Ο Αλκιβιάδης είναι ένας μεσήλικας εργένης Κρητικός που εργαζόταν σε μια βιοτεχνία στον Πειραιά. Η βιοτεχνία με την οικονομική κρίση έκλεισε και ο Αλκιβιάδης έμεινε άνεργος και ήρθε ξανά, μετά από χρόνια, στην Κρήτη, στο πατρικό του σπίτι. Φαίνεται ότι στον Πειραιά τελευταία υπέφερε πολύ. Στην παρέα, στο καφενεδάκι στα Λιοντάρια όπου πίνανε καφέ, μιλούσε αγανακτισμένος.
– Κοίτα πώς αυτοί που μας κυβερνούν κατάντησαν την Ελλάδα. Παλιοί και καινούργιοι. Οικονομική κρίση! Γέρασε και ο πληθυσμός της χώρας, σου λέει ο άλλος. Μερικοί δηλαδή για το ότι έχομε κρίση κατηγορούν τους γέρους που στοιβάχτηκαν ως συνταξιούχοι και δεν λένε να πεθάνουν.
Άλλοι κατηγορούν τους νέους που δεν κάνουν παιδιά. Εγώ κατηγορώ τους άχρηστους πολιτικούς. Πώς εγώ π. χ. μέσα σ’ αυτήν την δημόσια φτώχεια να δημιουργήσω οικογένεια; Η οικογένεια έχει έξοδα. Όμως εγώ, με την κρίση, ούτε τον εαυτό μου δεν καταφέρνω να συντηρήσω. Και δεν είμαι ούτε τεμπέλης ούτε χωρίς προσόντα ούτε άχρηστος.
Δουλειά θέλω. Φιλοδοξίες μεγάλες δεν έχω. Ήθελα μόνο να έχω το σπιτάκι μου και την δουλειά μου, από την οποία να κερδίζω κάτι, ώστε να μπορώ να τρώγω στο σπίτι μου με αξιοπρέπεια ένα πιάτο φαΐ, που εγώ το ετοίμασα, με τα δικά μου λεφτά, από το μεροκάματό μου…
Όχι να ζω με ψευτοεπιδόματα, που μας δίνει ένα φορομπηχτικό κράτος, και με συσσίτια για φτωχούς τα οποία παρέχουν οι φιλανθρωπικές οργανώσεις. Και να στέκομαι στην ουρά για το φαΐ, σαν ζητιάνος. Και να εξευτελίζομαι. Και οργίζομαι όταν με ρωτούν γιατί δεν παντρεύτηκα. Και απορώ πώς καθηγητές πανεπιστημίου, όπως ο Κατρούγκαλος, ο Γαβρόγλου, ο Ζουράρις (με –ι-), ο Κοτζιάς… δεν ντρέπονται και καταδέχονται να έχουν για αρχηγό τους και να χειροκροτούν έναν ανίκανο αρχιψεύταρο. Που το μόνο του χάρισμα είναι να ξεγελάει τον κόσμο με ψευτιές…
– Σσσσς! Μας ακούει ο κόσμος! Τον σκουντούσαν και του ψιθύριζαν οι άλλοι της παρέας.
Εγώ, προσποιούμενος ότι είχα επείγουσα δουλειά, σηκώθηκα και έφυγα. Εξάλλου περαστικός ήμουν και με κάλεσαν. Δεν πρόλαβαν ούτε να με κεράσουν.