Έντονα μελαγχολική έκανε την εμφάνισή του, αυτός ο μήνας. Και ήταν επόμενο ύστερα από τις ξεγνοιασιές και τις όμορφες μέρες του καλοκαιριού. Στην άκρη τώρα η ανεμελιά, τα μπάνια, οι βραδινές παρέες και όπως λέει και ο σοφός λαός μας: “κάθε κατεργάρης στον πάγκο του”.

Με πόσα πράγματα και πόσες ασχολίες έχουν συνδέσει οι άνθρωποι το μήνα αυτό. Τον συναντούμε ως μαθητικό Σεπτέμβρη, όταν παλιότερα τα σχολεία άνοιγαν την επομένη του Σταυρού και οι γονείς εμπιστευόταν τα παιδιά τους στους δασκάλους. Χαρά Θεού οι δρόμοι, με τα φτωχά ή τα πλούσια παιδιά, πεντακάθαρα, άλλα με αγοραστές τσάντες και άλλα με φτιαγμένες πάνινες από τη μητέρα τους πήγαιναν για το σχολείο. Από κάποια παιδιά δεν έλειπε και η ανθοδέσμη, κυρίως με χρυσάνθεμα αυτή την εποχή, για τη δασκάλα τους.

Στην πόλη μας η καμπάνα του Αγίου Μηνά, ο ανεμαζώχτρα, καλούσε τους μαθητές με το χτύπημά της, στο σχολείο.

Τέτοιες μέρες… του Σεπτέμβρη, το μήνα του μούστου! Όλη η χώρα ζούσε αυτό το πανηγύρι του τρύγου, αλλά κυρίως τον πρώτο λόγο τον είχε η πρωτεύουσα. Χιλιάδες βαρέλια ήταν παρατεταμένα αυτές τις πρώτες μέρες του φθινοπώρου. Πολλές οι ταβέρνες, ανάριθμα τα καπηλειά, φρόντιζαν να πλύνουν και να καθαρίσουν τα βαρέλια τους, έτοιμα για να δεχθούν τον μούστο, αυτόν τον υψηλό επισκέπτη, που επρόκειτο να μεταφερθεί από την περιοχή των Μεσογείων. Ήταν πολύ δύσκολο να υπολογίσει κανείς πόσα βαρέλια γεμίζονταν με μούστο τον Σεπτέμβρη στην Αθήνα.

Πάντως γεγονός είναι πως πολλές χιλιάδες τόνοι της πρώτης ύλης του κρασιού, μεταφέρονταν νύχτα -μέρα από τα γύρω χωριά της Αττικής, καθώς και από πιο μακρινές αποστάσεις χαρακτηριστικό της μεγάλης κίνησης στη λεωφόρο Μεσογείων ήταν, ότι για αρκετό διάστημα ο μεγάλος αυτός δρόμος έμοιαζε βρεγμένος απ’ τις σταλαγματιές του μούστου που χυνόταν κατά τη διαδρομή.

Βέβαια δεν ήταν μόνο οι ταβέρνες που τον υποδέχονταν από τον καλωσόριζαν, αλλά και η κάθε νοικοκυρά, τον δεχόταν στο σπιτικό της και μάλιστα τον αναζητούσε για να φτιάξει την περίφημη μουσταλευριά που τόσο αρέσει στους περισσότερους. Δεν θα μπορούσε το μυαλό μου τούτες τις μέρες, που οι μέρες μίκραιναν και το πρωινό και βραδυνό αεράκι έκανε έντονη την εμφάνισή του, να μην αναφερθώ στον τόπο καταγωγής μου, στο αγαπημένο μου χωριό, στον Λαύκο.

Θυμάμαι τον μακαρίτη τον πατέρα μου να με παίρνει για να πάμε να κόψουμε σταφύλια από το αμπέλι μας, στη φταίρη. Σταφύλια μαύρα λιάτικα, ροζακιά και ροδίτες! Τα φέρναμε στο χωριό σε μεγάλες κοφίνες και τα πατούσε, βγάζοντας το καινούργιο κρασί. Μια ασυνήθιστη κίνηση διέκρινε αυτές τις μέρες, το χωριό μου. Μια γιορτή ολότελα ο τρύγος, αφού ο Λαύκος είχε αρκετά αμπέλια, κοντά και μακριά στο χωριό.

Όλη η οικογένεια στο πόδι για το κόψιμο των σταφυλιών, χωρίς να λείπουν πολλές φορές. Και οι “γιαρνιμιτζήδες”, αυτοί που βοηθούσαν στον τρύγο και αμείβονταν με σταφύλια, φαγώσιμα για το σπίτι τους. Σύμφωνα με το τουρκικό  λεξιλόγιο, από το βιβλίο του καθηγητού μου στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου, κ. Βασίλη Ορφανού, η λέξη γιαρντίμ στη τουρκική γλώσσα, σημαίνει την βοήθεια, την συνδρομή.

Όμως τα αμπέλια δεν κράτησαν για πολύ. Θυμάμαι μαθητής του Δημοτικού να λένε οι χωριανοί μου για την σοβαρή εκείνη ασθένεια την φυλλοξέρα, που κατέστρεψε όλους τους σχεδόν τους αμπελώνες. Ελάχιστοι από τους χωριανούς μου τους ανανεώσαν. Ομως δεν ήταν μόνο η συλλογή των σταφυλιών. Οι χωριανοί μου ασχολούνταν με την συγκομιδή των σύκων και των καστάνων.

