Ο ήλιος βρίσκεται πάνω απ’ το Στρούμπουλα τούτο το ανοιξιάτικο Κυριακάτικο απόγευμα κι εγώ ανηφορίζω τα σκαλοπάτια του Μαρτινέγκο. Σιγά σιγά, χωρίς να βιάζομαι, ακροπατώ σε κάθε σκαλοπάτι. Σα να ζυγιάζομαι, σα να μελετώ τα βήματά μου. Η ώρα τούτη απαιτεί ευλάβεια! Πάω να προσκυνήσω (σ)τον τάφο του Μεγάλου Κρητικού Δασκάλου, που κείτεται μόνος του, πάνω στην κορυφή του λόφου.
Καλύτερα εκεί, σκέφτομαι, παρά να ήταν θαμμένος στον Άγιο Κωνσταντίνο. Ίσως χανόταν ανάμεσα στους πολλούς. Άραγε μόνος του δεν ήταν και στη ζωή του; Όπως όλοι μας άλλωστε, μόνοι μας δεν τη ζούμε τη ζωή μας; Μόνο που αυτός τα ’βαλε με όλα και με όλους. Με τους ανθρώπους, με τον κλήρο, με το Θεό, με τη θρησκεία και δε δίστασε να τα βάλει ακόμα και με τον κυριότερο – και γι’ αυτό δυσκολότερο – αντίπαλο, τον εαυτό του. Γιατί αυτός δεν είναι ο κυριότερος αντίπαλος στη ζωή μας, ο εαυτός μας; Απ’ όλα τ’ άλλα, απ’ όλους τους άλλους, μπορείς να απομακρυνθείς, να ξεφύγεις, να γλυτώσεις, απ’ τον εαυτό σου όμως, πώς;
Φτάνω στην κορυφή και τα μάτια μου αντικρίζουν το λιτό, απέριττο τάφο, με τον ξύλινο σταυρό και τον πιο γνωστό λόγο του Καζαντζάκη χαραγμένο στην τραχιά κρητικιά πέτρα, που ’χει αφεθεί σχεδόν ερωτικά στις ακτίνες του κρητικού ανοιξιάτικου ήλιου, σα θηλυκιά χαδιάρα γυναίκα στα χέρια πολυκάτεχου εραστή.
«Δεν ελπίζω τίποτα,
δεν φοβούμαι τίποτα,
είμαι λεύτερος»
φωνάζει η πέτρα!
Να μια απ’ τις πολλές διαστάσεις της ελευθερίας, σκέφτομαι. Μη ανθρώπινη όμως. Γιατί πόσο ανθρώπινο είναι το να μην ελπίζεις και το να μην φοβάσαι; Να λευτερωθείς απ’ τα (συν)αισθήματά σου, απ’ τα πάθη σου, τις αδυναμίες σου, τις ανάγκες σου, απ’ το δικαίωμα να πεις τρέμω, αγαπώ, πεινώ, φοβάμαι, κρυώνω, διψώ, θέλω, ελπίζω, επιθυμώ, μισώ, πόσο ανθρώπινο είναι; Να ξεχάσεις το κουτί της Πανδώρας, να μη νοιάζεσαι για τίποτα. Για το αν θα φας, αν θα ζήσεις, πώς θα ζήσεις, αν θα πεθάνεις, αν θα πας με γυναίκα, πώς θα αντιμετωπίσεις το θάνατο. Να λυτρωθείς σαν το Βούδα απ’ όλα τα επίγεια. Να σου φτάνει ένα σπυρί ρύζι την ημέρα και να προσπαθείς να το ξεχάσεις κι αυτό.
Ε, μα τότε πια δεν είσαι άνθρωπος, είσαι Θεός! Γιατί άνθρωπος σημαίνει αγαπώ, πεινώ, μισώ, φοβάμαι, κρυώνω, σκοτώνω, ελπίζω και κυρίως ΘΕΛΩ. Κι αφού θέλεις, δεν μπορείς να ’σαι λεύτερος. Είσαι σκλάβος και των αναγκών και των επιθυμιών σου. Όσο ανθρώπινο και να ’ναι αυτό. Απ’ αυτές οδηγείσαι κυρίως. Ενώ αν είσαι Θεός, δε νοιάζεσαι για όλα αυτά. Ασχολείσαι με τ’ άλλα, τα θεϊκά, όχι με τ’ ανθρώπινα.
Μακριά η εσωτερική διαδρομή που πρέπει να κάνεις για να φτάσεις εκεί. Να ξεπεράσεις τη φύση σου, να κάνεις το μεγάλο άλμα.
