«Γιατί αγαπάμε τα εγκαταλελειμμένα σπίτια και τα λέμε παλιά; Γιατί η δίψα μας για το βαρελίσιο κρασί παραμένει άσβεστη; Γιατί τόσο πολύ πονάμε για τα προδομένα μπουζούκια; Προσκυνώ ακόμα όσους σταθμούς του τρένου απόμειναν. Και ρέπω ακόμα για το ξενύχτι που ενώνει και δεν ψεύδεται. Υπάρχουν ευτυχώς ακόμα μερικά καφενεία…».
Θωμάς Γκόρπης, Αθήνα 28.9.1979 – Αίγινα Απρίλιος 1990.
Στο ισόγειο κτίριο της οδού Μονοφατσίου κοντά στον Άγιο Μηνά εδώ και χρόνια στεγάζεται “Ο καφενές του Καγιαμπή” λιτός και απέριττος συγκέντρωνε τους εραστές του κάθε ωραίου, της ποίησης, της παρέας, του συμποσιασμού, ενίοτε του αυθόρμητου λαϊκού γλεντιού.
Για δύο περίπου δεκαετίες αυτός ο χώρος λειτουργούσε ως ένα καταφύγιο για θαμώνες που αναζητούσαν εμπειρίες πηγαίας ψυχαγωγίας, συλλογικής ευφορίας, συναισθηματικής έντασης και μυσταγωγίας μακριά από τον θόρυβο της κονσερβαρισμένης διασκέδασης και του λάιφ στάιλ.
Ο Καγιαμπής, ένας μύστης του λαϊκού καφενείου φρόντιζε την ποιότητα εδεσμάτων και ποτών, διατηρούσε τις τιμές χαμηλές, νοιαζόταν για τους εργαζόμενους του, συνήθως φοιτητές-φοιτήτριες, που έβλεπε ως φίλους και συνέταιρους, εφαρμόζοντας στην πράξη τις ιδέες του συνεργατισμού και μιας ευδαιμονικής εργασίας μακριά από την καταπίεση και την αλλοτρίωση.
Στο καφενείο έβλεπες χαρούμενα πρόσωπα, ανήσυχους πολίτες από κάθε κοινωνικό στρώμα. Φοιτητές, εργαζόμενοι, καλλιτέχνες, εργάτες, γείτονες, συνοδοιπόροι και συναγωνιστές του Δημήτρη έφτιαχναν μια ιδιότυπη κοινότητα ενδιαφέροντος που περιστασιακά λειτουργούσε και ως καλλιτεχνικό καφενείο.
Παράλληλα, ο καφενές συνιστούσε και ένα πειραματικό εργαστήρι άσκησης της συλλογικής μνήμης. Εδώ ο καθένας μπορούσε να φέρει μια φωτογραφία, ένα βιβλίο, μια γκραβούρα, ένα λεύκωμα και να προσθέσει την προσωπική του πινελιά στο αρχείο που είχαν δημιουργήσει οι θαμώνες και είχε επιμεληθεί ο ίδιος Καγιαμπής.
Στους τοίχους των δύο αιθουσών και στον υπόγειο χώρο του καφενέ ο επισκέπτης μπορούσε να περιηγηθεί σε τεκμήρια της κοινωνικής και πολιτισμικής καθημερινότητας της πόλης ή των αγώνων του εργατικού κινήματος που τροφοδοτούσαν ζωηρές συζητήσεις στους συνδαιτημόνες.
Ιστορικά τοπόσημα, καφενεία, στέκια, μουσικές και θεατρικές παραστάσεις, εμβληματικές φιγούρες Καστρινών, αγωνιστές της αντίστασης, αθλητικοί «ήρωες» του παρελθόντος, γλέντια και χοροί σε λαϊκές γειτονιές, πρόσωπα και καταστάσεις που παρέπεμπαν σε μια κοινωνική ιστορία αφανών ηρώων της καθημερινότητας που περνούν κάτω από τα ραντάρ της επίσημης ιστορίας.
Σε μια εποχή ραγδαίων κοινωνικών μετασχηματισμών με τη διαδικασία της τουριστικοποίησης κεντρικών συνοικιών των πόλεων της Κρήτης να αλλάζει ριζικά το αστικό τοπίο και να διαβρώνει παραδοσιακούς τρόπους ζωής, το κτίριο που φιλοξενούσε το καφενείο του Καγιαμπή προβλέπεται να ανακαινιστεί για να αξιοποιηθεί για τουριστική χρήση.
Ο Δημήτρης μαζεύει σιγά-σιγά τα πράγματα του, χαιρετά τους πολυάριθμους φίλους του που μαζεύονται αθρόα τον τελευταίο καιρό στον καφενέ για να αποχαιρετίσουν αυτό το τοπόσημο της πόλης.
Βρέθηκα και εγώ τις προάλλες εκεί, στην παλιά μου γειτονιά. Πέρασα από το κατεδαφισμένο σπίτι των μαθητικών μου χρόνων στην (τότε) οδό Παναγιώτη Νικουσίου (σήμερα Μιχαήλ Καλογήρου) και από το εγκαταλειμμένο ιστορικό δισκάδικο του Μιχάλη Μπινιχάκη όπου εργαζόμουν δίπλα από τον καφενέ του Καγιαμπή και αναλογίστηκα για το τι μπορούμε να κάνουμε για να διασώσουμε όψεις της συλλογικής μνήμης που η μανία του επιδερμικού εκσυγχρονισμού διαβρώνει.
