“Κι έτσι ετσουγκρίσαν τα ποτήρια πίνοντας κρασί ΜΑΡΚΟ”…

Μια διαφήμιση της εποχής μας, όπως και τόσες άλλες, όταν ήμουν ακόμα μαθητής Γυμνασίου. Ένα νεαρό ζευγάρι, ετσούγκριζε τα ποτήρια τους και έπιναν “εις υγείαν” κρασί ΜΑΡΚΟ.

Ανάμεσα στις τόσες διαφημίσεις ήταν και αυτή που βλέπαμε τότε παιδιά των πρώτων τάξεων του Γυμνασίου πριν από κάποιο ποδοσφαιρικό αγώνα και συνήθως πριν από το ντέρμπι των αιωνίων αντιπάλων Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού, όταν τρέχαμε στο καφενείο για να εξασφαλίσουμε μια καρέκλα κάτω από την ασπρόμαυρη τηλεόραση.

Τότε δεν υπήρχαν οι έγχρωμες τηλεοράσεις και τηλεόραση βλέπαμε μόνο στα καφενεία. Το συγκεκριμένο καφενείο του “Ι.Ε. ΦΟΡΛΙΔΑ” το παλιότερο στη χώρα μας λειτουργεί αδιάκοπα μέχρι σήμερα από το 1785.

Ένα μοναδικό στέκι που πάντα όταν πηγαίνω στο χωριό το επισκέπτομαι και με γεμίζει θύμησες και συγκινήσεις των παιδικών μου χρόνων, απολαμβάνοντας τον ποιοτικό πρωινό και απογευματινό καφέ από τα χέρια του Μανόλη κατά κόσμον του “Μανωλάκη” ιδιοκτήτη του καφενείου.

Όσο για το κρασί ΜΑΡΚΟ προϊόν του συνεταιρισμού της ΜΑΡΚΟ, προϊόν του ιστορικού συνεταιρισμού της περιοχής του Μαρκόπουλου, με το κοινοτικό του οινοποιείο, δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις, αφού ο αττικός αμπελώνας των Μεσογείων ήταν ο πιο ξακουστός. Η ιστορική διαδρομή αυτού του τόπου συνδέθηκε πολύ στενά με την παραγωγή του ποιοτικού κρασιού. Τέτοιες μέρες του Σεπτέμβρη, όταν το φθινόπωρο έκανε έντονη την παρουσία του, με το πρωινό και βραδυνό απώι. Αυτό το μήνα του τρύγου και του μούστου που βοηθούσαμε τους γονείς μας, για να βγει το νέο κρασί.

Μια πολύβουη κυψέλη οι αμπελώνες γύρω από το χωριό μου.

Ο τρύγος ήταν υπόθεση που άγγιζε όλες τις ηλικίες με τις μικρότερες ηλικίες να μπαίνουν στα πατητήρια και όλες οι δουλειές να γίνονται από κοινού με άνδρες, γυναίκες, παιδιά και παππούδες.

Μια πραγματική γιορτή. Θυμάμαι τα πειράγματα και τους αστεϊσμούς, το κέφι και τη χαρά. Ακόμα “βλέπω” εκείνα τα μεγάλα κοφίνια τα πλεγμένα με λυγαριά ή αγριελιά, τα γεμάτα με τα ομόγλυκα σταφύλια, ροδίτες, ροζακιά και μοσχάτα κυρίως. Βέβαια πριν από τον τρύγο γινόταν το πλύσιμο των βαρελιών και πολλές φορές η αποσυναρμολόγησή τους και φυσικά στη συνέχεια η αποκατάσταση. Τα βαρέλια ήταν ξύλινα και δεν υπήρχαν τα σημερινά πλαστικά ή μεταλλικά σκεύη. Έπρεπε λοιπόν αυτά τα κρασοβάρελα όπως τα έλεγαν να είναι έτοιμα προκειμένου να δεχθούν τον “υψηλό επισκέπτη” το καινούργιο κρασί!

Τρύγος! Μια κορυφαία διαδικασία, μια περίοδος που οι εικόνες της ξυπνούσαν την ερωτική διάθεση στους λυρικούς: “ας φιλιούμαστε στα χείλια κι ας τρυγούμε τα σταφύλια”, λαχταρά στον τρύγο ο Αθανάσιος Χριστόπουλος.

Τα λόγια του Χριστόπουλου κάνουν τον Αλέξανδρο Ραγκαβή να δικαιολογείται στον δικό του “τρύγο” για την ερωτική του αποκοτιά λέγοντας: “ήσαν χείλια κι όχι κόκκινα σταφύλια. Ένας άλλος ποιητής του βουνού και του λόγγου, ο Κώστας Κρυστάλλης, είναι σίγουρος πως το αμπέλι του, το τόσο καλοκλαδεμένο και πλατύφυλλο, θα του δώσει το πολυπόθυτο κρασί για να κεράσει τον ξενιτεμένο που γυρνάει από τα μαύρα ξένα. Αυτό το κρασί που ευφραίνει, που αναζωογονεί και ξεκουράζει, που το πίνουν οι νεόνυμφοι, μαζί με τις ευχές του γάμου, το κρασί της “ευκληματούσας” αμπέλου!

