Και στις φετινές εκδηλώσεις της Βιάννου, όπου άναψε η πρώτη φλόγα της οργανωμένης Αντίστασης με την καταχωνιασμένη μέχρι πρότινος οργάνωση του Αλέξανδρου Ραπτόπουλου (ΚΕΕΕ), τιμήθηκαν τα 401 θύματα των ναζιστικών εγκλημάτων. Τιμήθηκαν από το επίσημο Κράτος και όσους με σεβασμό προσήλθαν στις εκδηλώσεις που οργάνωσαν τα παιδιά και τα εγγόνια των σκοτωμένων. Μαζί τιμήθηκαν, βέβαια, και όσοι έμειναν πίσω – κυρίως γυναικόπαιδα – και τράβηξαν τον ανήφορο της θυσίας και της συνείδησης του ηθικού χρέους. Και ανάστησαν τον τόπο με τον καθημερινό υπεράνθρωπο αγώνα τους.
Τον τόπο, που επί 50 χρόνια τιμωρήθηκε, αντί να τιμηθεί για την αντίσταση και τη θυσία, γιατί οι περισσότεροι κάτοικοί του εντάχθηκαν στο ΕΑΜ. Να θυμηθούμε πως ως το 1978 καμιά αναφορά ή εκδήλωση δεν έγινε για το Ολοκαύτωμα της Βιάννου, ενώ στις εγκυκλοπαίδειες ήταν γραμμένες μόλις πέντε λέξεις (Πάπυρος Λαρούς): «Κατά την γερμανικήν κατοχήν εδοκιμάσθη σκληρώς».
Οι εναπομείναντες κάτοικοι των επαρχιών Βιάννου και Δυτικής Ιεράπετρας στις μαρτυρικές συνθήκες του πένθους, του πόνου, της φτώχειας και της απόγνωσης, καθώς η ζωή τους σφυροκοπήθηκε άγρια, πήρε νέα μορφή. Αναδείχθηκαν ανώτεροι από τον εαυτό τους. Ο πόνος και ο μόχθος αντί να τους εξουθενώσει έγινε δύναμη ευεργετική και τους έδωσε ηθική αγνότητα, συνείδηση της αλήθειας των ναζιστικών εγκλημάτων και επίγνωση του χρέους τους.
Τα όσα επικά και τραγικά έζησαν μετά τη Σφαγή, ιδιαίτερα οι οικογένειες που ξεκληρίστηκαν, όπως η οικογένεια της Κυριακής Συγγελάκη με νεκρούς τον άνδρα της και τους τέσσερις γιους της και του Εμμανουήλ Δημητριανάκη με τους πέντε νεκρούς, είναι φοβερά. Ανυπόφορα για τις μανάδες που δούλεψαν τη γη, που φαμέγεψαν και ζητιάνεψαν. Για τα παιδιά που μπήκαν, μόλις πήραν βήμα, στην βιοπάλη και πολλά πρόκοψαν σε όλους τους τομείς, αλλά μέσα τους κουβάλησαν τις πληγές της αβίωτης ξεγνοιασιάς και της ασφάλειας – οξυγόνο για την παιδική ψυχή.
Στα παιδιά αυτά στάθηκε η σκέψη όλων μας εφέτος πάλι στις εκδηλώσεις της Βιάννου, καθώς είδαμε τις παιδικές ζωγραφιές πολλών σχολείων, τη βράβευση της βασανισμένης οικογένειας των Βερβελάκηδων για τα τρία παιδιά τους, που οι Γερμανοί βασάνισαν φριχτά στη Λυγιά, χωρίς εκείνα να τους μαρτυρήσουν τίποτε για το πού βρίσκονται οι γονείς τους και καθώς ακούσαμε τα ποιήματα του ποιητή Ανδρέα Ανδρουλιδάκη, από το ωραίο βιβλίο του, «Μνήμες Κατοχής – Ανοιχτές Πληγές στο Χρόνο».
Στα παιδιά αυτά όλων των βασανισμένων τόπων – τρυφερά θύματα της κόλασης του ναζισμού – σταθήκαμε, ακούγοντας και την επίσημη ομιλία, την Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου, του Αριστομένη Συγγελάκη, που ήταν έμβρυο στην κοιλιά της ηρωίδας μάνας του Κυριακής, όταν έπεφταν ανάμεσα στους 114 άνδρες του χωριού Αμιράς ο παππούς του, ο πατέρας του και οι τρεις θείοι του. Ήρθαν στο νου μας μαζί με τα παιδιά όλων των δολοφονημένων και οι απελθόντες αδελφοί του, ο επιχειρηματίας Χρύσανθος και ο πολυσπουδασμένος Γιάννης, που πέθανε πριν λίγους μήνες.
