Ποιος μπορεί να αμφιβάλει ότι η ειρήνη είναι από τα μέγιστα επί γης αγαθά;  Λέει, βέβαια, ο Ηράκλειτος το περίφημο «πόλεμος πάντων μεν πατήρ ἐστι, πάντων δε βασιλεύς», αλλά δεν εννοεί την ένοπλη σύγκρουση αλλά γενικά τη διαμάχη, την αντιπαλότητα.

«Με την έννοια αυτή», κατά τον Ηράκλειτο, «ο πόλεμος είναι ο δημιουργός (πατήρ) αλλά και ο κυβερνήτης (βασιλεύς) όλων των όντων και των φαινομένων του κόσμου» (Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Ηράκλειτος, Άπαντα, Κάκτος, σ. 173). Αυτή η διαμάχη και η αντιπαλότητα είναι, θα έλεγε κανείς, εγγενές στοιχείο στο φυσικό κόσμο, όπου υπάρχουν τα «εναντία»: η μέρα και η νύχτα, το πάνω και το κάτω, το μαύρο και το άσπρο κλπ

. Το ίδιο  και στην κοινωνία, όπου υπάρχουν οι κοινωνικές τάξεις, οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι κλπ. αλλά και στο χώρο των ιδεών με τις πολλές αλληλοσυγκρουόμενες ιδέες. Αυτού του είδους ο «πόλεμος» λειτουργεί σαφώς ευεργετικά και ανανεωτικά για τις ιδέες και τις κοινωνίες, φτάνει να μη γίνεται αφορμή οι διαμάχες να καταλήγουν σε ένοπλες συγκρούσεις, δηλαδή σε κατάλυση της ειρήνης.

Αν τα παραπάνω είναι σωστά, τότε η ειρήνη είναι δυσεπίτευκτη, επειδή η αντιπαλότητα που γεννούν οι διαφορές σε εθνικό, θρησκευτικό, κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο είναι διαρκώς παρούσα.

Επομένως, η ειρήνη ακροβατεί συνεχώς σε τεντωμένο σκοινί και οι διαμάχες είναι πολύ εύκολο να οδηγηθούν σε ένοπλες συγκρούσεις, όπως το έχει δείξει η ιστορία. Άρα η ειρήνη είναι ένα ανθρώπινο κατόρθωμα, καθώς οι άνθρωποι καλούνται να υπερβούν και να παραμερίσουν ό,τι τους χωρίζει και να βρουν ένα ειρηνικό modus vivendi, πράγμα δύσκολα κατορθωτό, επειδή ο άνθρωπος αποδεικνύεται άπληστος και πλεονέκτης και, μόλις του δοθεί η ευκαιρία, προσπαθεί όχι να ζήσει ειρηνικά, αλλά να υποτάξει ή και να εξοντώσει τον συνάνθρωπό του.

Ο Θουκυδίδης, περιγράφοντας τις αγριότητες του εμφυλίου πολέμου στην Κέρκυρα, έγραψε ότι αυτές συμβαίνουν και θα συμβαίνουν, μέχρις ότου η ανθρώπινη φύση θα είναι η ίδια (Βιλ. 3,82).

Ωστόσο, η ειρήνη πρέπει να εξασφαλιστεί και άρα, κατά τη λογική του Θουκυδίδη, για να γίνει αυτό, πρέπει να αλλάξει, να μεταμορφωθεί η ανθρώπινη φύση, πράγμα που απαιτεί μια νέα δυνατότητα, ένα νέο τρόπο θεώρησης της ζωής και του κόσμου. Σκέφτομαι ότι ο αγγελικός ύμνος «και επί γης ειρήνη», που ακούστηκε τη νύχτα της γέννησης του Χριστού, αυτό ακριβώς εννοούσε: ότι, δηλαδή, ο Χριστός έφερε μια νέα δυνατότητα για την επίτευξη της ειρήνης. Όμως, γι’ αυτό θα μιλήσουμε στη συνέχεια.

Η ανθρώπινη ιστορία κατά βάση είναι ιστορία πολέμων. Ωστόσο, υπήρξαν πάντοτε άνθρωποι ή κινήματα ή εκδηλώσεις που απέβλεπαν στην ειρηνική συμβίωση των ανθρώπων. Άνθρωποι σαν τον Σωκράτη ή τους στωικούς ή τον κυνικό Διογένη ή σαν τους Πατέρες της Εκκλησίας ήταν κήρυκες της ειρήνης, ενώ εκδηλώσεις όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες ή τα Πύθια και τα Νέμεα, καθώς και οι συνασπισμοί και οι συμμαχίες κρατών στην ειρήνη αποσκοπούσαν.

Παρ’ όλα αυτά, οι πόλεμοι όχι μόνο δεν έλειψαν ποτέ αλλά και γινόντουσαν όλο και πιο άγριοι και καταστροφικοί (λόγω και της μεγάλης καταστροφικής δύναμης των σύγχρονων όπλων), όπως το έδειξαν στον 20ό αιώνα οι δυο παγκόσμιοι πόλεμοι, ο πόλεμος της Κορέας και του Βιετνάμ, ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία και τώρα ο πόλεμος στη Συρία, για να μείνω στους πιο αιματηρούς.