Αυτό το κρασί που έφθανε στην κάθε συνοικία τέτοιες μέρες με προορισμό τις ταβέρνες και τα φτωχά καπηλειά της πρωτεύουσας αφενός, αλλά και της περιφέρειας αφετέρου. Μια ιδιαίτερη ταβέρνα τα πιο παλιά χρόνια ήταν και η μπακαλοταβέρνα που λειτουργούσε συγκεκριμένες ώρες, μέσα ή   μπακάλικο όταν αυτό έκλεινε τις πόρτες του για τους πελάτες, αλλά και για τις πελάτισσες τροφίμων. Εκεί σ’ αυτά τα λιτά αλλά ζεστά στέκια, ο κάθε ρέκτης έβρισκε το καλό κρασί, την ποιοτική κεχριμπαρένια ρετσίνα, που φυλάσσονταν στους υπόγειους χώρους, εκεί όπου υπήρχαν ιδανικές κλιματολογικές συνθήκες, Μια πραγματική κρασοκατάνυξη με τον μεζέ, που τις περισσότερες φορές δεν ήταν και τόσο σπουδαίος.

Ήταν όμως αρκετά πικάντικος, αφού πάντοτε υπήρχαν ωραίες ελιές, βαρελίσιος ταραμάς, παχύ τυρί, παστές, σαρδέλες με έντονο άρωμα, ρέγγα καπνιστή, αυγομένη συνοδευόμενη από ένα μεγάλο κοπανιστό κρεμμύδι, που το κοπάνιζαν για να φύγει η καούρα του. Όλα αυτά με την επιμέλεια του μπακάλη και ταβερνιάρη για λίγη ώρα.

Όλοι οι παραπάνω μεζέδες αποτελούσαν το χαρακτηριστικό έδεσμα της κάθε μπακαλοταβέρνας και όταν επρόκειτο οι θαμώνες να δεξιωθούν κάποιον επίσημο επισκέπτη, σίγουρα το μαγαζί έκανε το κάτι παραπάνω. Μέσα σ’ ένα τηγάνι, ένα κορν-μπηφ μαζί με αρκετά αυγά, όταν ό,τι πιο εκλεκτό. Τότε οι μερακλήδες πότες, έδιναν ρεσιτάλ κεφιού και παρέας.

Μοναδικές απολαύσεις παρελθόντων ετών… Και υπήρχε και το επιδόρπιο που ήταν συνήθως ο “χαλβάς του μπακάλη” χαλβάς και πάνω του έριχναν κανέλα με μερικές σταγόνες λεμονιού. Ακολουθούσαν φυσικά τα τελευταία ποτηράκια και κατά τον τρόπο αυτό ολοκληρώνονταν ο κύκλος ενός θεσπεσίου γεύματος, κυρίως τις μεταμεσημβρινές ώρες, αφού οι περισσότερες μπακαλοταβέρνες άνοιγαν μόνο μεσημέρια!

Σεπτέμβρης, μήνας προετοιμασίας και πανηγυριού της μουστιάς, ένα πραγματικά χαριτωμένο “φεστιβάλ” του Βάκχου, όπου είχαν τόση γραφικότητα οι δουλειές για το καθάρισμα των βαρελιών, το συγύρισμα της ταβέρνας που δεχόταν τον μούστο, το κουβάλημά του πάνω στα κάρρα από τα Μεσόγεια, περνώντας τους αθηναϊκούς δρόμους και σκορπώντας την αψόγλυκεια μυρωδιά του, και φιλεύοντας απ’ αυτόν τις νοικοκυρές για να κάνουν την πατροπαράδοτη μουσταλευριά!

Σήμερα σπανίζει να γευόμαστε αυτές τις παλαϊνές παραδοσιακές γεύσεις που μας προσέφεραν οι νοικοκυρές εκείνης της εποχής, εκτός από κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις νέων, αλλά παλειάς κοπής σημερινών νοικοκυριών/ Θα κλείσω την σημερινή μου αναφορά με το κρασί και το αμπέλι που θεματικά έχουν την μερίδα του λέοντος στην λογοτεχνία μας. Έτσι πολύ απαλά και ανάλαφρα ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, συνταιριάζει στους παρακάτω στίχους του το φεγγάρι, το παραθύρι και φυσικά την κληματαριά του σπιτιού του:

“Παίζει απόψε το φεγγάρι

μέσα στην κληματαριά

που ‘ναι να το πιείς, αλήθεια

στο ποτήρι!

κι όχι ΄τόσο γιατί παίζει

στην κληματαριά

όσο γιατί φέγγει δίπλα

σ’ ένα παραθύρι”.