Αξίζει όμως; Και δε μιλάμε να λευτερωθείς πρόσκαιρα, υπό το καθεστώς των περιστάσεων. Δηλαδή να πας αγέρωχος στο θάνατο που σε οδηγεί ο συνάνθρωπος σου κατακτητής. Να γίνεις ο Κινέζος φοιτητής που σταμάτησε το τανκ στην πλατεία Τιεν-Αν-Μεν του Πεκίνου (Ιούνιος ’89), ή το να γίνεις “μάρτυρας” σαν τους χριστιανούς μπροστά στα λιοντάρια, ελπίζοντας (ίσως) και στην παρέμβαση του Θεού που πιστεύεις.
Μιλάμε για τον άνθρωπο που αποφασίζει μόνος του να λυτρωθεί απ’ τ’ ανθρώπινα, χωρίς να συντρέχουν όλες αυτές οι εξωτερικές καταστάσεις. Που η λύτρωσή του είναι “αποτέλεσμα” της δικής του εσωτερικής διεργασίας, της δικής του εσωτερικής αναζήτησης, της ελεύθερης βούλησης του. Του (αντι)παλέματος, της αναμέτρησης με τον εαυτό του.
Μεγάλε Κρητικέ Δάσκαλε, κάποτε βάλθηκα – στην πρώτη νιότη – να καταλάβω αυτό το λόγο σου και μετά να σου μοιάσω, “να φτάσω εκεί που δεν μπορώ”. Έπεσα κι έσπασα τις φτερούγες μου. Τα μαλλιά μου πέσανε, η όψη μου αγρίεψε. Απαρνήθηκα τη φύση μου και βρέθηκα σε αδιέξοδο. Από παντού κλεισμένος και φοβερά μόνος. Άνθρωπος δεν ήμουνα, Θεός δεν ήμουνα. Άραγε τι ήμουνα; Ήμουνα μόνος, σκληρός, πετσωμένος, χωρίς φίλους, χωρίς αισθήματα. Το μόνο που είχα ήταν μια μικρή, πολύ μικρή ελπίδα (γιατί ήμουνα νέος;) να ξαναγίνω άνθρωπος.
Και τελικά τα κατάφερα. Δεν ξέρω πως, ξέρω όμως ότι τελικά τα κατάφερα. Μεγάλε Κρητικέ Δάσκαλε, ευτυχώς δεν τα κατάφερα να σου μοιάσω. (Ο μαθητής ακολούθησε το δάσκαλο, αλλά όχι μόνο δεν τον ξεπέρασε αλλά ούτε καν τον έφτασε). Και πήρα αμετάκλητα (πιστεύω) την απόφαση να μην το ξαναπροσπαθήσω. Μου αρκεί που “ξανάγινα” άνθρωπος.
Και παρακαλώ κι εγώ, όπως κι εσύ, το Θεό “να μην δώσει στους ανθρώπους όσα μπορούν να σηκώσουν”. Μου αρκεί που είμαι άνθρωπος. Ούτε τίποτα περισσότερο ούτε τίποτα λιγότερο θα ’θελα να ’μαι. Και σ’ αγαπώ, έτσι όπως σ’ έπλασα εγώ μέσα απ’ τα βιβλία σου.
Σ’ ευχαριστώ γιατί μου ξεδιάλυνες πολλές απορίες μου και μου δημιούργησες άλλες (ο αιώνιος δρόμος της γνώσης), αλλά να ακολουθήσω το δρόμο που χάραξες, δεν το θέλω πια. Εξάλλου εσύ δε ζήτησες μαθητές.
Σήμερα Δάσκαλε, με καθαρά ανθρώπινα μέτρα, ελεύθερος άνθρωπος είναι αυτός που ξέρει τι θέλει, που ξέρει τι ζητά απ’ τη ζωή του και προσπαθεί να το πραγματώσει. Ελεύθερος άνθρωπος είναι αυτός που ανήκει μόνο στον εαυτό του. Γιατί άμα ανήκεις μόνο στον εαυτό σου, μπορείς να δίνεσαι όσο θες κι όπου θες, ακόμα και ολοκληρωτικά.
Και ελευθερία σημαίνει Δάσκαλε, (αυτό δα το ξέρεις καλύτερα από ’μένα), επανάσταση. Δε μπορεί να στη χαρίσει κανείς. Η ελευθερία κατακτιέται, δεν χαρίζεται. Δεν μπορώ να σου πω “γίνε ελεύθερος”.
