Τσιγκούνης είναι αυτός ο οποίος έχει χρήματα και όμως όχι μόνο δεν αγοράζει ακριβά πράγματα, αλλά στερείται και τα απλά, τα καθημερινά, τα αναγκαία.

Όταν βάζει το χέρι στην τσέπη, τα σκέφτεται και τα λυπάται σαν τα… χάνει! Καλύτερα να τα ‘χα στην τσέπη και ας μην ετρώγαμε τα… παγωτά! Και τι καταλάβαμε;

Ο άλλος όμως ο οποίος δεν αγοράζει τα μη απαραίτητα και τα ακριβά, αλλά δεν στερείται τα απαραίτητα, δεν σκορπάει αλόγιστα τα λεφτά, αλλά με σύνεση, κάνει καλή διαχείριση, δεν λυπάται. Αντιθέτως ευχαριστιέται ότι αγοράζει να τρώει, να διασκεδάζει να περνά καλά. Αυτός δεν λέγεται τσιγκούνης, αλλά μετρημένος, λογικός και οικονόμος.

Όταν καταναλώνεις αλόγιστα τα μη απαραίτητα, αργότερα θα… πουλάς τα απαραίτητα!

Ε, όσο για τον κουβαρντά δεν θέλει και πολλά παινάδια, διότι αργότερα μπορεί να πουλά και τα απαραίτητα.

Θέλετε τώρα να μάθετε τι λέγανε δυο γυναίκες για τους άνδρες που θέλανε να παντρευτούνε;

Ρωτάει λοιπόν η Περσεφόνη την Βροντούλα. Πως τονέ θες τον άνδρα που θα παντρευείς; Τονέ θέλω να είναι όμορφος με χιούμορ και πάνω απ’ όλα κουβαρντάς!

Άμα βρήκε τον άνδρα  αυτή τον κουβαρντά προπαντός τον παντρεύτηκε και αρχίσανε τα κουβαρνταλίκια.

Άνδρα μου ξέρεις τι θέλω; Ό,τι θέλεις αγάπη μου…

Θέλω να μου πάρεις μια γούνα σαν αυτή που φοράει η γειτόνισσα.

Ακριβή είναι όμως λίγο!

-Πόσο κάνει;

– Ε, κάνει 500 ευρώ.

-Δεν πειράζει, να τηνέ πάρεις.

Άνδρα μου είδα ένα φόρεμα στη βιτρίνα που δεν υπάρχει άλλο πιο ωραίο και θα μου πηγαίνει κιόλας… μα κάνει 300 ευρώ!

-Να το πάρεις… Για να μην τα πολυλογώ αφού τα ‘παιρνε με τόση ευκολία επήρε και τί δενε πήρε! Βραχιόλια, δαχτυλίδια, κολιέδες, αλλαγές στο σπίτι μέσα. Κάθε βράδυ εξόδους σε ταβέρνες, σε διασκεδάσεις, ζωή χαρισάμενη!

Δεν κράτησε πολύ η… Ντόλτσε βίτα, τα λεφτά όλο και λιγόστευαν, η τράπεζα σταμάτησε να δανείζει και δυστυχώς άρχισαν να πουλάνε τα μη απαραίτητα! Πρώτα απ’ όλα τα χρυσά στολίδια και με τα δόντια κρατούσαν το σπίτι! Η άλλη φίλη της η Περσεφόνη παντρεύτηκε με το ζόρι τον άνδρα που δεν ήτανε κουβαρντάς αν και ήθελε κι αυτή να ήτανε. Την πρώτη μέρα βγαίνουνε στις βιτρίνες για ψώνια. Αγάπη μου τι θέλεις ν’ αγοράσεις εσύ απ’ όλα αυτά τα ωραία που βλέπεις, της λέει ο άνδρας.

Να σου πω άνδρα μου, μ’ αρέσουνε όλα αυτά τα ακριβά σαν αυτά που αγόραζε η Βροντούλα, αλλά  εγώ θα πρέπει να περιοριστώ μέχρι εκεί που φτάνει το πορτοφόλι μας! Μπράβο αγάπη μου τώρα σ’ αγαπώ πιο πολύ! Εσύ άνδρα τι θέλεις να πάρεις, από τα φθηνά υποθέτω; Θα πάρω κάτι που μου κάνει ανάγκη τίποτα άλλο. Στο σπίτι τι θέλεις αγάπη μου (άρχισε να τον αγαπάει κι αυτή σιγά-σιγά). Να πάμε στην ταβέρνα που πήγαινε και η Βροντούλα ή να μαγειρέψω στο σπίτι;

Καλύτερα αγάπη μου στο σπίτι, να φάμε ένα ωραίο σπιτικό νόστιμο και υγιεινό φαγητό και μετά θα βγούμε ν’ απολαύσομε τα καφεδάκια μας σ’ένα πολύ ωραίο περιβάλλον. Συμφωνώ αγάπη μου. Έτσι με την αγάπη τους και μέχρι εκεί που έφτανε το πορτοφόλι τους περάσανε ευτυχισμένοι τη ζωή τους.

Είδατε τι είναι το σπουδαιότερο απ’ όλα; Η αγάπη και η συνεννόηση!