Χώρα μεταναστών υπήρξε πολλές φορές η πατρίδα μας. Δεν είναι και λίγες φορές που έδιωξε ή που συνεχίζει να διώχνει τα παιδιά της. Πολλές οι αιτίες και οι αφορμές αυτού του τραγικού, για μία χώρα, γεγονότος.

“Αλλοίμονο αν χάσουμε τους νέους μας, μη φύγουν οι νέοι από την πατρίδα μας, γιατί τότε θα είναι πραγματικά καταδικασμένη, χάνοντας τους νέους μας, χάνουμε τα πάντα” αυτά ήταν, συχνά, τα λόγια του υπεραιωνόβιου σοφού καθηγητή Εμμανουήλ Κριαρά για τους νέους ανθρώπους που εγκαταλείπουν ή μάλλον αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πατρίδα μας.

Πολλές περιοχές της πατρίδας μας, κυρίως τα παλιότερα χρόνια είχαν υποφέρει τόσο από τη φτώχεια, όσο και από το φαινόμενο της αναγκαστικής μετανάστευσης. Φυσικά ανάμεσα σ’ αυτούς τους πληθυσμούς, ξεχώριζψε ο πληθυσμός της άγονης Ηπείρου. Τόσοι και τόσοι ξακουστοί μαστόροι ξεκινούσαν από τα μαστροχώρια των βουνών της για να βρουν δουλειά και μία καλύτερη ζωή, γι’ αυτούς και για τις οικογένειές τους.

Ταξίδευαν μαζί με πολλούς άλλους για τόπους μακρινούς, έφταναν μέχρι τη σημερινή Ρουμανία και όπως έλεγαν: «ήθελαν να φύγουν μακριά, να εργαστούν, να  καζαντίσουν και να γυρίσουν στην πατρίδα τους με παράδες». Μαζί μ’ αυτούς τους μαστόρους ταξίδευαν και άλλοι ανειδίκευτοι, αλλά όχι λιγότερο τολμηροί. Αυτοί πήγαιναν στις μεγάλες πολιτίες, για να μάθουν την τέχνη του βοηθού και στη συνέχεια του φούρναρη. Σαν φουρνάρηδες σίγουρα θα πετύχαιναν, αφού ήσαν γεροί, ορεσίβιοι και η αντοχή τους ήταν μεγάλη στον κόπο και στο ξενύχτι, αλλά και σε άλλες δυσκολίες που παρουσιάζονταν στο επάγγελμα αυτό.

Προορισμός για αρκετούς ήταν η πόλη. Εκεί στους μεγάλους φούρνους της Κωνσταντινούπολης ζύμωναν μέρα νύχτα, ετοιμάζοντας το χάσικο και αφράτο ψωμί για τους άλλους, αλλά και οι ίδιοι χόρταιναν ψωμάκι. Σίγουρα, αυτό που τους έλειπε ειδικά στο χωριό τους και πολλές φορές μόνο στα παιδικά τους όνειρα το έβλεπαν. Ακόμα και σήμερα είναι γνωστή στην Ήπειρο μία πολύ παλιά ιστορία για τα μικρά παιδιά, όσα θα δούλευαν σε φούρνο.

Συνήθιζαν τότε οι μανάδες, αλλά και η ίδια η μαμή, πρώτη απ’ όλους και στη συνέχεια οι άλλες γυναίκες που ήταν συγγενείς με το μωράκι, να ζουλάνε το κεφαλάκι του, όταν φυσικά το μωρό ήταν μπέμπης.

Ήθελαν να διαμορφωθεί σε επίπεδο το κεφαλάκι του, να γίνει πλάκα, για να μπορεί μεγαλώνοντας, να στερεώσει εύκολα και αποτελεσματικά πάνω στο πλακουδερό κεφάλι του, τον μεγάλο ξύλινο δίσκο, τον ταβλά, όπως τον έλεγαν, με τα ωραία, τραγανά και ζεστά κουλούρια. Θα έβαζε λοιπόν πάνω στο κεφάλι του τον ταβλά με τα κουλούρια το δωδεκάχρονο αγόρι και θα γύριζε ασταμάτητα στα γειτονικά σοκάκια της πόλης με σκοπό να ξεπουλήσει τα κουλούρια του, τα σιμίτια όπως τα έλεγαν οι παλιότεροι.

Χωρίς να χάνει χρόνο λοιπόν διαλαλούσε το εμπόρευμά του, δυνατά και περήφανα, αισθανόμενο περίσσια σιγουριά: «Εδώ ο σιμιτζής, με τα καλά και νόστιμα σιμίτια». Και αν είχε και παραπάνω διάθεση και οι δουλειές του πήγαιναν καλά συνέχιζε: «Ένα φράγκο το κομμάτι να χορταίνουν δυό νομάτοι».

Ένα επάγγελμα προσοδοφόρο που σίγουρα το ονειρεύονταν για τα βρέφη τους οι φτωχές μανάδες της άγονης Ηπείρου αλλά και άλλων περιοχών. Κάθε μάνα, έχοντας πικρή πείρα από την αβάσταχτη και προαιώνια φτώχεια του  Ηπειρωτικού χωριού, ξεπερνούσε προκαταβολικά την πίκρα του χωρισμού και προσδοκούσε στο να βρει δουλειά το παιδί της. Η καρδιά της ένιωθε ήρεμη και ευχαριστημένη και σίγουρα θα καμάρωνε για το σιμιτζή γυιό της.

Μέσα της δεκαετίας του εξήντα στον Βόλο. Τέτοιες μέρες του Σεπτέμβρη μ’ έπαιρνε ο μακαρίτης ο πατέρας μου για να πάμε από το Λαύκο το χωριό μου στο Βόλο για να μου αγοράσει τα τετράδια και διάφορα άλλα σχολικά είδη. Τσάντα δεν παίρναμε κάθε χρόνο όπως γίνεται σήμερα.Μία τσάντα μου αγόρασαν στην πρώτη τάξη και άλλη μία στην Τετάρτη και μ’ αυτή έβγαλα το Δημοτικό. Ανάμεσα στα άλλα της πόλης, τα τόσο παρέξενα στα μάτια μου, έβλεπα και τους πιτσιρικάδες σιμιτζήδες!

Πολλές φορές ξυπόλυτοι να διαφημίζουν το εμπόρευμά τους: «Εδώ τα καλά σιμίτια, τραγανά και νόστιμα». Από τα χαράματα στο πόδι, προκειμένου να εξασφαλίσουν το μαροκάματό τους. Δύσκολα εκείνα τα χρόνια. Συχνά ο πατέρας μου με παρακινούσε και με προέτρεπε, πως πρέπει να μάθω γράμματα για να γίνω άνθρωπος, όπως χαρακτηριστικά έλεγε, λες και είχε να κάνει με κανένα γαϊδαρο. Εικόνες που τέτοιες μέρες ανασύρω στη σκέψη μου και στη μνήμη μου.

Και σιμιτζής στην πόλη
Συχνά “βλέπω” εκείνα τα ξυπόλυτα παιδάκια με την άσπρη μπλούζα και την πονεμένη έκφραση του προσώπου τους, να πουλάνε κουλούρια, να κάνουν κάμποσα χιλιόμετρα, προσπαθώντας να επιβιώσουν. Θα κλείσω την αναφορά μου με ένα μικρό κείμενο του προϊσταμένου του τμήματος Αρχειακών μελετών και εκδόσεων του Μουσείου πόλης των Αθηνών και αντιδημάρχου του Δήμου Αθηναίων παλιότερα, Ελευθερίου Σκιαδά.

«Τα γευστικά, αρωματικά και ξεροψημένα κουλούρια, που κόστιζαν πέντε λεπτά, ήταν για τους Αθηναίους – πριν από εκατό χρόνια – μια από τις μικρές απολαύσεις της καθημερινότητας. Το επάγγελμα του κουλουρά ασκούσαν κυρίως Ηπειρώτες από τις Περιφέρειες Κουρέντων, Παγωνίου, Ζαγορίου, Συράκου και σποραδικά από άλλα μέρη της χώρας.

Συνήθως επρόκειτο για ανήλικους νέους, γέροντες ή ανάπηρους που πωλούσαν το προϊόν τους στην ύπαιθρο (δρόμους, πλατείες, λιμάνια, εκκλησίες κ.ά). Πολλοί από τους πλανόδιους αυτούς κουλουροπώλες εξασκούσαν την εργασία τους μόνον κατά τον χειμώνα, αφήνοντας τα χωριά τους και κατεβαίνοντας στα αστικά κέντρα.

Τα καλοκαίρια συνήθως γυρνούσαν στα χωριά τους για να αφοσιωθούν στις αγροτικές εργασίες τους. Όσοι όμως συνέχιζαν και τους καλοκαιρινούς μήνες να πωλούν κουλούρια είχαν συγκεκριμένο ωράριο. Η πρώτη έξοδός τους γινόταν στις 5 το πρωί, η δεύτερη στις 4 το απόγευμα, η τρίτη στις 8-9 το βράδυ και η τελευταία περίπου τα μεσάνυχτα για τους ξενύχτηδες, οι οποίοι εμφανίζονταν ως οι ενθερμότεροι υποστηρικτές της… βιομηχανίας!

Δέκα φούρνοι παρήγαγαν κουλούρια, ενώ ένας εξ αυτών, στη συμβολή των οδών Γλάδστωνος και Γαμβέττα, εργαζόταν νυχθημερόν παράγοντας μόνον κουλούρια. Το καλοκαίρι, ο φούρνος αυτός παρήγαγε περίπου 6 έως 8 χιλιάδες κουλούρια καθημερινά, ενώ διπλασίαζε την παραγωτή του τον χειμώνα και τις περιόδους των εκλογών. Οι φούρνοι πωλούσαν τα κουλούρια τους στους μεταπωλητές 3,30 δραχμές τα εκατό κουλούρια!

Είκοσι κουλούρια ζύγιζαν μία οκά, ενώ ο μεταπωλητής ωφελούνταν στα 100 κουλούρια, 1,70 δραχμές. Δεν πωλούσε όμως μόνον εκατό κουλούρια. Κατά μέσο όρο στην Αθήνα κυκλοφορούσαν περίπου εκατό κουλουροπώλες περιπατητικοί, πέραν εκείνων που είχαν δικά τους “πόστα” σε διάφορες κεντρικές γωνίες της πόλης».