Οι άνθρωποι, λοιπόν, θέλουμε την ειρήνη, γιατί γνωρίζουμε ότι ο πόλεμος θέτει εν αμφιβόλω τα πάντα, αναποδογυρίζει τις ζωές μας, καταστρέφει ό,τι χτίστηκε με κόπο και αγώνα, σκορπάει το θάνατο και την ερήμωση. Όμως, εδώ θα πρέπει να προσεχτεί κάτι σημαντικό. Η επιδίωξη της ειρήνης, ενώ φαίνεται αυτοσκοπός, δεν είναι. Διότι δεν μπορεί π.χ. να θέλουμε την ειρήνη ξεπουλώντας την ελευθερία μας. Και ο Χίτλερ θα ήθελε πιθανόν να δημιουργήσει ένα κόσμο ειρήνης, όπως εκείνος τον σχεδίαζε στα κλειστά δωμάτια της καγκελαρίας του με τους διεστραμμένους συμβούλους του.

Αλλά ήθελε να επιβάλει την ειρήνη με τους δικούς του όρους, εξαλείφοντας δηλαδή κάθε έννοια ελευθερίας και ανθρωπιάς από τις κοινωνίες και τις καρδιές των ανθρώπων και μεταβάλλοντας τους σε ανδράποδα, χωρίς θέληση, χωρίς σκέψη, χωρίς συνείδηση. Και το Κοράνι μιλάει για ειρήνη, εννοώντας όμως υποταγή των αλλοπίστων. Μπορεί άραγε κανείς να δεχτεί ειρήνη με τέτοιους όρους;

Προφανώς όχι. Γι’ αυτό εμείς οι Έλληνες επαναστατήσαμε το 1821 ενάντια στην «ειρήνη» που ήθελε το ντοβλέτι και αντισταθήκαμε στη Γερμανοϊταλική κατοχή, με στόχο πάντοτε την ελευθερία και την ανεξαρτησία της πατρίδας μας. Σημαντική, λοιπόν, η ειρήνη, ακόμα πιο σημαντική, όμως, η ελευθερία και η ανθρωπιά.

Πώς διασφαλίζεται, όμως, η ειρήνη, δηλαδή πώς αποφεύγεται ο πόλεμος μεταξύ των κρατών; Θα πει κανείς ότι ο πόλεμος αποφεύγεται και η ειρήνη εξασφαλίζεται, όταν τα κράτη δεν λειτουργούν ιμπεριαλιστικά και αρπακτικά, όταν σέβονται τους διεθνείς κανόνες και τις συνθήκες, όταν χρησιμοποιούν το διάλογο για την επίλυση των διαφορών τους.

Επειδή, όμως, δεν είναι λίγες οι φορές που οι διαφορές μεταξύ των κρατών έχουν ρίζες ιστορικές, η ειρήνη μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο στη βάση της ιστορικής αλήθειας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για μας τους Έλληνες είναι οι σχέσεις μας με την Τουρκία και τα Σκόπια. Είδαμε πώς διαστρέβλωσαν την ιστορία οι «Βορειομακεδόνες», προκειμένου να τη χρησιμοποιήσουν ως δικαιολογία και όχημα αλυτρωτισμού. Υπάρχουν άνθρωποι σήμερα στην πατρίδα μας που λένε: «Εμένα με ενδιαφέρει η ειρήνη.

Δεν με νοιάζει πώς θα λέγονται και τι θα κάνουν με την ιστορία οι βόρειοι γείτονές μας». Αυτό, αν δεν δηλώνει αφελληνισμό, είναι τουλάχιστον αφελές, επειδή τα πράγματα μεταβάλλονται διαρκώς. «Πόλεμος πάντων πατήρ» είπαμε στην αρχή του κειμένου.

Που σημαίνει ότι οι αντιπαλότητες υπάρχουν και θα υπάρχουν. Κανείς δεν γνωρίζει πώς θα είναι τα πράγματα στο μέλλον κι αυτό που σήμερα φαντάζει ως ειρήνη, μπορεί να κρύβει μέσα του το σπέρμα του πολέμου. Γι’ αυτό οι συμφωνίες δεν μπορεί να είναι «αχταρμάς»: λίγο δίνω, λίγο παίρνω, έτσι για να επιτευχθεί στην προκρούστεια κλίνη μια μορφή ειρήνης.

Στην περίπτωση της «Βόρειας Mακεδονίας», όπως αποκαλείται βάσει της μη επικυρωθείσας εισέτι συμφωνίας η πρώην FYROM, η ειρήνη προϋποθέτει σαφή γνώση και παραδοχή της ιστορικής αλήθειας για το έθνος και τη γλώσσα, τα στοιχεία δηλαδή που συνιστούν την ταυτότητα ενός λαού, πράγμα που καθόλου δεν λήφθηκε υπόψιν. Κι ούτε είναι εχέγγυο για την ειρήνη το γεγονός ότι η συμφωνία επιτεύχθηκε κάτω από την πίεση τρίτου παράγοντα (ΝΑΤΟ). Το αντίθετο μάλιστα θα έλεγε κανείς.

«Και επί γης ειρήνη». Αγγελικός ύμνος, αίτημα αιώνων πανανθρώπινο, που δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί. Ο Χριστός έδειξε πως η απόλυτη προϋπόθεση της ειρήνης είναι η αγάπη, δηλαδή η υπέρβαση του εγωισμού σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, αυτού που βρίσκεται στη βάση της απληστίας και της πλεονεξίας ατόμων και κρατών. Τελικά η αγάπη είναι η μεταμόρφωση και η καλή αλλοίωση  της ανθρώπινης φύσης, που δεν την γνώριζε ο μεγάλος Θουκυδίδης. Η αναζήτηση, δηλαδή, της ειρήνης σημαίνει τελικά αναζήτηση της αγάπης. Δυστυχώς, βρισκόμαστε ακόμη στην αναζήτηση.