Αφιερωμένο στο 10ο Νηπιαγωγείο Ηρακλείου, στο σχολείο της καρδιάς μου!
Ε, λοιπόν, ναι, έφτασε η ώρα… Η πιο μεγάλη ώρα που λέει και το τραγούδι!
Πώς πέρασαν 14 χρόνια κανείς μας δεν το κατάλαβε…
Μόνο ο χρόνος τελικά που άφησε πίσω του ένα σωρό σημάδια. Aπό την στιγμή που δωρίστηκε το οικόπεδο ίσαμε τις μέρες μας μέτρησαν και συνέβησαν πολλά. Και σήμερα το σιδερένιο μας κουτί έμεινε… ολομόναχο. Άδειο, σκονισμένο παρέα με τα παλιά έπιπλα, τις κατσαρίδες, τα αραχνάκια του, τη μυρωδιά από βουτηγμένο στη μούχλα υαλοβάμβακα, τους σκουριασμένους του τοίχους και… την μοναδική και ανεπανάληπτη αυλή του.
Ένα αλλόκοτο «κτίριο»- σχολείο που στα χαρτιά είναι χαρακτηρισμένο «Τείχη και… Πράσινο», μόνο. Σαν να μην υπήρξαμε ποτέ!
«Παράνομο» δεκάδες χρόνια πάνω στα τείχη. Δυο τεράστια κουτιά, ένα σιδερένιο κι ένα ξύλινο, που έχουν φιλοξενήσει χιλιάδες Ηρακλειώτες. Σαν πρόσκοποι τα παλιότερα χρόνια και σαν νήπια τα νεότερα (τα τελευταία 30 τουλάχιστον). Είχε όμως εκείνο που λέμε ψυχή, χρώμα, φωνή ζωντανή, δυνατή και πραγματικά μοναδική.
Και να που σήμερα δεν έχει κουδούνι να χτυπήσει κανείς, και ένα ξεχασμένο κουβαδάκι στην αυλή μαρτυρά πως σίγησε για πάντα τούτη η φωνή. Πως το χρώμα της καρδιάς, της τέμπερας, των παιδικών χεριών, οι φωνές και τα γέλια τους δεν θα υπάρξουν ποτέ ξανά σε τούτο το χώρο…
Τούτη η σημερινή σιωπή με στεναχωρεί πολύ και με τρομάζει…
Είναι σαν να κλείνει ένας τεράστιος κύκλος ζωής πολλών και δεν γνωρίζω τι θα απογίνει στη συνέχεια. Ποιος θα νοιαστεί, ποιος θα πονέσει τούτο τον τόπο που ‘ναι γραμμένη μια ιστορία χιλιάδων ανθρώπων. Φοβάμαι πως μπορεί να αρχίσει εκείνη η εγκατάλειψη και απόλυτη ασυδοσία, ίσως!
Τι να πρωτοθυμηθώ, τι να γράψω για το σχολείο της καρδιάς, της ψυχής όχι μόνο δικής μου αλλά πολλών. Είναι το σχολείο που σφράγισαν με την πορεία τους η Αργυρώ, η Φωφώ, η Μαρία, η Γεωργία, η Στέλλα, η Ρούλα, η Κατερίνα, η Φιλία, η Σόνια, η Ελίνα, η Ιωάννα, η Κατερίνα, η Φρόσω… Φρόσω, θυμάσαι; Τα καλύτερα χρόνια μας…
Ήταν το σχολείο της Θέκλας που έφυγε νωρίς. Της Αγγελικής που την ακολούθησε βιαστικά!
Είναι το δικό μας σχολείο, της Μαρίνας, της Κατερίνας, της Κατερίνας, εμένα…
Ήταν το σχολειό που περάσαμε το μεγαλύτερο κομμάτι από τα νιάτα μας, χωρίς να μας νοιάζει που δεν είχαμε ποτέ ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας. Ήταν το σχολείο που ζήσαμε, μεγαλώσαμε, ερωτευτήκαμε, παίξαμε, δημιουργήσαμε, τραγουδήσαμε και… αγαπήσαμε σαν να ‘ταν ζωντανός οργανισμός μέσα μας!
Ήταν το σχολείο που κάθε πρωί μύριζε θάλασσα… Που έλεγε καλημέρα στην πόλη με τον δικό του τρόπο, που μάζευε τα βλέμματα όλων από την πολυχρωμία και την μοναδικότητα της αυλής, των χαρούμενων παιδιών, της απίστευτης θέσης και θέας του, της μυρωδιάς της ελευθερίας που απλωνόταν σε ολόκληρο το λιμάνι.
Ήταν το σχολείο που ούτε για μια στιγμή δεν μας έκανε να βαρυγκωμήσουμε, να πούμε γιατί δεν έχει χώρους, γιατί είναι τόσο μικρό, γιατί πήρε τόσα χρόνια στην Πολιτεία να το… μετακινήσει. Ήταν το σχολείο που μας μάγευε, που μας μάθαινε, που μας ταξίδευε κι εμάς σε κόσμους που μόνο τα παιδιά ξέρουν. Ήταν το σχολείο με τα πιο πλατιά χαμόγελα, τις πιο μεγάλες αγκαλιές, την πιο μεγάλη… ιστορία!