Επρεπε πρώτα να μαζέψουν τα σύκα από τα δέντρα και να τα μεταφέρουν στα λεγόμενα κρεβάτια, φτιαγμένα με καλαμωτές από καλάμια. Εκεί πάνω τα άπλωναν προκειμένου να ξεραθούν στον ήλιο και από τις δύο πλευρές. Τα συχνά “μπουρίνια”, οι βροχές αυτής της εποχής συνήθως ξάφνιαζαν τους συκοπαραγωγούς που έτρεχαν να τα σκεπάσουν με τις “φλάδες”, κομμάτια από κλαδιά και φύλλα πλατάνου και αργότερα με νάυλον για να μη βραχούν και σαπίσουν. Αλλά και η περισυλλογή των καστάνων δεν είχε καλύτερη τύχη.

Εγκαταλείφθηκε και αυτή. Θυμάμαι εκείνες τις “κατσούδες” μέσα στις οποίες ήταν κλεισμένα, με τόση επιμέλεια από τη φύση και τον δημιουργό της, εκείνα τα ολοκάθαρα μεγαλωπά κάστανα. Όλα αυτά γίνονταν τον Σεπτέμβριο. Για μας τους μαθητές του τριταξίου γυμνασίου της Αργαλαστής ήταν και μήνας αποχαιρετισμού. Θα έπρεπε να πάμε στο Βόλο συνεχίζοντας τις τρεις επόμενες τάξεις του εξαταξίου Γυμνασίου.

Θυμάμαι που φεύγαμε από το χωριό, γεμάτοι μνήμες, αναμνήσεις, νοσταλγώντες εκείνες τις μοναδικές στιγμές του καλοκαιριού, τις παρέες μας, περιμένοντας το μετά από τρίμηνο αντάμωμα των εορτών των Χριστουγέννων στο όμορφο χωριό μας! Αυτά όμως δεν τελειώνουν και πάντα μας παρασέρνουν… Ο Σεπτέμβρης όμως ήταν και ο μήνας των μετακομίσεων.

Αυτό μας το φανερώνει ένα απολαυστικό χρονογράφημα του 1930 στην εφημερίδα “ΠΑΤΡΙΣ” που έχουμε τη “μάχη” της κρεβατοκάμαρας και της τραπεζαρίας που έπρεπε να φορτωθούν και να εκτεθούν πάνω στα κάρα. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόση ήταν η χαρά της κουτσομπόλας που έβρισκε ευκαιρία για κριτική. Χαρακτηριστικό είναι το κείμενο που ακολουθεί: “Σεπτέμβριος. Ώρες είναι να είχατε λησμονήσει εκείνο που τον χαρακτήριζε: “Καλέ!… τα ξεκουβαλήματα!

Τι φασαρίες, τι αντάρα, τι ξεσηκώματα στις γειτονιές! Ήταν ο μήνας των μετακομίσεων. Ποιος δεν άλλαζε σπίτι το Σεπτέμβριο; Ποιός δεν είχε κουβαλήματα; Ο μικροκαταστηματάρχης, του οποίου ο τζίρος είχε μεγαλώσει κατά  το τρέχον έτος, το Σεπτέμβριο θα μετέφερε τη “σερμαγιά” του σ’ ένα άλλο ευρύτερο, κεντρικότερο για ν’ αφήσει το “παλιό” σε κανένα πλανόδιο, ο οποίος με τη σειρά του είχε προοδεύσει, εις το αλισιβερίσι του.

Ο οικογενειάρχης του οποίου η οικογένεια από τις αρχές του έτους είχε αυξήσει κατά μια μονάδα ενώ… “με τη δύναμη του Θεού” ευρίσκετο και “άλλο” στο δρόμο, κατά το μήνα Σεπτέμβριο φρόντιζε ν’ αλλάξει σπίτι, μολονότι εκείνο που κατείχε ήταν ευτυχισμένο στο οποίο έγιναν οι γάμοι και οι χαρές. Άλλοι πάλι συνέβαινε ν’ αρρωστήσουν σ’ ένα σπίτι και κατέφυγαν στο “ν’ αλλάξουν τον ίσκιο του σπιτιού”.

Η γεροντοκόρη που εις τας ανοίξεις της είχε προστεθεί ακόμα ένα φθινόπωρο, έκρινε απαραίτητο να ξεσηκώσει ολόκληρη την οικογένειά της, μήπως και “αλλάξει το γούρι”. Με το ξεσήκωμα αυτό η κάθε νοικοκυρά έδινε εξετάσεις αν είναι προκομμένη ή το αντίθετο. Επίσης τα σχόλια για το πρόσωπο της γινόταν και στη γειτονιά που θα άφηνε, αλλά και στη νέα της γειτονιά. Μ΄ άλλα λόγια έδινε εξετάσεις οικοκυρικής”.

Πράγματι πολυάσχολος ο Σεπτέμβρης! Ο πρώτος μήνας του φθινοπώρου. Ένας μήνας με διαφορετικό χρώμα, με πολυποίκιλες εικόνες, με διαφορετικές συνήθειες από τους μήνες του καλοκαιριού. Θυμάμαι τους γεωργούς του χωριού μου, τέτοιες μέρες, να προετοιμάζουνε τα χωράφια που θα σπέρνανε, να θαμνεύουν (βγάζουν τους θάμνους), για να είναι έτοιμα. Θυμάμαι τα πρώτα πρωτοβρόχια και εκείνη την χαρακτηριστική μυρωδιά που έβγαζε το χώμα που δέχονταν τις βροχές του Σεπτέμβρη. Θυμάμαι τις πρώτες μέρες του σχολείου, τους συμμαθητές μου, τους δασκάλους μου…

Θυμάμαι… Θυμάμαι..