Πριν λίγα χρόνια ο Μοχός, σαν μια κωμόπολη που είναι, είχε την ωραιότερη πλατεία, με το αξιόλογο μουσείο και άλλα πολλά να στολίζουν το τοπίο. Επίσης είχε φιλήσυχους και φιλόξενους κατοίκους (αυτό το λένε όλοι οι τουρίστες που μας επισκέπτονται καθημερινά, μακάρι να έλεγαν το ίδιο για παντού. Χαρά σε μας!).

Ο Μοχός, λοιπόν, με τις δύο χιλιάδες κατοίκους που με τον τουρισμό του γίνονται πολύ περισσότεροι, είχε σχεδόν όλες τις υπηρεσίες, τις απαραίτητες για να εξυπηρετείται και να μην ταλαιπωρείται. Οι Μοχιανοί είχανε μια ποιότητα ζωής που τους έκανε ευχαριστημένους.

Τα τελευταία χρόνια όμως, σιγά – σιγά και σταθερά η ευτυχία χάνεται. Μας την παίρνουνε λίγη – λίγη!

Κάθε τόσο μας παίρνουνε κι από μια υπηρεσία! (Άσε που από την άλλη μας φορτώνουνε κι από μια… φορολογία μέχρι να μας εξοντώσουν εντελώς!).

Είχαμε αγρονομείο, μας το πήρανε, είχαμε σταθμό χωροφυλακής, μας τον πήρανε. Σήμερα κινδυνεύουνε τα παιδιά και τα εγγόνια μας να βγούνε έξω να παίξουνε από τα… αδέσποτα τροχοφόρα που αψηφούνε τον Κ.Ο.Κ. Κι όποιον πάρει ο Χάρος! Κάθε χωριό είναι μια παιδική χαρά. Φανταστείτε να τρέμουν οι γονείς και να μην αφήνουν τα παιδιά να παίξουν ελεύθερα και άφοβα σ’ αυτή την παιδική χαρά! Ασε τις κλεψιές κ.λπ.

Είχαμε τρεις δραγάτες. Εμειναν δύο, έμεινε ένας, έφυγε κι αυτός. Οι περιουσίες έγιναν βοσκοτόπια, γέμισαν από… κουδουνίστρες. Οι αρμόδιοι; Πιο εύκολα θα τους βρεις στον… Αρη.

Είχαμε κοινότητα. Κοντά – κοντά και βολικά. Ελεγες και τον… πόνο σου. Τώρα κάνεις έναν άνετο… περίπατο μέχρι τις Γούβες, κι όλα είναι μια χαρά. Είχαμε ιατρείο με δύο γιατρούς. Εφυγε ο ένας πέρυσι, διώξανε και τη νοσοκόμα, το πηγαίνανε για διάλυση. Ευτυχώς τους προλάβαμε στο… τσακ! Ξεσηκώθηκε το χωριό, αγρίεψε! Ηρθανε τα κανάλια, σωθήκαμε! Πήρανε τον παιδικό! Αυτόν δεν μπορέσαμε να τον σώσουμε.

Σήμερα πάλι άλλο κακό μας βρήκε. Επαιζαν οι καμπάνες όλες, καταλάβαμε ότι δεν παίζανε χαρμόσυνα και πράγματι. Μας παίρνουνε λέει και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο! Δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε. Μέχρι εκεί θα φτάσει η βαρβαρότητά τους; Κατεβαίνομε όλοι στην πλατεία αγριεμένοι, θυμωμένοι, οργισμένοι, μα πονεμένοι και απελπισμένοι για πολλαστή φορά. (Κινδυνεύομε να χάσομε την ψυχραιμία μας από τον πολύ θυμό και την οργή κάθε φορά!).

Πιστεύω αυτή τη φορά να το ξανασκεφτούμε λογικά, μιας και αλλάξουνε γνώμη. Καλό θα ήτανε να ‘ρχότανε εδώ να δούνε πόση πολύ δουλειά έχει αυτό το… μαγαζί, πόσο κόσμο εξυπηρετεί, πόσο χρειάζεται εδώ.

Ενας υπάλληλος δουλεύει και δεν προλαβαίνει, διότι εκτός τον Μοχό πηγαίνει και σε όλα τα χωριά της Λαγκάδας!

Στον Μοχό μόνο κάθε μέρα περιμένουνε στην ουρά μέσα και έξω και ευτυχώς που ο υπάλληλος είναι γρήγορος και προλαβαίνει. Δύο άλλοι δεν θα προλάβαιναν. Παλαιότερα να σκεφτείτε ήτανε τρεις καμιά φορά και τέσσερις για το ίδιο ακριβώς πόσο, για την ίδια δουλειά. Δεν τους φτάνουνε τα λουκέτα στον ιδιωτικό τομέα κάθε μέρα; Οσαμε που δεν βάζανε λουκέτο και στα κρατικά καλά πηγαίναμε!

Οσο για ανθρωπιά, για αλτρουϊσμό, αλληλεγγύη, τους περισσεύει!…