Πολύς λόγος έχει γίνει τελευταία για τους σημαιοφόρους και τους παραστάτες στις διάφορες εορταστικές εκδηλώσεις και παρελάσεις (Αλήθεια, γιατί να παρελαύνουν οι μαθητές;). Πρέπει να επιλέγονται οι άριστοι ή να γίνεται κλήρωση μεταξύ των μαθητών; Υπάρχει μήπως και άλλος τρόπος;

Περίμενα ότι η επιστημονική κοινότητα, παιδαγωγοί, παιδοψυχολόγοι, εκπαιδευτικοί, καθηγητές των Παιδαγωγικών Τμημάτων θα έπαιρναν θέση, καταθέτοντας τη δική τους επιστημονική πρόταση.
Οι άλλοτε λαλίστατοι από τους παραπάνω, αλλά και τα συνδικαλιστικά όργανα των εκπαιδευτικών «ως ιχθύες άφωνοι» παρακολουθούν τα τεκταινόμενα.

Διερωτώμαι μήπως υπάρχει σκοπιμότητα, ανεπίτρεπτη γι’ αυτό;
Θα ήθελα λοιπόν, καταθέτοντας τη δική μου άποψη για το συγκεκριμένο θέμα, να πω ότι δε με βρίσκει σύμφωνο ούτε η επιλογή των αρίστων ούτε η κλήρωση, για τους εξής κυρίως λόγους:

Ξεκινώντας από την περίπτωση της επιλογής των αρίστων, θα ήθελα να παρατηρήσω τα εξής: η επιλογή των αρίστων προϋποθέτει βαθμολογία αριθμητική της κλίμακας 1 – 10. Η βαθμολογία όμως στους μικρούς μαθητές αποτελεί μέτρο σύγκρισης, και οι συγκρίσεις μεταξύ των παιδιών της ηλικίας αυτής είναι μέτρο αντιπαιδαγωγικό, επειδή προκαλεί αρκετά προβλήματα στον ψυχισμό τους και έντονες εσωτερικές συγκρούσεις. Το σχολείο πρέπει να φροντίζει ώστε η ψυχοπνευματική ανάπτυξη των παιδιών να εξελίσσεται ομαλά, χωρίς να τους προκαλεί ψυχολογικά ή άλλα προβλήματα. Πιστεύω ότι καμιά βαθμολογία δεν πρέπει να δίνεται στα παιδιά. Οι γονείς θα μπορούν να έχουν μια σφαιρική και αντικειμενική ενημέρωση για τις επιδόσεις του παιδιού τους κατ’ ιδίαν, έτσι όπως θα το μεθοδεύσει ο κάθε δάσκαλος.

Πολλοί βέβαια υποστηρίζουν ότι πρέπει να μπαίνουν βαθμοί, γιατί έτσι καλλιεργείται η ευγενής άμιλλα μεταξύ τους. Αλλοίμονο αν μεγαλώνουμε το παιδί έτσι ώστε να συναγωνίζεται ή να ανταγωνίζεται τους άλλους. Δε θα γίνει ποτέ υπεύθυνο, ενδοκατευθυνόμενο και η ζωή του θα είναι ένας διαρκής αγώνας να προσπαθεί να αντιγράψει ή να απορρίψει κάποιους, κάτι που θα του κάνει τη ζωή δύσκολη γιατί δε θα γίνει ποτέ, ούτε θα πιστέψει στον εαυτό του και δε θα μπορέσει ποτέ να αυτοπραγματωθεί.

Θα μου πει κάποιος, και πολύ σωστά, ότι το κάθε παιδί αναπόφευκτα συγκρίνει τον εαυτό του με τα άλλα παιδιά της τάξης του και τον κατατάσσει ανάλογα, και μάλιστα με την κλίματα των τακτικών αριθμητικών επιθέτων, δηλαδή πρώτος, δεύτερος, τρίτος κ.λπ.
Το παιδί όμως, ως δίκαιος κριτής που είναι, κάνει αβίαστα αυτές τις συγκρίσεις, οι οποίες κατά το ίδιο έχουν το στοιχείο της αντικειμενικότητας, δεν του επιβάλλονται και δεν αμφισβητούνται.

Η βαθμολογία, αντίθετα, του δασκάλου, που μπορεί να έχει τις καλύτερες προθέσεις, δεν παύει να έχει κατά το παιδί το στοιχείο του υποκειμενισμού.
Στην περίπτωση αυτή υπάρχει το ενδεχόμενο το παιδί να μη συμφωνεί με τις εκτιμήσεις του δασκάλου και τότε τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται δύσκολα και για το δάσκαλο και για το μαθητή, αφού θα πιστεύει ότι αδικήθηκε, με αποτέλεσμα να καταληφθεί ίσως από το αίσθημα της απόρριψης και της παραίτησης, με τα γνωστά επακόλουθα.

Θα μπορούσα να πω ακόμη γιατί θα πρέπει τη σημαία να τη σηκώνουν στα χέρια τους μόνο οι άριστοι; Την πατρίδα (σημαία) τη σήκωσαν πολύ ψηλά στους αναρίθμητους αγώνες της όχι μόνο οι άριστοι, αλλά πολύ περισσότερο ο απλός λαός.
Θα ήθελα, εξετάζοντας την περίπτωση της επιλογής των σημαιοφόρων και των παραστατών με κλήρωση, να πω ότι δε με βρίσκει σύμφωνο εντελώς.

Θεωρώ ανεπίτρεπτο να μπαίνουν τα παιδιά στην κληρωτίδα ως λαχνοί, γιατί αυτό εμπεριέχει το στοιχείο της μοιρολατρίας και θυμίζει λίγο τζόγο, παρά του ότι έτσι θα είχαν την ευκαιρία κάποια παιδιά να νιώσουν συναισθήματα πρωτόγνωρα, πέρα από τον εθνικό φρονηματισμό, που πρώτη φορά θα τον νιώσουν τόσο βαθιά μέσα τους. Η τόνωση του ηθικού, η υπερηφάνεια, η αίσθηση ότι κάνουν για πρώτη φορά κάτι σημαντικό δεν είναι αμελητέα περίπτωση. Ξέρετε τι σημαίνει για ένα παιδί που είναι ο ταραξίας και ο χειρότερος μαθητής της τάξης να εισπράττει το χειροκρότημα, τις επευφημίες, την αναγνώριση και την αποδοχή των ανθρώπων; Είμαι σίγουρος, κατόπιν αυτού, ότι έχοντας και την κατάλληλη από το σχολείο και το σπίτι μεταχείριση, θα αλλάξει εντελώς τρόπο ζωής.

Τέλος, καταθέτοντας τη δική μου πρόταση για το συγκεκριμένο θέμα, θα ήθελα να πω ότι το πιο σωστό θα ήταν η επιλογή των σημαιοφόρων και των παραστατών να γίνεται από τα ίδια τα παιδιά της τάξης, με ψηφοφορία, αρκεί βέβαια να τους έχει γίνει γνωστό τι πρέπει να ψηφίσουν.

Ψηφίζουν τον καλύτερο στις επιδόσεις στα μαθήματα, το μαθητή/τρια με το καλύτερο παράστημα, το μαθητή/τρια που διακρίνεται για το ήθος και την εργατικότητά του, για την κοινωνική του προσφορά εντός και εκτός του σχολείο ή για όλα μαζί;
Γιατί πρέπει να αφήνουμε τα παιδιά στο περιθώριο; Θέλουμε ένα σχολείο στο οποίο, ενώ όλες οι αποφάσεις που παίρνονται και αφορούν τα παιδιά, τα ίδια να τα αφήνουμε απ’ έξω, προεξοφλώντας ότι είναι εντελώς άβουλα και ανεύθυνα; Μα τότε δεν διαπαιδαγωγούμε σωστά τους αυριανούς ενήλικες, που στην παρούσα φάση, την παιδική, διακρίνονται για το υψηλό αίσθημα ευθύνης, δικαιοσύνης, αλληλοβοήθειας, αλληλεγγύης, συνεργατικότητας.

Γιατί θα πρέπει όλα τα παραπάνω να διαστρεβλώνονται σε όλη τη μαθητική πορεία; «Ο πρώτος, ο δεύτερος, ο τελευταίος, οι βαθμοί, οι έλεγχοι, οι τιμωρίες, η διάκριση ορισμένων και η περιφρόνηση άλλων, είναι σκαλοπάτια που οδηγούν στην προσωπική επιβολή, στον εγωισμό, στη δουλικότητα, στην αδιαφορία για τους συνανθρώπους ή στο πλήγωμα κάθε ευαίσθητης ιδιοσυγκρασίας. Η προσωπικότητα του παιδιού παραγνωρίζεται και περιφρονείται εντελώς.

Το παιδί θεωρείται ένα άβουλο και ανάξιο πλάσμα, που δεν είναι ικανό να κάνει τίποτε χωρίς τη δική μας προσταγή ή βοήθεια, χωρίς τη δική μας σοφή καθοδήγηση». Και αν τα παραπάνω, τα οποία αναφέρει η Μαρία Γουδέλη στο βιβλίο της «ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΙΕΙΝΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ» είναι στοιχεία που αφορούσαν το σχολείο της επιβολής παλαιότερων χρόνων, διερωτώμαι σε τι διαφέρει ένα τέτοιο σχολείο από το σημερινό;

Δε νομίζετε ότι η επιλογή από τα ίδια τα παιδιά της τάξης αποτελεί το καλύτερο μάθημα δημοκρατίας, αφού τα παιδιά ούτε υστεροβουλία έχουν ούτε συμφέροντα ούτε ομαδοποιούνται υπέρ του ενός ή του άλλου;