Ήταν το σχολείο που μέσα του καθημερινά συνέβαιναν μικρά θαύματα για μικρούς ανθρώπους που πάντα είχαν ένα χαμόγελο ίσαμε τα αυτιά και δεν τους ένοιαζε που έφευγαν γεμάτοι χώματα και «βρωμιές» από την αυλή. Ήταν το σχολείο που τα δέντρα του έλεγαν ιστορίες στα παιδιά και τους μάθαιναν να σέβονται και να αγαπούν τη φύση, τα πουλιά, τα χρώματα και τις εποχές. Ήταν το σχολείο που είχε για Κάστρο του τον Κούλε κι όλοι γινόμαστε συνέχεια ιππότες και πειρατές. Ήταν το σχολείο που έβρισκαν καταφύγιο οι ορμές των εφήβων αργά τα απογεύματα, οι άστεγοι τα καλοκαίρια κι αυτοί που νόμιζαν πως πληγώνοντας τους τοίχους του και βγάζοντας το θυμό τους στις κούνιες, στις τραμπάλες, στα άψυχα για αυτούς αντικείμενα που για μας είχαν ψυχή, έκαναν κάτι, να εναντιωθούν στο κατεστημένο…
Ξέρετε αγαπητοί Άρχοντες τούτου του τόπου, θέλω με όλη μου την ψυχή να σας παρακαλέσω να μην αφήσετε τούτο το κομμάτι της πόλης μας να ρημάξει. Ας μην γίνει κέντρο διερχομένων, γνωστών αγνώστων που αναζητούν ό,τι και τις μέρες που ήμασταν εκεί, αλλά κάπως τους συγκρατούσε η λέξη…Σχολείο. Να μην γεμίσει σκουπίδια, πεταμένες σύριγγες, σπασμένα μπουκάλια και άλλα συναφή που εμείς μαζεύαμε καθημερινά, τα προλαβαίναμε να μην τα δουν ή ακουμπήσουν τα παιδιά.
Έχουν φωνή τούτα τα δυο κουτιά. Είναι η φωνή όλων μας που ζήσαμε, γελάσαμε, κλάψαμε, δώσαμε την ψυχή μας ολόκληρη, στηριζόμενοι μόνο στην καλοπροαίρετη θέλησή μας. Κι ήταν στολίδι για τη γειτονιά, για το λιμάνι, όλοι θα συμφωνήσετε σε αυτό. Κι είχε ζωή ετούτος ο τόπος, ο παράνομος, που για μας ήταν το σπίτι μας, η φωλιά μας, η ζωή μας ολόκληρη.
Φοβάμαι τις σιωπές. Πάντα κάτι κρύβουν… Φοβάμαι τη χρήση των δημόσιων χώρων σαν πρέπει να αδειάσουν… Φοβάμαι τις γνώμες των πολλών που δεν ξέρουν ακριβώς τι να κάνουν ή τι θέλουν.
Δώστε το στον κόσμο, στα παιδιά… Γεμίστε το πάλι παιδικές φωνές, μην το άφησετε να γίνει γκρίζο… Η κάθε του σπιθαμή, η κάθε του γωνιά έχει και κάτι να πει. Κι αν, αν λέω, γκρεμίσετε τούτα τα κουτιά, που ναι… σάπια μετά από τόσα χρόνια… κάντε το πάρκο, μόνο, να φυτευτούν λουλούδια και παιδιά να παίζουν όπως πάντα έπαιζαν…
Φοβάμαι τις σιωπές, πάντα κάνουν πολλή φασαρία και ας μην ακούγεται…
Το σχολείο της καρδιάς μας, για μας θα ‘ναι πάντα πάνω στα τείχη, με θέα το γαλάζιο της θάλασσας που αλλάζει αποχρώσεις ανάλογα με τις διαθέσεις του καιρού.
Το σχολείο της καρδιάς μας σίγησε από την Επιμενίδου και ξέρω πως πολλοί νιώσατε παρόμοια συναισθήματα με μας. Στην ψυχή μας θα είναι πάντα το 10ο Νηπιαγωγείο εκεί. Ένα κοντέινερ, ένα λιωμένο, χιλιάδες ψυχές, μυριάδες ιστορίες.
Μπορεί να μπήκαμε πια σε σύγχρονο κτήριο, τώρα που τα χρόνια και για μας πέρασαν, όμως δύσκολα ξεχνάς, ακόμα πιο δύσκολα συνηθίζεις την πέτρα, το τσιμέντο, την πολυτέλεια, όταν μάλιστα δεν την είχες ποτέ…
Σήμερα το πρωί, πέρασα με το ποδήλατό μου, πριν κτυπήσει το κουδούνι στο «χρυσό κλουβί» που του λείπει η αυλή και είδα τον γέρο πεύκο της αυλής μας, λίγο πιο γερμένο στο πλάι. Χάρηκε που με είδε, το ένιωσα. Χάρηκα κι εγώ. Όλα ακόμα ήταν στη θέση τους, μόνο που είχε πολλή ησυχία η περιοχή, πολλή μοναξιά…
Γύρισα κι είδα τα κουτιά μας και τους είπα με την ψυχή μου “Ευχαριστώ για τις χιλιάδες μέρες που… ζήσαμε”!
Κι έφυγα… με μισή καρδιά!
Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017… Το τέλος και μια καινούργια αρχή!
*Η Ελένη Μπετεινάκη είναι νηπιαγωγός στο 10ο Νηπιαγωγείο Ηρακλείου…