Οι 16 ιστορίες του Δημήτρη Θεοδοσάκη (γέννημα της παιδικής και εφηβικής του ζωής στο χωριό του, το Χόνδρο της Βιάννου), προσωπογραφίες, περιγραφές και εικόνες ανθρώπων και φυσικών τοπίων, ενός κόσμου μακρινού και αλλιώτικου, πιο γνήσιου και πιο ανθρώπινου από αυτόν που ζούμε, ομόρφυνε τις τελευταίες μέρες των διακοπών μου, γεμίζοντάς με από τη νοσταλγία της πατρίδας και των δικών μου παιδικών χρόνων.

Κάποια απογεύματα, μάλιστα, βρέθηκα κοντά «στα μετόχια του γιαλού», όπου εξελίσσονται οι 16 ιστορίες του νέου βιβλίου του συγγραφέα Δημήτρη Θεοδοσάκη, για να βιώσω καλύτερα τις περιπέτειες, τις δυσκολίες, τις χαρές και τα βάσανα των ηρώων τους, αλλά και την προσήλωσή τους στις δοκιμασμένες αξίες, τα βαθιά τους συναισθήματα, τις στενές τους σχέσεις και το δυναμισμό του χαρακτήρα τους, μέσα από τις περιγραφές καταστάσεων και συναισθημάτων που δίνονται με εμβάθυνση, παρά το απλό ύφος.

Για να χαρώ την υπομονή και την επιμονή των ηρώων τους, τις αρετές των απλών και φτωχών ανθρώπων της εποχής εκείνης, τη φυσική τους καλοσύνη, την αμόλυντη από επιδράσεις αμφίβολης αξίας.

Όλα τα παραπάνω δίνονται στα κείμενα με τις ολοζώντανες περιγραφές και εικόνες, με όλους τους κειμενικούς δείκτες του πεζού λόγου, όπου ταιριάζει, και με το κρητικό ιδίωμα, στολισμένο με τους τοπικούς βιαννίτικους ιδιωματισμούς.

Ξεχνιέται ο αναγνώστης νοσταλγικά μέσα στη καθημερινότητα των ανθρώπων του μόχθου, της στέρησης, της αγραμματοσύνης, αλλά και των σταθερών αρχών, των αληθινών και πλούσιων συναισθημάτων, οι οποίοι χαίρονταν με τα ελάχιστα.

Η αγάπη του συγγραφέα προς τους ήρωές του και η κατανόηση των συνθηκών της ζωής τους είναι ολοφάνερη στην παρουσίαση και την ερμηνεία γεγονότων και στάσεων. Ένα κύμα γλυκύτητας και τρυφερής ανθρωπιάς πλημμυρίζει το κείμενο.

Ο αναγνώστης το βιώνει και το χαίρεται, όπως βιώνει και χαίρεται και τον ευαίσθητο, αισθαντικό, λαϊκό λόγο του κειμένου. Δυναμώνει με την αγωνιστικότητα των ανθρώπων που αντιστέκονται στις παντός είδους δυσκολίες της εποχής, τις οποίες ζούσαν και τα μικρά παιδιά δίπλα στους μεγάλους, χωρίς τις υπερπροστασίες και τις ψεύτικες εικόνες της ζωής, που κάνουν τα παιδιά της δοτικής και συγχρόνως στερητικής εποχής μας αδύναμα και ηττοπαθή.

Μέσα από τη ζωή των προσώπων αυτών παρουσιάζονται, συχνά με λεπτομέρειες, η εποχή και οι άνθρωποι, τα ιδανικά και τα κριτήριά τους, ο λαϊκός πολιτισμός σε όλους τους τομείς του: από τις ξεχασμένες ασχολίες που εξοβέλισε η μηχανή, ως τις παραδόσεις, τα ήθη, τα έθιμα, τα γλέντια, τις αποσπερίδες και τις καντάδες, την τέχνη, τους θεσμούς και τις αξίες.

Κυρίως η λαϊκή γλώσσα με τους βιαννίτικους ιδιωματισμούς, με λέξεις δυνατές, που οι περισσότεροι νέοι σήμερα δεν καταλαβαίνουν και που σιγά σιγά χάνονται, όπως: αντηλιαρίζω, τρατέρνω, κουρουπάρι, δίνει ο ήλιος κ.λπ.

Συχνά συναντούμε εγκιβωτισμένες βοηθητικές ιστορίες με τον αυθορμητισμό του προφορικού λόγου, μετά τις οποίες, διακριτικά και σύντομα, ο συγγραφέας ξαναδένει το νήμα. Συχνά, επίσης, χαίρεται τραγούδια ταιριαστά με την υπόθεση της ιστορίας, γνωμικά και παρατηρήματα, καθώς και τους κειμενικούς δείκτες του πεζού λόγου και υπέροχες φωτογραφίες προσώπων και τόπων. Όλα δημιουργούν ξεχωριστό ενδιαφέρον και ζωντάνια.

Από τις 16 ιστορίες του βιβλίου αναδύεται ο λαϊκός πολιτισμός ακμαίος.

Όσοι ζήσαμε αυτή την εποχή, την αναπολούμε και πονούμε για τις αλλαγές και τις απώλειες που έφερε ο ταχύτατος ιστορικός χρόνος της τεχνολογικής εποχής.

Αποθηκευμένα μέσα μας βιώματα ζητούν και πιέζουν να βγουν με κάποια μορφή.

Ο ανθεκτικός άνθρωπος της υπαίθρου της παιδικής ζωής του Δημήτρη Θεοδοσάκη, που βρίσκει ωραίες διεξόδους, δε χάνεται ποτέ και πολλές φορές ξαναγεννιέται από τις στάχτες του. Γιατί τον κρατούν οι στέρεες αξίες του.

Κυριαρχεί στην ψυχή μας και στη σκέψη μας για πολύ, κλείνοντας το 32ο βιβλίο του συγγραφέα, «Τα μετόχια του γιαλού».

Καλοτάξιδο…