Ένα χαρακτηριστικό των ανθρώπων, αλλά κι όλων των έμβιων όντων, το οποίο πιθανότατα δε χρήζει ιδιαίτερης ανάλυσης, είναι ότι έχουμε επιθυμίες κι ανάγκες. Οι οποίες, όπως συνηθίζω πάντα να διευκρινίζω, δεν είναι ποτέ παράλογες ή λανθασμένες, αφού πάντα κάπου βασίζονται (όπου αυτό το «κάπου» συχνά μπορεί να είναι μια σκέψη παράλογη/λανθασμένη, η ίδια, αλλά αυτό αποτελεί ένα άλλο, μεγάλο, θέμα συζήτησης).

Σε κάθε περίπτωση, ένα βασικό ζήτημα, το οποίο βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τη μεγαλύτερη ανθρώπινη επιδίωξη, την ευτυχία, είναι η κάλυψη αυτών των αναγκών-η ικανοποίηση αυτών των επιθυμιών.

Μια βασική διακριτική ποιότητα κάποιων επιθυμιών-αναγκών, σε σχέση με άλλες, χωρίζοντάς τες σε δύο κατηγορίες, είναι το κατά πόσο η ικανοποίησή τους εξαρτάται, στο μεγαλύτερο βαθμό έστω, από εμάς ή εμπλέκονται κι άλλοι άνθρωποι. Το να βρούμε μια δουλειά, για παράδειγμα, είναι κάτι που είναι σε μεγάλο βαθμό στο χέρι μας.

Το να έχουμε όμως και μία ομαλή συνεργασία με τους συναδέλφους μας, εξαρτάται κατά το ήμισυ κι από εκείνους. Η πρώτη κατηγορία συνεπάγεται μεν μεγαλύτερη ευθύνη, αλλά είναι και πιο εύκολη, αφού μπορούμε να επηρεάσουμε τη μοίρα μας κυρίως εμείς οι ίδιοι.

Η δεύτερη είναι η δυσκολότερη, εξ’ ου και τα προβλήματα που αφορούν διαπροσωπικές σχέσεις αποτελούν ένα βασικό τύπο δυσκολιών των σημερινών ανθρώπων. Στην, πολύ συχνή, περίπτωση που ένας άνθρωπος, ο οποίος βρίσκεται στη ζωή μας, δεν μας δίνει όσα θέλουμε/έχουμε ανάγκη, υπάρχουν δύο ενδεχόμενα.

Το πρώτο είναι να μην ξέρει ποια είναι αυτά. Γενικά, οι άνθρωποι κάνουμε συχνά το λάθος να θεωρούμε αυτονόητο ότι αυτό που επιθυμούμε-χρειαζόμαστε εμείς είναι το ίδιο και για τους άλλους, άρα και ότι αυτοί το ξέρουν. Αυτό όμως, πολύ συχνά, δε συμβαίνει. Επομένως, είναι καλό να εκφράζουμε στους άλλους τις επιθυμίες μας, ακόμα και να τους τις εξηγούμε (γιατί είναι σημαντικό για μας το α, β πράγμα).

Αυτό, βέβαια, είναι κάτι που πρέπει να κάνουμε μια-δυο, το πολύ τρεις φορές. Αν κι έπειτα η συμπεριφορά του άλλου δεν αλλάξει, μπορούμε να συμπεράνουμε με μεγάλη ασφάλεια ότι πρόκειται για το δεύτερο ενδεχόμενο: δε θέλει/δεν μπορεί να μας δώσει ό,τι ζητάμε. Το δεύτερο, αυτό, ενδεχόμενο αποτελεί μια επίσης πολύ συχνή περίπτωση.

Και οφείλεται στις ατομικές διαφορές: κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, θέλει να κάνει άλλα πράγματα και τον εκφράζει ένας άλλος τρόπος ζωής. Αυτό είναι κάτι απολύτως φυσιολογικό και καθόλου κακό, εφόσον βέβαια δε βλάπτει άμεσα κάποιον άλλο. Το να επιζητά κάποιος άλλα πράγματα από ό,τι εμείς δε σημαίνει ούτε ότι είναι κακός/ανάξιος άνθρωπος, ούτε απαραίτητα ότι δεν μας αγαπάει/δε νοιάζεται για μας.

Αυτό που σημαίνει μονάχα, σίγουρα, είναι ότι δεν ταιριάζουμε και, κατ’ επέκταση, δεν μπορούμε να συμπορευτούμε-τουλάχιστον πολύ. Κατά συνέπεια, είναι πολύ σημαντικό, αν διαπιστώσουμε ότι θέλουμε διαφορετικά πράγματα από κάποιον-δεν ταιριάζουμε, ή αν εκείνος νιώθει έτσι, να το αποδεχτούμε.

