«Τ’ αλλοτινά τα φώτα σαν θυμάσαι

Μη λυπάσαι

Η θάλασσα είναι κοντά.»

Αλέξ.Ίσαρης, «Οι τρεις σκιές»

 

«Εγώ που δεν έχω πουλιά φυλακισμένα σε κλουβιά

 (ένα κλουβί της μάνας μου σαπίζει στην αποθήκη)

  ξυπνάω καμιά φορά από ’να σιγανό κελάιδισμα».

Ε.Χ.Γονατάς, «Η κρύπτη»

 

Στην ενότητα «Αντιστίξεις» του καλού ζωγράφου Μανώλη Σαριδάκη κυριαρχούν δύο βασικά μοτίβα: πουλάκια μικρά μέσα σε πυκνά κλαδιά και λάμπες αιωρούμενες είτε πάνω από ήμερες γαλάζιες θάλασσες είτε ξεπροβάλλοντας απρόσμενα από πυκνά φυλλώματα.

Στην πραγματικότητα αυτό που κυριαρχεί είναι η ιδέα της αιώρησης, του ύψους και του ορίζοντα. Όλα τοποθετούνται ψηλά. Τα πουλιά κουρνιάζουν σε ψηλά κλαδιά, οι λάμπες φωτεινές αιωρούνται ελεύθερα μέσα από τα κλαδιά ή πάνω από γαλήνια θαλασσινά τοπία. Καμιά φορά ατέρμονα καλώδια – ή μήπως γραμμές σ’ ένα ουράνιο πεντάγραμμο – διασχίζουν την όψη της σύνθεσης υποχρεώνοντας το βλέμμα να ατενίζει σταθερά τον ουρανό.

Η αιώρηση όμως που μας επιβάλλεται είναι ανάλαφρη, παιγνιώδης, απελευθερωτική. Δεν είναι σκοτεινή και ιλιγγιώδης. Η ανθρώπινη κλίμακα υποτάσσεται στο μέγεθος της οικείας φύσης, μένει στις διαστάσεις της και τιθασεύεται ισορροπώντας ως μέρος του μεγάλου όλου. Προβάλλει ως αίτημα η δίψα για ουρανό, όπως λέει κι ο ποιητής, όχι το ανοίκειο και εξωφρενικό και απειλητικό μεγαλειώδες.

Όλες οι επιμέρους συνθέσεις που απαρτίζουν την ενότητα «Αντιστίξεις» μοιάζει να είναι ένας διάλογος με την εποχή: Στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα ο άνθρωπος φανερά καθυποταγμένος στην ταχύτητα, κυνηγά τη συνεχή πρόοδο σχεδόν εμμονικά, ξεχνώντας όλες του τις επιφυλάξεις και τις εσωτερικές του διερωτήσεις, παραβλέποντας την πεπερασμένη φύση του, το μέγεθός του. Κι όμως η ουσιαστική φροντίδα μας δε χρειάζεται να είναι άλλη παρά η εντολή του ποιητή:

 

 «…Κι όταν τα πόδια μας γυμνά

Στη μαύρη θάλασσα θα μπουν

Θα μας ρωτήσουν: Πέστε μας αγαπήσατε;

Κι εμείς θλιμμένοι όσο ποτέ

Με το κεφάλι μας σκυφτό

Με μάγουλα να καίνε 

Θα ψιθυρίσουμε

Ώ ναι, πολύ, πολύ ! …»

       Αλέξ. Ίσαρης «Μετά τη δύση»

 

Ο Μανώλης Σαριδάκης λοιπόν με τη ζωγραφική του αφήγηση αντιστέκεται στην απανθρωποποίηση της πραγματικότητας, διεκδικεί κραυγάζοντας γαλήνια το δικαίωμα στη βραδύτητα, δηλαδή στην εσωτερική σκέψη, και τοποθετείται με το έργο του στη μακριά σειρά των καλλιτεχνών που αγωνίζονται να κατακτήσουν την απλότητα, τη διαύγεια της ηχηρής σιωπής.

Μας λέει ο Μ. Σαριδάκης στο προλογικό του σημείωμα στον κατάλογο της έκθεσής του : «Με επεμβάσεις επάλληλες, ρυθμικές, διαφορετικές μεταξύ τους, η ζωγραφική αυτή ενότητα ενεργοποιεί το χρώμα με το ρυθμό, τη φόρμα με την απουσία, την τελευταία επαλληλία με τα υποστρώματά της, ώσπου να αποκαλυφθεί αιφνίδια το τέλος της ιστορίας, σαν πλοκή με πολλούς μίτους αφήγησης, διήγηση με πολλαπλές αναγνώσεις».