Μαζί με τα εγγόνια των σκοτωμένων, που σήμερα έχουν χρέος να τροφοδοτούν την ιστορική μνήμη, συμβολικός και πολυσήμαντος είναι και ο ρόλος του εγγονού και ανηψιού του, Αριστομένη Ιωάννου Συγγελάκη, που χρόνια τώρα ηγείται του αγώνα «για δικαιοσύνη και διεκδίκηση».
Μετά τις τιμητικές εκδηλώσεις της Κυριακής 10 Σεπτεμβρίου, έτρεξα στη φίλη και συνάδελφό μου Στέλλα Παπαδημητροπούλου – Σακαβέλη από τον Πεύκο, που χρόνια κοντά της ένιωσα πόσο σημαδεύτηκε η ζωή της από τις υλικές και συναισθηματικές ελλείψεις, που έφερε η εκτέλεση του πατέρα της κι ο μοναχικός αγώνας της μάνας της, η οποία, γεωργός, κτηνοτρόφος και αυτοδίδακτη μαμή, αγωνίστηκε για το ψωμάκι πρώτα και ύστερα για τις σπουδές των τριών ορφανών της. «Η μάνα μου ξεγεννούσε τις γυναίκες της περιοχής κι ύστερα έπλυνε τα ρούχα της γέννας για ένα πιάτο αλεύρι ή όσπρια, που θα μας συντηρούσαν στη ζωή».
Η φίλη μου η Στέλλα, η ευσυνείδητη και καλή φιλόλογος, που είχε πάντα μέσα της το φόβο, την ανασφάλεια και το παράπονο, μου έλεγε και μου λέει συχνά: «Δεν ξεπέρασα ποτέ τον τρόμο που ένιωθα, όταν μ’ έστελνε η μάνα μου να θυμιάσω το κασελάκι με τα κόκαλα του πατέρα μου. Δεν τολμούσα βέβαια να αρνηθώ, να μην το κάνω. Δεν ήθελα να τη στεναχωρήσω κι άλλο. Αν είχαμε τύχη, θα είχαμε τον πατέρα μας».
Η εγκληματική θηριωδία των χιτλερικών ήταν μπροστά μας και φέτος στην εικόνα των τριών βασανισμένων παιδιών της Λυγιάς, 15, 12 και 8 χρόνων, των εκατοντάδων παιδιών που πεινούσαν, κρύωναν, φοβόντουσαν και περπατώντας ξυπόλυτα και τουρτουρίζοντας πήγαιναν στο γυμνάσιο, των παιδιών των 300 ομήρων, των κλεισμένων στο γυμνάσιο της Βιάννου, που θρήνησαν τους γονείς τους ως τις 25 Σεπτεμβρίου, όταν απελευθερώθηκαν, κι εκείνων που παρακολουθούσαν την πυρπόληση των 10 χωριών της νεκρής ζώνης Βιάννου και Δυτικής Ιεράπετρας, που κατεδαφίστηκαν ένα μήνα μετά, στα μέσα του Οκτώβρη του 1943.Όμως πρέπει να πούμε πως τα παιδιά αυτής της βασανισμένης, τραγικής και ηρωικής περιοχής πήραν και το άλλο μήνυμα Δύναμης και Ζωής από τους εναπομείναντες. Ένα μήνυμα που τα έκανε γενναία: παρά τον πόνο, την πείνα, την προσφυγιά, πέντε μήνες μετά το Ολοκαύτωμά της η περιοχή αυτή δημιούργησε νέο αντάρτικο στα ίδια βουνά και λημέρια του παλιού της Δίκτης (Ιανουάριος – Σεπτέμβριος 1943), αντάρτικο που ανήκε αποκλειστικά στον ΕΛΑΣ. Το τροφοδότησε και το φρόντισε από το υστέρημά της επί οκτώ μήνες ως τον Οκτώβριο του 1944. Και πολέμησε στην Παναγιά, στο αεροδρόμιο του Καστελίου, στη Φορτέτσα και στο Μαραθίτη (11 Οκτωβρίου 1944).
Αυτό το σπουδαίο γεγονός, μαζί με την ομολογημένη από τους Γερμανούς ηρωική στάση των σκοτωμένων, δείχνει τον πατριωτισμό, το σθένος και το ήθος των επαρχιών Βιάννου και Δυτικής Ιεράπετρας. Γι’ αυτό αντλούμε από την ιστορία τους δυνάμεις, για να αντέχομε τις απάνθρωπες συνθήκες που επιβάλλει το αχόρταγο διεθνές κεφάλαιο, που δημιουργεί τις ανθρωπιστικές και οικονομικές κρίσεις, τους τοπιούς πολέμους και τα αβάσταχτα μνημόνια που μας τυραννούν. Αυτό εξάλλου δημιούργησε εν πολλοίς και τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον πόλεμο της μεγαλύτερης αγριότητας και της επιστημονικά οργανωμένης απανθρωπιάς.
Και τις στρατιές των αναρίθμητων τραγικών παιδιών.