Ο πολιτικός λόγος είναι σύμφυτος με την υπερβολή και η πολιτική πράξη συχνά συνοδεύεται από αυταρχισμό, αφροσύνη και έλλειψη μέτρου. Δυστυχώς ο παρορμητισμός και η οργή κυριαρχούν και τα εγωιστικά συναισθήματα συνοδεύουν εκείνους που ανέρχονται σε υψηλές θέσεις, επιτυχία που παρερμηνεύουν ως έμπρακτη επιβεβαίωση των εντελώς προσωπικών τους ικανοτήτων. Είναι η μοίρα των ηγετών, που εκτρέφει αυλοκόλακες και καθιστά ανεπιθύμητη την κριτική, ακόμα και όταν είναι καλόπιστη.
Γι’ αυτό στο τέλος οδηγούνται οι κοινωνίες σε τραγωδίες. Τα παραδείγματα αφθονούν. Επιτρέψτε μου να καταφύγω στη λογοτεχνία, γιατί εκεί συναντούμε καταστάσεις που περιγράφουν πιο καθαρά και ζωντανά τα πράγματα απ’ ό,τι η Ιστορία. Ειδικά στην τραγωδία, όπου οι ήρωες αντιλαμβάνονται δυστυχώς την υπέρβαση των ορίων μόνο μετά την καταστροφή.
Η Αντιγόνη του Σοφοκλή και ο Ερωτόκριτος του Κορνάρου, δυο έργα ανόμοια και ως προς το περιεχόμενο και τη μορφή, αλλά και ως προς τις κοινωνικές τους αναφορές, ίσως μας διαφωτίσουν, αν εξεταστούν με βάση τη λειτουργία της φρόνησης, “του φρονείν” στην Αντιγόνη και “του λογισμού” στον Ερωτόκριτο.
Η περιπέτεια του Ερωτόκριτου από τις αρχές του 17ου αιώνα, που γράφεται, αποτελεί από μόνη της μια ενδιαφέρουσα περιήγηση. Αγαπήθηκε από τους απλούς ανθρώπους, επηρέασε το ποιητικό τους αισθητήριο και έδωσε διέξοδο στην ανάγκη έκφρασης του καημού και της χαράς τους. Λόγιοι, όμως, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής το θεώρησαν “εξάμβλωμα της ταλαιπώρου Ελλάδος” και ο Κάλβος αποδοκιμάζει “το μονότονο των Κρητικών Επών”.
Μετά από τις σύγχρονες έρευνες, ιδιαίτερα του Νίκου Παναγιωτάκη, γνωρίζουμε ακριβώς το δημιουργό του και με την κριτική έκδοση του Στυλιανού Αλεξίου είμαστε κοντά στη γραφή του ποιητή. Χάρη στους ίδιους έχουμε συνειδητοποιήσει την ποιητική αξία του έργου, που ανέδειξε και ο Γιώργος Σεφέρης. Ιδιαίτερα χρήσιμη για το έργο του Σοφοκλή είναι και η μελέτη του Τζωρτζ Στάινερ “Οι Αντιγόνες”.
Η επίδραση του Ερωτόκριτου στη νεοελληνική λογοτεχνία και γλώσσα είναι σημαντική. Για να εξαντλήσει σήμερα ένας μελετητής τη σχετική βιβλιογραφία θα χρειαζόταν πολύ χρόνο και μεγάλο κόπο. Ευκαιριακά και χωρίς την επάρκεια του ειδικού, έχω διαβάσει αρκετές μελέτες, ομολογώ όμως ότι η αγάπη μου για την ποίηση του Ερωτόκριτου οφείλεται περισσότερο στις διαχρονικές ακροάσεις του ποιήματος, όταν ήμουν παιδί, και στις μετέπειτα αναγνώσεις του έργου. Έχω χαρεί πολλές ώρες ομορφιάς συντροφιά με το κείμενο, που ομολογώ δεν μου έχουν δώσει πολλά άλλα έργα, που θεωρούνται κλασικά.
Στον στέρεο κόσμο του Κορνάρου ανταποκρίνεται μια γλώσσα που με σαφήνεια και δύναμη αποτυπώνει τα πράγματα. Μια γλώσσα, που, όσο τη χαίρεται κανείς, του δίδει την αίσθηση ότι κλείνουν τα χάσματα της ζωής και αποκαλύπτεται μια διαφορετική, μαγική εικόνα, που τρέφει και παρηγορεί. Άλλωστε, αυτή είναι η βάση της ποιητικής του Κορνάρου, αφού θεωρεί ότι “απού κατέχει να μιλεί με γνώση και με τρόπο κάνει και κλαίσι και γελούν τα μάτια των ανθρώπων”.
Εκείνο που διακρίνεται με την πρώτη ανάγνωση του έργου είναι η σταθερή πορεία από το πάθος, τον αγώνα, τα βάσανα και τον πόνο στη δικαίωση και την ευτυχία. Η επανάσταση κι ο έρωτας δικαιώνονται. Δυο παιδιά χαρισματικά γνωρίζουν τον έρωτα, αλλά τους χωρίζει μέγα χάσμα και οι απαγορεύσεις της κοινωνίας όπου ζουν καθιστούν ένα τέτοιο γάμο αδιανόητο, πράξη αφροσύνης και εγκληματικότητας. Εκείνη βασιλοπούλα, εκείνος δούλος της. Τον ερωτεύεται ως ποιητή, τραγουδιστή και ζωγράφο. Η Αρετή είναι ενθουσιασμένη με το τραγούδι του, φαντάζεται όμως πως ακριβώς γι’ αυτό ο τραγουδιστής είναι “ψηλού δεντρού κλωνάρι” (στ. Α 647-664 και Α 867-890). Η ομορφιά του τραγουδιού συνεπάγεται υψηλή κοινωνική θέση του τραγουδιστή:
Γιατί απ’ τα τραγούδια του κι απ’ της αντριάς τη χάρη
αυτός θε να ’ναι απαρθινά ψηλού δεντρού κλωνάρι
γιατί σ’ ανθρώπους χαμηλούς χάρες δεν κατοικούσι
πάντα στους μεγαλύτερους γυρεύγουσι να μπούσι
μέσα λέγει ο λογισμός πως τούτος ο αντρειωμένος
εισέ φωλιάν αρχοντική θε να ‘ναι αναθρεμμένος
και το δεντρόν οπού ‘καμεν ανθό έτσι μυρισμένο
σε τόπον άξο κι όμορφο το ‘χουσι φυτεμένο (στ. Α657-664)
Ενισχύεται η αγάπη της από την ομορφιά του και τρέμει η καρδιά της, όταν με την παλικαριά του αγωνίζεται κινδυνεύοντας. Όμως αυτή η παλικαριά είναι ο καταλύτης για να γίνει η υπέρβαση και ο ταπεινός δούλος να αξιωθεί τη βασιλοπούλα και το βασίλειο.
Οι επαναστάτες δικαιώνονται και ανατρέπουν την κατεστημένη τάξη. Ο έρωτας ως καταλύτης διαλύει τα εμπόδια και φαίνεται “ολόχαρη η αυγή” δείχνοντας τα “σημάδια της ξεφάντωσης”. Ένας νέος κόσμος γεννιέται και ο παλιός παραμερίζει για να περάσουν τα νέα παιδιά που ταύτισαν το γάμο από έρωτα με τη ζωή και το γάμο από υπολογισμό με το θάνατο. Πέτυχαν όμως τελικά, γιατί λειτούργησαν, ιδιαίτερα η Αρετή με φρόνηση, με επίγνωση των ορίων και του μέτρου.
Με σαφήνεια καθορίζονται επιτρεπτά όρια. Κρατούν μυστικό τον έρωτά τους, περιορίζονται σε κρυφοκοιτάγματα “εκρουφανατρανίζασι, κι εκρουφοσυντηρούσα” και περιμένουν “ο καιρός με γνώση” να φέρει εκείνο που ποθούν. Κινούνται οριακά, αλλά στη δράση τους σέβονται τα όρια και δε τα υπερβαίνουν.
Σ΄αυτή τη συμπεριφορά τούς ορμηνεύει η φύση. Αυτή είναι η πραγματική επανάσταση και των φυτών και των λουλουδιών αλλά και των ανθρώπων. Δεν καταστρέφουν, για να περάσουν πάνω από πτώματα, όπως συμβαίνει στην αρχαία τραγωδία, αλλά και στις τραγωδίες του Σαίξπηρ, όπου η κατάκτηση του θρόνου γίνεται από ήρωες βουτηγμένους στο αίμα. Ο Μάκβεθ και ο Ριχάρδος Β’ στάζουν αίμα. Οι λέξεις λογισμός, λογαριασμός και τα συνώνυμα ουσιαστικά και ρήματα, η επίκληση της φρόνησης, της φρονιμάδας, κυριαρχούν σε όλο το έργο.
Η Φροσύνη, η νένα της Αρετής, είναι “όνομα και πράγμα” εκείνη που αγωνίζεται να την συγκρατήσει από την καταστροφική της απόφαση. Η επιλογή της να ερωτευθεί έναν της “δουλευτή” είναι υπέρβαση κάθε μέτρου που ανατρέπει κάθε τάξη. Η Φροσύνη επιμένει (στ. Α 911-915) και η Αρετή αγωνίζεται ανάμεσα σε δύο “αντίδικα πράματα” (στ. Α 1645-1692). Προσδιορίζει όμως τα όρια και ενώ έχει με σταθερότητα επιλέξει να ακολουθήσει την καρδιά της, με υπομονή αναμένει τη μεταστροφή της τύχης , “του καιρού τ’ αλλάματα”, ώστε να μεταλλαχθεί η γνώμη των γονιών της και να πραγματοποιηθεί το όνειρό της, ο γάμος μ’ εκείνον που αγαπά.
Αντίστοιχα, τον Ερωτόκριτο αγωνίζεται ο πιστός του φίλος ο Πεζόστρατος να τον συνετίσει, να τον κάνει να σκεφτεί και να κρίνει λογικά, να φανεί φρόνιμος. Η προσπάθειά του, όμως, πέφτει στο κενό και μηδενίζεται από το “πίβουλο κοπέλι”, που έχει τοξέψει τον ήρωά μας με τραύμα που δεν επουλώνεται (Α165-370). Οι ήρωες, τα αθώα παιδιά, ακουμπούν τα όρια, αρνούνται την κατεστημένη κοινωνική τάξη και με τη δύναμη του έρωτά τους διαβρώνουν και λυγίζουν το απαγορευμένο, για να πανηγυρίσουν τελικά όπως και ολόκληρη η φύση (στ. Ε 767-797). Η ανδρεία του ήρωα λειτουργεί καταλυτικά και τον αναδεικνύει άξιο να παντρευτεί τη βασιλοπούλα και να γίνει βασιλιάς.
(Σχετικά με την Αντιγόνη, την επόμενη Δευτέρα)
* Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος