Διάβασα πριν μερικές ημέρες ένα ποίημα του Κωνσταντίνου, μαθητή της Γ’ τάξης του δημοτικού σχολείου.
Το ποίημα αυτό κλήθηκαν να γράψουν τα παιδιά της τάξης ως άσκηση στο τετράδιο των εργασιών τους, κατά το πρότυπο ενός ποιήματος του βιβλίου τους.
Το παραθέτω:
“Το δωμάτιό μου”
Το δωμάτιό μου θέλω να ‘ναι μεγάλο, φωτεινό και λαμπερό.
Στο παράθυρο στην άκρη να κρέμονται τα κυάλια που αγαπώ.
Στο πάτωμα να είναι αστροναύτης πάνω στο χαλί, με το διαστημόπλοιο και το φεγγάρι που πάνω του περπατεί.
Οι τοίχοι να ‘ναι χρωματιστοί με μπλε, κίτρινο και άσπρο και το κρεβάτι φουσκωτό, για να μπορώ να χοροπηδώ.
Και να ‘χα 100 αυτοκινητάκια που να τα παίζω όλη μέρα”.
Μελετώντας με προσοχή τους στίχους αυτής της δημιουργίας θα οδηγηθούμε σίγουρα σε χρήσιμα συμπεράσματα σχετικά με τον ψυχισμό, τις επιθυμίες, τον τρόπο που αυτοπροσδιορίζεται, σκέφτεται και βλέπει τον κόσμο το παιδί αυτό των οκτώ ετών.
Θα ήταν πιστεύω πολύ χρήσιμο να προσπαθήσουμε να αναλύσουμε το περιεχόμενο και να αποκρυπτογραφήσουμε τα μηνύματα που κρύβονται μέσα στις γραμμές αυτής της εργασίας.
Δε θα ήθελα όμως να σας κουράσω με άχαρες ψυχολογικές αναλύσεις. Θα σταθώ όμως σε ένα σημείο που αφορά όλα τα παιδιά που ζουν στα αστικά κέντρα και αυτό είναι η έλλειψη ελευθερίας και κίνησης.
Μέσα από τους στίχους αυτού του ποιήματος συμπεραίνουμε ότι το παιδί αυτό νιώθει να συνθλίβεται μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού, άσχετα αν έχει ένα σωρό παιχνίδια στη διάθεσή του.
Τα παιχνίδια, όσο ευχάριστα και χρήσιμα και αν είναι, δεν μπορούν να αντικαταστήσουν αυτό που του δίνει η επαφή με τη φύση.
Η αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας, χωρίς τα βασανιστικά «μη», και η ευχαρίστηση που νιώθει τρέχοντας πίσω από μια πεταλούδα, από ένα πουλί που περπατεί, από ένα ζουζούνι, με το να κυλιστεί στα χώματα και στο χορτάρι, δε συγκρίνονται με τίποτε άλλο.
Θέλει να έχει τα κιάλια δίπλα στο παράθυρό του γιατί θέλει να φέρει κοντά του τον απόμακρο κόσμο, να τον ακουμπήσει, να τον νιώσει εντελώς δικό του, αφού η επαφή του με την εξοχή, με τη φύση, που τόσο λαχταρά κάθε παιδί, φαντάζει άπιαστο όνειρο.
Όσα παιχνίδια και αν έχει στη διάθεσή του δε θα του δώσουν τη χαρά, την ικανοποίηση, τη γνώση (γιατί την ώρα αυτή γίνεται ένας μικρός εξερευνητής), αλλά και τις εμπειρίες που του παρέχει το φυσικό περιβάλλον, με τη θάλασσα, τις ρεματιές, τα ζώα, τα φυτά, αλλά και την αρμονική εναλλαγή των χρωμάτων, τα οποία θέλει να μεταφέρει επίσης στο δωμάτιό του: «Οι τοίχοι να είναι χρωματιστοί με μπλε, κίτρινο και άσπρο».
Θαυμάζει τους αστροναύτες, γιατί μπορούν να σπάσουν τα δεσμά που τους δένουν με το γνώριμο και το οικείο, να ξεφύγουν από την ασφάλεια και τη σιγουριά του συνηθισμένου και να πετάξουν στο άγνωστο.
Θα έχετε, ασφαλώς, προσέξει ότι όταν ένα παιδί επιστρέφει από μια έξοδο, από μια επίσκεψη στο πάρκο ή την παιδική χαρά, να μη θέλει να μπει στο σπίτι, αλλά να τρέχει στους γύρω δρόμους, αρνούμενο να μπει μέσα, γιατί δε θέλει να επιστρέψει στη «φυλακή» του.
Αγαπητοί γονείς, η παιδική ηλικία είναι αναμφισβήτητα η ωραιότερη περίοδος της ζωής του ανθρώπου.
Ας αφήσουμε τα παιδιά να ζήσουν το όνειρο, ας τα αφήσουμε να χαίρονται τον κόσμο, έτσι ονειρικό, όμορφο, αγγελικά πλασμένο που τον φαντάζονται.
Έχουν καιρό μπροστά τους να ζήσουν την ωμή πραγματικότητα.
Αλήθεια, τι μυστήριο, τι μαγεία κρύβει η ψυχή, το μυαλό του παιδιού, ώστε μπορεί και παίρνει την ωμή πραγματικότητα και τη μετουσιώνει σε ιδέα, σε όνειρο!
* Ο κ. Γιάννης Αγγελάκης είναι συνταξιούχος δάσκαλος