Το ζητούμενο δεν είναι να καταφύγουμε σε μια μοιρολατρική στροφή σε ένα ρομαντικοποιημένο παρελθόν αλλά πώς θα συνδέσουμε το παρόν με το παρελθόν αυτής της πόλης, πώς θα κεφαλαιοποιήσουμε αυτό το πλούσιο πρωτογενές υλικό εκθέτοντας το σε ένα ανοικτό δημόσιο χώρο για να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη αυτού του πειραματικού «μουσείου» συλλογικής δράσης.
Γιατί η πόλη μας έχει ανάγκη από ζωντανούς χώρους σκέψης και επικοινωνίας και ενός ανοικτού διαλόγου μεταξύ πολιτών και συλλογικοτήτων, εγχειρημάτων που έρχονται από τα κάτω με πρωταγωνιστές απλούς, καθημερινούς ανθρώπους που αφήνουν το δικό τους αποτύπωμα στη τοπική ιστορία.
Θυμάμαι στο παρελθόν σε δημόσιες εκδηλώσεις για την κοινωνική καθημερινότητα του Ηρακλείου είχε τεθεί ως πρόταση τη διαμόρφωση ενός Μουσείου Λαϊκού Πολιτισμού στη γειτονιά του Λάκκου.
Αξιοποιώντας αντίστοιχες εμπειρίες άλλων πόλεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό, τοπικοί φορείς και ο Δήμος Ηρακλείου θα μπορούσαν να αναλάβουν πρωτοβουλίες για τη διάσωση αυτού του ξεχωριστού υλικού και τη φιλοξενία του σε ένα χώρο ανοικτό στο κοινό της πόλης.
Με αυτόν τον τρόπο θα διασφαλιστεί η διάσωση ενός πολύτιμου αρχειακού υλικού στο οποίο περιλαμβάνεται ανάμεσα στα άλλα και αρχειακό υλικό από έναν άλλο εμβληματικό κοινωνικό χώρο της πόλης, το Καφέ Θέατρο του Γιώργου Αντωνάκη.
Η δημιουργία ενός τέτοιου κοινωνικού χώρου σε μια ιστορική λαϊκή γειτονιά η οποία παραμένει ένας από τους πιο αποστερημένους αστικούς θύλακες σε όλη την Κρήτη, όπως έχουν δείξει οι έρευνές μας για το Παρατηρητήριο Κοινωνικής ένταξης, θα ανοίξει νέους ορίζοντες για τους κατοίκους και τους επισκέπτες της γειτονιάς.
Παρόμοιες παρεμβάσεις που έρχονται από τα κάτω μπορούν να ενισχύσουν την ταυτότητα της γειτονιάς που απειλείται από τις διαδικασίες της εμπορευματοποίησης, της φολκλοροποίησης και του τουριστικού εξευγενισμού.
Σε μια εποχή όπου το κοινωνικό φαντασιακό έχει διαβρωθεί από το δόγμα της νεοφιλεύθερης ανάπτυξης είναι σημαντικό να επαναφέρουμε στο προσκήνιο του δημόσιου διαλόγου το Λεφεβριανό δικαίωμα στην πόλη, το δικαίωμα των πολιτών να συμμετέχουν και να παρεμβαίνουν στη διαδικασία διαμόρφωσης των κοινοτήτων τους και στην διατήρηση της ιστορικής μνήμης.
Το κέντρο της πόλης αλλάζει μέρα με τη μέρα. Παραδοσιακές κατοικίες μετατρέπονται σε καταλύματα για βραχυχρόνια μίσθωση μέσω της πρακτικής του Airbnb, ξενοδοχεία ανεγείρονται σε ιστορικές τοποθεσίες της πόλης, επενδυτές της Golden Visa εξαγοράζουν παλιές κατοικίες για τουριστική χρήση και η διαδικασία της τουριστικοποίησης του αστικού ιστού αλλοιώνει τον χαρακτήρα λαϊκών γειτονιών εκτοπίζοντας κοινωνικές λειτουργίες συνδεδεμένες με την παλιά πόλη: μικρά μαγαζιά, μικροεπαγγελματίες, καφενεία, παραδοσιακά επαγγέλματα, εναλλακτικούς κοινωνικούς χώρους.
Ευελπιστούμε πως το Ηράκλειο, μια άναρχα δομημένη πόλη πολυποίκιλων αντιθέσεων και ανισοτήτων που ωστόσο παραμένει ανοικτή στην ετερότητα και στις δημιουργικές συνθέσεις, δεν θα παραδοθεί άνευ όρων στις σειρήνες της τουριστικής μονοκαλλιέργειας και θα αντισταθεί στις περιφράξεις των κοινών και του δημοσίου χώρου δημιουργώντας καινοτόμους χώρους που έχουν σημασία για τους πολίτες της.
Τα καφενεία μάς θυμίζει ο ποιητής Τάσος Κόρφης «συγκεντρώνουν, προφυλάσσουν απ’ τις ενέδρες της μοναχικής ζωής, προσφέρουν ζεστή καταφυγή στις άδειες ώρες» αποτελούν οάσεις συλλογικότητας σε ένα κοινωνικό κόσμο που ρέπει προς την ηθικό αμοραλισμό και τον ατομοκεντρισμό.
Ο Γιάννης Ζαϊμάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και διευθυντής του Εργαστηρίου Κοινωνικής Ανάλυσης και Εφαρμοσμένης Κοινωνικής Έρευνας.