Δε χρειάζεται και δεν είναι σωστό ούτε να προσπαθήσουμε να γίνουμε κάτι που δεν είμαστε για εκείνον, ούτε να το ζητήσουμε από αυτόν και να περιμένουμε να το κάνει. Και παράλληλα, ούτε και να συμβιβαζόμαστε με πρόσωπα και πράγματα που δεν μας ικανοποιούν.

Δεν εννοώ, προφανώς, να επιζητάμε το τέλειο και να μην κάνουμε κανένα συμβιβασμό.

Εννοώ, απλώς, να μην καταλήγει ο συμβιβασμός να είναι τελικά μεγαλύτερος από την ικανοποίηση που μας προσφέρει η σχέση με έναν άνθρωπο. Ειδικά όταν πρόκειται για σχέσεις που απαιτούν πολλούς πόρους (προσπάθεια, χρόνο, συναισθηματική επένδυση) για να συντηρηθούν αλλά και για να προχωρήσουν.

Τέτοιου είδους συμβιβασμοί και μας φθείρουν και μας αποτρέπουν τελικά από το να βρούμε κάτι άλλο, που θα μας ικανοποιούσε επαρκώς. Έχει, βέβαια, μεγάλη αξία, να εξετάσουμε και για ποιο λόγο οι άνθρωποι κάνουμε συχνά τέτοιους συμβιβασμούς. Οι λόγοι μπορούν να είναι διάφοροι.

Ένας βασικός είναι ότι έχουμε συναισθήματα για τον άλλο, ένας άλλος ότι πιστεύουμε στις δυνατότητές του, μα ο βασικότερος όλων είναι ο ενδόμυχος φόβος μας ότι δεν θα βρούμε κάτι καλύτερο.

Ένας φόβος λογικός, σε κάποιο βαθμό, αφού ο σημερινός τρόπος ζωής, η νοοτροπία των περισσότερων ανθρώπων και το γεγονός ότι έχουμε αποξενωθεί & απορροφηθεί στους «μικρόκοσμούς» μας, κάνει αρκετά δύσκολο να γνωρίσουμε ένα μεγάλο αριθμό άλλων ανθρώπων, προκειμένου να βρούμε κάποιους με τους οποίους ταιριάζουμε και μας ικανοποιούν περισσότερο.

Και, συνεπώς, να προσπαθούμε να καλύψουμε όλες μας τις ανάγκες με τους λίγους που έχουμε γνωρίσει, ακόμα και σε περιπτώσεις που βλέπουμε ότι δεν μπορούν/θέλουν να μας ικανοποιήσουν. Αυτό όμως, δυστυχώς, δεν μπορεί να δουλέψει, στις περισσότερες περιπτώσεις έστω.

Ο λόγος είναι ότι αν κάποιος δεν θέλει/μπορεί να δώσει κάτι, τότε οι πιθανότητες να αλλάξει αυτό είναι πολύ λίγες και ακόμα κι αν γίνει θα γίνει επειδή ο ίδιος θέλει να το κάνει και το θεωρεί σωστό κι όχι επειδή του το ζητάει κάποιος άλλος.

Επομένως, όταν υπάρχουν τόσα εκατομμύρια άνθρωποι εκεί έξω, μάλλον το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να ψάξουμε να βρούμε κάποιους με τους οποίους θα ταιριάζουμε κι οι οποίοι θα θέλουν & θα μπορούν να μας δώσουν αυτά που ζητάμε.

Όσο για τους υπόλοιπους, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να πάρουμε απόφαση ότι δεν είναι οι κατάλληλοι για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας (επαρκώς), όσο κι αν είναι σημαντικοί για μας-τους αγαπάμε, και είτε να πάρουμε απόσταση είτε, προτιμότερα κατ’ εμέ, να τους κρατήσουμε παίρνοντας μόνο όσα θέλουν & μπορούν εκείνοι να μας δώσουν κι όχι ζητώντας πεισματικά παραπάνω, που δεν πρόκειται, πιθανότατα, να πάρουμε ποτέ, με αποτέλεσμα να απογοητευόμαστε ξανά και ξανά.

Αυτά, τα παραπάνω, θα πρέπει να τα ζητήσουμε από άλλους. Είναι σημαντικό πάντα να έχουμε στο μυαλό μας δύο πράγματα.

Το κακό της υπόθεσης, ότι είναι εξαιρετικά πιθανό με ορισμένους να μην ταιριάζουμε, όσο κι αν τους αγαπάμε, και το καλό, ότι υπάρχουν τόσο πολλοί άνθρωποι που είναι νομοτελειακά σίγουρο ότι με κάποιους θα ταιριάζουμε-αρκεί να ψάξουμε να τους βρούμε.

Ο Γεώργιος Σφακιανάκης είναι ψυχολόγος – ψυχοθεραπευτής (κάτοχος πτυχίου Ψυχολογίας και μεταπτυχιακού τίτλου στη «Συνθετική Ψυχοθεραπεία & Συμβουλευτική»)