Ελευθερία με προστακτικές δε γίνεται. Και θέλει, εκτός από “αρετή και τόλμη”, “γνώση και κρίση”, κυρίως. Πρέπει να ξέρεις να διαχειριστείς την ελευθερία σου. Γιατί ελευθερία σημαίνει δράση, κινητικότητα, δηλαδή ευθύνη! Κι όταν ο άνθρωπος είναι ελεύθερος “από μέσα του”, τίποτα δεν μπορεί να τον αλώσει, να τον κυριεύσει. Ούτε άνθρωπος, ούτε το χρήμα, ούτε οι ιδέες, ούτε πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικά συστήματα.
Σήμερα Δάσκαλε, ακόμα και οι σοφοί του κόσμου, αρχίζουν να δέχονται αυτή την άποψη. Ότι δηλαδή η ελευθερία του κάθε ανθρώπου είναι δική του, προσωπική, ατομική του υπόθεση. Κι ο κάθε άνθρωπος είναι προσωπικά υπεύθυνος για την ελευθερία του. Μετά θα ’ρθει η ελευθερία του συνόλου. Απ’ τους ελεύθερους ανθρώπους που θα αποτελούν το σύνολο, θα προκύψει η ελευθερία του συνόλου (απ’ το μερικό στο γενικό είναι ο δρόμος). Είναι κάτι το έσωθεν κι όχι το έξωθεν η ελευθερία. Είναι στο μπόι του κάθε ανθρώπου η ελευθερία. Κι είναι μέσα του.
Δάσκαλε σε χαιρετώ. Ο “φουσκοδενδρίτης” νοτιάς που φυσά τις τελευταίες μέρες, εξακολουθεί να θρέφει τα δέντρα, τα φυτά, τα ζώα και τους ανθρώπους της Κρήτης. (Τη λευτεριά όμως;) Θαρρώ πως θρέφει κι εσένα Δάσκαλε. Το πνεύμα σου, τα γραπτά σου, τα βιβλία σου, όλα αυτά που πρόλαβες να μας πεις και να μας αφήσεις σεβαστή κληρονομιά.
Κι αν πέθανε το σώμα σου Δάσκαλε, το πνεύμα σου δεν πέθανε. Γιατί το πνεύμα ούτε γερνά, ούτε πεθαίνει ποτέ. Κατακτά τους ανθρώπους και κατακτιέται απ’ αυτούς. Τους κυριεύει και το κυριεύουν.
Σ’ αφήνω Δάσκαλε, γεια σου. “Κοίτα μας” από ψηλά, απ’ τη δική σου “Κρητική Ματιά” απ’ το Μαρτινέγκο. Είναι ένας τόπος που σου ταιριάζει. Τελικά οι “παπάδες” χωρίς να το θέλουν και κυρίως χωρίς να το ξέρουν, έκαναν το θαύμα τους, έκαναν και κάτι σωστό.
Την ώρα που ο ήλιος τείνει να εξαφανιστεί πίσω απ’ το Στρούμπουλα, αρχίζω να κατηφορίζω τα σκαλοπάτια του Μαρτινέγκο, ξαλαφρωμένος απ’ όλα αυτά που κουβαλούσα μέσα μου τόσο καιρό και ήθελα να σου τα πω Δάσκαλε, να λαφρώσω, να ηρεμήσω. Δε σε πρόδωσα Δάσκαλε. Απλά δεν έχω τη δική σου παλικαριά, τη δική σου δύναμη, τη δική σου αντοχή, το δικό σου μπόι, το δικό σου μυαλό, για να σ’ ακολουθήσω. Εξάλλου Δάσκαλε, στο ξανάπα θαρρώ, εσύ δε ζήτησες μαθητές.
“Λυχνανάματα” τη λέγανε παλιά τούτη την ώρα στην Κρήτη. Τώρα τη χαρακτηρίζουμε με νούμερο, όχι με πράξη. Αλλά όχι, υπάρχει και η πράξη. Τα εξωτερικά φώτα του Ηρακλείου που ανάβουν όλα μαζί, σχεδόν ταυτόχρονα, μου υπενθυμίζουν ότι υπάρχει και η πράξη τούτη την ώρα. Μόνο που δεν υπάρχει κάποιο όνομα γι’ αυτήν.
Σημείωση: Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 1995 στην εφημερίδα “Νέα Απόπειρα” που εξέδιδε ο Σύλλογος Φοιτητών της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ.