Του Γιάννη Μοσχονά
Με τον όρο «σκραπ», σύμφωνα με την Wikipedia, εννοούνται ανακυκλώσιμα υλικά, απόβλητα της βιομηχανικής παραγωγής και της κατανάλωσης, όπως τμήματα αυτοκινήτων, αεροσκαφών, οικοδομικά υλικά και άλλα. Η λέξη προέρχεται από την αρχαία σκανδιναβική γλώσσα (Skrapa) και η πρώτη γνωστή χρήση της μαρτυρείται τον 14ο αιώνα.
Αντίθετα από τα απορρίμματα, το σκραπ έχει οικονομική αξία και προσδιορίζει ειδικά μεταλλικά και άλλα μη μεταλλικά υλικά που μπορούν να ανακυκλωθούν.
Ο όρος «σκραπ» όμως προσδιόρισε τοπικά και το αίσιο τέλος της εξάμηνης απαγωγής του γνωστού Ηρακλειώτη επιχειρηματία, στη «φωλιά του Δράκου» όπου κρατείτο τελευταία και που δικαίως μονοπώλησε και εξακολουθεί να μονοπωλεί την τοπική και όχι μόνο επικαιρότητα.
Δεν ξέρω αν είναι σύμπτωση, αλλά η συγκεκριμένη λέξη, ως έννοια, εντελώς συνειρμικά αναδεικνύει κάποια κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, των υλικών που προσδιορίζει με τα «υλικά» της εγκληματικής δραστηριότητας που είναι γνωστή και ως «απαγωγή».
Απαγωγή είναι η δια της βίας αρπαγή και κατακράτηση κάποιου ατόμου, με συνήθη απώτερο σκοπό να εξαναγκασθεί το θύμα ή κάποιος τρίτος σε πράξη ή παράλειψη (π.χ. στη χορήγηση λύτρων στους απαγωγείς, στην αποκάλυψη μυστικών, σε προσωπικές, πολιτικές ή στρατιωτικές παραχωρήσεις κ.λ.π.).
Στην Ελλάδα η απαγωγή είναι κακούργημα που τιμωρείται με 5-20 χρόνια κάθειρξη, χωρίς να απαιτείται η ύπαρξη δόλου (γνώσης και βούλησης) του δράστη για κάποιο παράνομο όφελος.
Στην επιβαρυντική περίσταση που υπάρχει τέτοιος δόλος ή επιδιώκεται ένας περαιτέρω σκοπός, ο δράστης τιμωρείται με 10-20 χρόνια κάθειρξη και στην ιδιαιτέρως επιβαρυντική περίσταση που θύμα είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μέλος της Κυβέρνησης ή της Βουλής ή αρχηγός κόμματος, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη.
Η ελληνική νομοθεσία λοιπόν είναι ιδιαίτερα αυστηρή για το συγκεκριμένο κακούργημα, αλλά η εφαρμογή αυτής, με τις μεγάλες χρονικές καθυστερήσεις απονομής της δικαιοσύνης, αλλά και τα δικονομικά τερτίπια που εφευρίσκονται από τους συνήθεις καταξιωμένους νομικούς υπερασπιστές των κατηγορουμένων, καθιστούν τελικά μη αποτρεπτέα τη συγκεκριμένη εγκληματική δραστηριότητα.
Έτσι, παρατηρούμε την εν λόγω «δραστηριότητα» να ανακυκλώνεται στον ελλαδικό χώρο από το 1990 και μετά, από τα ίδια πάντα «ανακυκλώσιμα έμψυχα υλικά».
Φέρουν δε, δυστυχώς, τα «υλικά» αυτά πιστοποιητικά γνησιότητας με έντονα κρητικά χαρακτηριστικά.
Το κίνητρο των απαγωγέων σε όλες τις περιπτώσεις ήταν οικονομικό, αν και σχεδόν όλες οι υποθέσεις απαγωγής εξιχνιάστηκαν, με μοναδική εξαίρεση την περίπτωση της απαγωγής ενός επίσης γνωστού Ηρακλειώτη επιχειρηματία το 1996.
Μελετώντας και αναλύοντας το «κράμα» των απαγωγέων διαχρονικά στον τόπο μας, μπορούμε να συνθέσουμε έναν «περιοδικό πίνακα κακοποιών στοιχείων», με ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά.