Κι αυτός ο σκληρός αγώνας μένει μυστικός και ανομολόγητος, όπως πρέπει. Δεν προτάσσεται, δεν αποκαλύπτεται στον επισκέπτη της εκθέσεως, στον δέκτη του έργου, όπως ακριβώς πρέπει. Εκείνος, αθώος και αμέριμνο, χαίρεται το θρόισμα των νυχτερινών φυλλωμάτων που συνομιλούν με το «μεγάλο κίτρινο αυτί» (Ε. Χ. Γονατάς, ό. π.), το φεγγάρι, ή τα πύρινα και χρυσά κλαδιά, πυκνά, που κρύβουν πάντοτε πουλάκια κι αυτά. Μαγνητίζεται από το βλέμμα αυτών των ταπεινών στρουθίων που μοιάζει να του γνέφουν, να τον καλούν σε ταξίδια αποκαλυπτικά.

«Σε λίγο πετούσαμε μαζί πάνω από κήπους με μηλιές, μουσκεμένες από την υγρασία. Το πουλί φλυαρούσε στ’ αυτί μου: «Η σπηλιά – σου έχω μιλήσει γι’ αυτήν τόσες φορές – δεν είναι μακριά» (Ε. Χ. Γ. ό. π.).

Και οι λάμπες του ζωγράφου. Το φως τους το κίτρινο, το εσπερινό, που μας οδηγεί πίσω, σε παλιές αυλές, σε εξοχικά καφενεία ξεχασμένων καλοκαιριών, σε μοναχικούς παραλιακούς δρόμους,  σε τόπους γλυκιάς αποσιώπησης όπου η αναπνοή ελευθερώνεται και το χαμόγελο χαράσσεται μόνο του στα χείλη υπακούοντας απλώς στην ανάμνηση και τη χαρούμενη επιβεβαίωση ότι τα ανθρωπιστικά αιτήματα της εναρμόνισης του ανθρώπου με το τοπίο του, της προβολής του ιστορικού όλου ουσιαστικά εντός μας,  δεν ξεχάστηκαν, δεν ξεθώριασαν. Είναι εδώ και στέκουν ενθαρρυντικά, και μας παρακινούν στον καλό αγώνα της αφαίρεσης: Να αρνηθούμε τα περιττά και τα πολύπλοκα, τα θορυβώδη και παραπλανητικά, να αφεθούμε στη γυμνή και γαλανή απλότητα του ρυθμού και του μέτρου.

Ο ζωγράφος μάς αφηγείται την κοπιώδη πορεία προς την ωραία, χαρούμενη, φτωχή, απελευθερωτική αφαίρεση. Καμιά φορά, γύρω απ’ την αιωρούμενη λάμπα του, σχηματίζεται μια διαφάνεια. Το φως οριοθετεί το χώρο; Μας κρατάει προστατευμένους μακριά από το ζόφο του σκότους; Ενισχύει το αίσθημα της ελαφρότητας, της εξαΰλωσης; Υπαινίσσεται μια άλλη διάσταση; Συνομιλεί τεχνοτροπικά με τους παλαιούς διδασκάλους της διαφάνειας φτάνοντας ακόμα και στο κατώφλι του αρχαίου Πολυγνώτου στον ωραίο 4ον αιώνα π. Χ., το μεγάλο αιώνα της ελληνικής ζωγραφικής;

Το σίγουρο είναι ότι ο Μανώλης Σαριδάκης με σταθερό χέρι και γελαστή ματιά, μέσα από τους δρόμους του «σοβαρού που προάγεται σε παιγνιώδες» (κατ/γος έκθεσης Μ. Σ.) μας οδηγεί σε μια καινούρια αναπνοή: φυσική, απλή, φωτεινή, ικανή να μας συνδέσει λυτρωτικά με τον εαυτό μας.

Κι εκεί που νομίσαμε ότι καταλάβαμε και κατακτήσαμε τους κώδικες και τα κλειδιά

 «Μικρά

θορυβώδη 

πουλιά

για λίγο στέκονται

πάνω στα ζήτα και τα δέλτα μου

τιτιβίζουν παρηχήσεις

κι ύστερα φεύγουν

φτερουγίζοντας

γι’ αλλού.

Άκου!

Τι, τι, τι θάρρησες, ποιητή;

Πως οι λέξεις σου θα ’τανε

ξώβεργες να μας πιάσουν;

Σπ. Κιοσσές «Κοίτα» από την ποιητ. συλλ. «Το κάτω κάτω της γραφής», μελάνι 2018.

Άλλωστε, το ξέρουμε πικρά ότι:

«Τώρα που φύγαν όλοι

Μόνος σου ταξιδεύεις στο κενό.»

    Αλεξ. Ίσαρης «Montsouris»

Κι η περιπέτεια, αυτή η σκληρή περιπέτεια, συνεχίζεται στο διηνεκές…

Τα αποσπάσματα από ποιήματα του Αλέξανδρου Ίσαρη περιλαμβάνονται στην   ποιητική συλλογή «Θα επιστρέφω φωτεινός»

εκδ. Άγρα, 2000.

 

Τα αποσπάσματα κειμένων του Ε. Χ. Γονατά περιλαμβάνονται  στη συλλογή κειμένων   «Η κρύπτη» εκδ. στιγμή 1991.