, χωρατεύει καλοκάγαθα και γελά αισιόδοξα. Δε βαφτίζει την αλήθεια σε ψέμα και το ψέμα σε αλήθεια. Τα’χε βάλει  με όλους τους προηγούμενους συγγραφείς, γιατί λέει, έλεγαν του κόσμου τις ψευτιές, και ζητούσαν να τους πιστέψουν, ενώ ο Λουκιανός δήλωνε ότι όσα γράφει είναι ψέματα και ζητούσε από τους ανθρώπους να μην τον πιστέψουν. Ακόμη και με τους ξεπεσμένους θεούς του Ολύμπου τα’χε βάλει.

Για κείνους που δεν έχουν ακούσει ή διαβάσει, ήταν Έλληνας στη Συρία. Αφού έμαθε τα πρώτα γράμματα, τον έστειλε λόγω φτώχειας ο πατέρας του τσιράκι γκάλφα στο θείο του, για  να μάθει την τέχνη της μαρμαρογλυπτικής. Την πρώτη κι όλας μέρα έσπασε ένα μάρμαρο, τον έδειρε ο θείος, τα παράτησε και έφυγε. Ταξίδεψε στη Μ. Ασία (Μίλητο, Έφεσο, Σμύρνη), στην Αθήνα, στην Κάτω Ιταλία και τελευταία στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.

Σε ένα έργο του “Τίμων ή μισάνθρωπος” πρωταγωνιστής ήταν ο Τίμων. Εκεί που σκάβει ο Τίμων στους πρόποδες του Υμηττού (βουνό της Αττικής) με μεροκάματο, ρακένδυτος και ντυμένος με προβιά, σηκώνει το βλέμμα του στον ουρανό, προσεύχεται και συγχρόνως διαμαρτύρεται: “Δία θεέ, φύλακα των όρκων, της φιλίας, της φιλοξενίας, βαρύβροντε, πού είναι η αστραπή σου, ο κεραυνός σου;

Κοιμάσαι, τζιμπλιάζεις, έχεις πιεί ναρκωτικό και δε βλέπεις, ούτε τους επίορκους, ούτε αυτούς που αδικούν και κάποια στιγμή θα σε πετάξουν από τον Όλυμπο; Και για να’ρθούμε και στα δικά μου: Πόσους δεν έκανα πλούσιους, πόσους δεν ευεργέτησα, όλα μου τα πλούτη τα σκόρπισα και έγινα φτωχός. Όλοι αυτοί με βλέπουν και κάνουν μεταβολή, σα να’μαι το κακό συναπάντημα”.

Ο Πλούταρχος αναφέρει, ότι ο Τίμων παρουσιάστηκε κάποτε στην εκκλησία του Δήμου (βουλή) και είπε: “Έχω ένα οικόπεδο και μέσα υπάρχει μια συκιά, απ’ όπου μέχρι τώρα πολλοί κρεμάστηκαν, επειδή αποφάσισα να χτίσω, πριν κόψω τη συκιά, θέλησα να το ανακοινώσω, για να σπεύσουν να κρεμαστούν, όσοι από σας θέλουν”.

Εκεί στον Όλυμπο κουβεντιάζουν ο Δίας με τον Ερμή (αγγελιοφόρο) και κοιτάζουν στην Αττική τον Τίμωνα. Και λέει ο Δίας στον Ερμή: “Ποιός είναι αυτός ο φλύαρος, ο θρασύς, ο βρωμιάρης που σκάβει στον Υμηττό και μας περιλούζει μ’ ένα σωρό ασεβή λόγια”; Και λέει ο Ερμής: “Δε θυμάσαι τον Τίμωνα, Δία πατέρα, που πολλές φορές μας είχε τραπεζώσει με πολυτελή γεύματα και πολλές θυσίες και ακόμα είναι η μυρωδιά στη μύτη μας; Και πώς κατάντησε έτσι”;

Λέει, “η συμπόνια, η ανθρωπιά και η καλωσύνη, έτσι ανοιχτοχέρης όπως ήταν, τον έφεραν σ’ αυτό το χάλι”. Δίας: “Μόλις επισκευάσω τον κεραυνό θα προσπαθήσω να τους βομβαρδίσω όλους τους απατεώνες, γιατί είναι και πολλοί”. Φωνή λαού, οργή θεού. “Φώναξέ μου τον Πλούτο (τον θεό των οικονομικών) και να κρατά και τα λεφτά”.

Έρχεται ο Πλούτος, λέει, “εγώ πατέρα Δία δεν πάω στον Τίμωνα, να τον κάνω πλούσιο γιατί με σκορπούσε πάντα και δεν μου’δινε σημασία”. Και απαντά ο Δίας. “Θα πάτε οπωσδήποτε και μην ξεχάσετε να περάσετε από την Αίτνα στην Ιταλία να μου φέρετε τους κύκλωπες να επιδιορθώσουν τον κεραυνό και να τον ακονίσουν”.

Φεύγουν λοιπόν ο Ερμής και ο Πλούτος από τον Όλυμπο και προσγειώνονται στην Αττική δίπλα στο χωράφι που σκάβει ο Τίμων. Βλέποντάς τους ο Τίμων, αν και τους γνώρισε, εξαγριώνεται και άρχισε να τους κυνηγά με τις πέτρες. “Όλους σας μισώ και θεούς και ανθρώπους”. Κατάφεραν να τον πείσουν  και έβαλαν το θησαυρό κάτω από την τσάπα του. Μόλις το μαθαίνουν οι κόλακες, οι δήθεν φίλοι του, καταφθάνουν ο ένας μετά τον άλλον και τους περιποιείται αναλόγως με πέτρες.

Πέθανε από γάγγραινα ο Τίμων, γιατί δεν ήθελε να τον δει γιατρός, θάφτηκε στο δρόμο Πειραιάς-Σούνιο. Την επιτύμβια επιγραφή λένε, ότι την έγραψε ο ίδιος: “Αφήνοντας μια κακομοιριασμένη ζωή, αναπαύομαι εδώ πέρα. Το όνομά μου δεν θα το μάθετε και να πάτε στο διάολο”.

Ουφ … Αν έχεις λεφτά, βάσανά σου, κι αν δεν έχεις, μοιρολόγια σου, στο τέλος γίνεται ο λογαριασμός.

 

* Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος καθηγητής