Χρεοκοπημένοι επίδοξοι επιχειρηματίες της μέρας, αλλά κυρίως της «σκοτεινής νύχτας», απελπισμένοι-αποτυχημένοι επαγγελματίες που βρίσκονται μπροστά σε οικονομικά αδιέξοδα, σεσημασμένοι ποινικοί σαλταδόροι που μπαινοβγαίνουν σαν τους μουσαφίρηδες στις φυλακές, αλλά και περιφερειακοί παράγοντες, πέραν πάσης υποψίας ευυπόληπτοι πολίτες με καθαρό ποινικό μητρώο, εκκολαπτόμενοι όμως στην «τέχνη» της παρανομίας, ενώνουν τις δυνάμεις, την απληστία και την ματαιοδοξία τους, προς χάριν του κοινού τους σκοπού.
Να αποκτήσουν εύκολα και γρήγορα εκείνο που πιστεύουν οι ίδιοι ότι τους λείπει για να νοιώθουν σημαντικοί. Το χρήμα!
Η «επιχείρηση» δεν τους κοστίζει αφού το κόστος καταμερίζεται και το ρίσκο δεν τους φοβίζει ιδιαίτερα, αφού δεν έχουν και πολλά να χάσουν. Αρκετοί μάλιστα από αυτούς το έχουν τολμήσει ξανά κατά το παρελθόν και δεν έπαθαν τίποτα.
Πού όμως συμβαίνουν όλα αυτά; Μέσα σε μια κοινωνία που παρακολουθεί αμήχανα και παθητικά, όπως ακριβώς τις εκπομπές στην τηλεόραση. Είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, γείτονες, συγγενείς, φίλοι, κουμπάροι, σύντεκνοι, που ξέρουν τους πρωταγωνιστές κακοποιούς με τα μικρά τους ονόματα και κάθε φορά τους ακούμε να λένε ότι «πέφτουν από τα σύννεφα», όταν αποκαλύπτεται η εγκληματική τους δράση.
Στην περιοχή μας, δυστυχώς, υπάρχει μια τεράστια «δεξαμενή» που τροφοδοτεί το έγκλημα αυτού του είδους και αυτό δεν μας τιμάει καθόλου ως τόπο και ως κοινωνία. Ποιοί είναι όμως αυτοί οι άνθρωποι που «χτίζουν» την δική τους «εξέλιξη», γκρεμίζοντας τη δική μας περηφάνια και αξιοπρέπεια;
Είναι οι νταήδες που χρησιμοποιούνται ως «μπροστάρηδες» και θορυβώδεις «τελάληδες» από τους «Μαυρογιαλούρους» της πολιτικής στους προεκλογικούς τους αγώνες.
Είναι οι «γνωστοί-άγνωστοι σαματατζήδες πιστολέρο», που τους εξορκίζουν και τους αναθεματίζουν οι εκπρόσωποι των φορέων, αλλά που δεν τολμούν όμως ποτέ να τους κατονομάσουν.
Είναι οι παράνομοι «ψευτοπαλληκαράδες» τυχοδιώκτες, που τους καταδιώκουν διαρκώς οι θεσμοί, αλλά αδυνατούν να τους απομονώσουν και κυρίως να τους εξαφανίσουν.
Είναι τελικά όλα εκείνα τα «ανακυκλώσιμα εγκληματικά στοιχεία» που εμείς οι ίδιοι «προστατεύουμε» ερήμην μας, κυρίως με την ανοχή μας, επιτρέποντας να «επιχειρούν» ανάμεσά μας αδιαφορώντας είτε από φόβο είτε από απάθεια.
Όπως ακριβώς στο σκραπ συνθλίβουν τις λαμαρίνες των αυτοκινήτων προκειμένου να χρησιμεύσουν μελλοντικά ως εκμεταλλεύσιμα υλικά, έτσι και οι αρρωστημένοι κακοποιοί που εξειδικεύονται στις απαγωγές, συνθλίβουν χωρίς κανένα δισταγμό την ανθρώπινη ελευθερία και αξιοπρέπεια, για να καταλάβουν εύκολα και γρήγορα κάποιες περίοπτες θέσεις επιτυχημένων και καταξιωμένων στην κοινωνία των ανθρώπων, που έχει μάθει να θεοποιεί και να προσκυνά το χρήμα.
Μήπως όμως και η κοινωνία μας η ίδια δεν μοιάζει με ένα τεράστιο σκραπ, με ανακυκλώσιμα φθαρμένα αλλά και διεφθαρμένα «υλικά», «απόβλητα» ενός αποτυχημένου μοντέλου παραγωγής και ανάδειξης αξιών, που περιθωριοποιεί και απαξιώνει διαρκώς τον παράγοντα άνθρωπο;
* Ο Γιάννης Μοσχονάς είναι εκπαιδευτικός
[email protected]