«Σε μονοπάτι εδιάβαινα,
που μύριζε αμπέρι,
κι ονειρικά μου θύμιζε
τ’αλλοτινά μου μέρη.

Τα μέρη που γεννήθηκα
κι ένιωσα τη φιλία,
που έπαιξα και διάβασα
τα πρώτα μου βιβλία.

Εκεί που σκίρτησ’ η καρδιά
στου έρωτα τα ζάλα
απούχε κτύπους στην αρχή
σα τη χοντρή ψιχάλα.

Εκεί απού εμεγάλωνα
και άλλαζα τάξη-τάξη,
ήρθεν η ώρα να φανούν’ κείνα
ποΥ ‘χαν διδάξει,
δάσκαλοι και καθηγητές, γονείς
και κοινωνία,
που μου ‘χαν δώσει από ψυχής,
όλοι με αφθονία!

Πήγα σε μέρη όμορφα
μα ήταν για μένα ξένα,
κι άφησα μάνα κι αδερφούς
πρόσωπα αγαπημένα.

Μέρη απού μου δώσανε
κι αυτά την ομορφιά τους!
Χαρές και λύπες της ζωής
που έζησα κοντά τους!

Πέρασαν χρόνοι και καιροί
στης ξενιτιάς τα μέρη
Μα που ποτέ δε μύρισαν
τη μυρωδιά απ’ τ αμπέρι.

Μια νοσταλγία ένιωσα
στο διάβα του ονείρου
όπως περίπου γράφουνε
βιβλία του Ομήρου.

Κι απόψε ήρθαν στ’ όνειρο
όλα κείνα τα μέρη,
να μου θυμίσουνε ξανά
τη μυρωδιά απ’ τ’ αμπέρι.

Ξύπνησα και αισθάνθηκα τ
η μυρωδιά εκείνη,
κι έλιωσα και εχάθηκα στ’ ονείρου το καμίνι.