Την προπερασμένη Κυριακή το πρωί ταξίδευα από Ηράκλειο προς Ρέθυμνο. Μόνος μου στο αυτοκίνητο. Από τον παλιό δρόμο. Τον ΒΟΑΚ δεν τον θέλω. Είναι όμορφη αυτή η διαδρομή, ιδίως την άνοιξη. Λίγο πριν από την διακλάδωση προς Αλόιδες σταμάτησα σε μια παχιά σκιά, στην άκρη του δρόμου. Κατέβηκα να απολαύσω την φύση.

Ήταν ωραίο το τοπίο. Από το διπλανό αμπέλι, όπου μαζί με την γυναίκα του δούλευε, πετάχτηκε μπροστά μου ένας γέρος κοτσανάτος. Νόμισε ότι είχα σταματήσει, επειδή κάτι έπαθα. Και ήρθε να με βοηθήσει. Και πιάσαμε κουβέντα.

Του εξηγούσα ότι απλώς κατέβηκα, για να χαρώ λίγο την ομορφιά του τόπου. Κι εκείνος μου εξήγησε ότι έμενε στον Χώνο, χωριό εκεί κοντά.

Είχε περιουσία, αμπέλια, στην περιοχή, και ερχόντανε συχνά μαζί με την γυναίκα του, με το αγροτικό τους αυτοκίνητο, να δουλέψουν. Ήταν ομιλητικός.

-Ποιος οδηγεί; ρώτησα.

-Εγώ, μου απάντησε.

-Πόσων χρονών είσαι;

-Ενενήντα δύο.

-Δίπλωμα έχεις; τον ρώτησα με απορία.

-Όχι. Ποτέ μου δεν πήγα να πάρω δίπλωμα. Πρακτικά έμαθα να οδηγώ. Εδώ στο χωριό. Μου έδειξαν οι άλλοι…

-Παππού, είσαι ατακτούλης! Αυτό απαγορεύεται… του έκανα την παρατήρηση παίρνοντας ύφος αυστηρό.

-Μου θυμίζεις τον λοχαγό μου, πολύ παλιά, στην εκπαίδευση, απάντησε. Ήμουν τιμωρημένος στο μαγειρείο και καθάριζα πατάτες για το μεσημεριανό του λόχου.

Και μ’ έπιασε να ξύνω, πάνω απ΄ το παντελόνι μου, “τ’ αχαμνά” μου, όπως είπε. Ήταν Βορειοελλαδίτης.

Θύμωσε. “Είσαι ατακτούλης” μού ‘πε ειρωνικά στην αρχή, όπως του λόγου σου. Και ξαφνικά, με ύφος αυστηρό, ” Ρε, δεν ντρέπεσαι; Την ώρα που καθαρίζεις πατάτες για φαγητό… ” Και μού ΄βαλε για την επόμενη μέρα τιμωρία, που, όπως είπε, μου ταίριαζε, να καθαρίσω την “Καλλιόπη” του λόχου.

Ύστερα βρέθηκε ότι ήταν συγγενής με την γυναίκα μου (μικροί παντρευτήκαμε, την είχα γνωρίσει στην Θεσσαλονίκη), αλλά εκείνος δεν το έδειχνε καθόλου.

Αντίθετα, όλο τιμωρίες μού ‘βαζε. Σα να με κατάτρεχε… Γελάσαμε και οι δύο.

-Και το θυμάσαι ακόμα! Κι εγώ από την Θεσσαλονίκη κατάγομαι… Όμως εκείνη την στιγμή του φώναξε οργισμένη η γυναίκα του.

-Έλα! Την κουβέντα έπιασες; Σκυμμένη μέσα στις κληματαριές δεν φαινότανε.

-Διατάζει ο λοχαγός! μου είπε γελώντας ο παράξενα φλύαρος γέρος. Σ’ αφήνω… Και στην χειραψία μού έσφιξε το χέρι τόσο δυνατά, που πόνεσα. Κοτσανάτος γέρος, αλλά κοτσανάτη και η γριά του. Να σας πω την αλήθεια, τι ακριβώς εννοούσε με την παρομοίωση που ο γέρος έκανε, δεν το πολυκατάλαβα.

Μπήκα στο αυτοκίνητο και συνέχισα τον δρόμο προς την Δροσιά, το όμορφο χωριό

– παλαιότερα λεγόταν Γενί Γκαβέ

-να πιω έναν καφέ.