Απέναντι στο ρόλο των ιστορικών και της ιστορικής καταγραφής έχει γραφτεί από τον Δ. Γ. Χρηστάκη και το εξής για τη Βιάννο: «Όλο το ενδιαφέρον των περισσότερων ‘επίσημα’ εκφραζόμενων περί την ιστορία έχει επικεντρωθεί στο ολοκαύτωμα των είκοσι χωριών της Βιάννου και της Δυτικής Ιεράπετρας με την προχειρότητα να φτάνει σε ασύστολη ύβρη από ανώνυμους μισθοφόρους παραχαράχτες της ιστορίας».

Κόντρα σε τέτοιους παραχαράκτες, ο Λευτέρης Διακογιάννης, ο οποίος δεν δέχτηκε να βάλει το μαύρο πουκάμισο του ιταλικού φασισμού, έγραψε το βιβλίο του «Οι ανυπότακτοι της Σύμης». Δεν  μιλάει για την δική μας Σύμη  – αλλά την όμορφη Σύμη της Δωδεκανήσου με τα νεοκλασικά– και αναδεικνύει το ρόλο των Βρετανών και τον παρασκηνιακό ρόλο των ξένων δυνάμεων ακριβώς μετά την Αντίσταση, φέρνοντας στο φως την άγνωστη περίοδο που δεν διδάσκεται στα σχολεία και ονομάζεται «βρετανική κατοχή στα Δωδεκάνησα».

Αντίστοιχα βιβλία-ντοκουμέντα, έχουμε χρέος σήμερα να στηρίξουμε και για την δική μας Σύμη  – της Κρήτης – και τα γύρω χωριά στη Βιάννο. Το συγκλονιστικό κείμενο του δικού μας Γρηγόρη Κονδυλάκη το λέει ξάστερα: «Αυτοί που έζησαν από κοντά τα παρασκήνια των φοβερών ημερών πρέπει επιτέλους να μιλήσουν. Δεν δικαιολογείται με τίποτα η σιωπή τους». Και είναι κι αυτό ένα στοίχημα σήμερα, 75 χρόνια μετά: Να σπάσει η σιωπή και να καταγραφούν όσα δεν έχουν βγει μέχρι σήμερα το φως.

Ο Λευτέρης Μαστρογιωργάκης σημειώνει σε μια άλλη ιστορική ομιλία για τη δική μας Σύμη: «Η ενέδρα της Σύμης, διαπιστώνουμε και σήμερα, είχε πηγή και σχέση με τα εγγλέζικα και αμερικάνικα επικυριαρχικά τερτίπια που κοινός σκοπός και κοινό συμφέρον τους ήταν το ξεκαθάρισμα και το πνίξιμο της απελευθερωτικής λαϊκής αντίστασης του ελληνικού λαού. Γιατί η αντίστασή του δυσκόλευε τα μετά απελευθερωτικά τους σχέδια να γίνουν αφεντικά στον τόπο». Παλαιστίνη, Κύπρος, Δωδεκάνησα και Κρήτη, αναπόφευκτα έρχονται στο μυαλό.

Και σε άλλο σημείο αναφέρει: «Πρωτοκάψανε, μας έλεγαν, οι Εγγλέζοι τα χωριά μας και καράβια δεν φάνηκαν για απελευθέρωση. Γιατί; ΕΑΜίτικη ήταν η επαρχία -σχολίασε κάποιος-, και ήταν ορθή η γνώμη αυτή των ηλικιωμένων συνεπαρχιωτών μας για τις ευθύνες των Άγγλων».

Ο Γρηγόρης ο Κονδυλάκης ρωτά κατά την δική του αφήγηση: «Πώς ήταν δυνατόν στρατιώτες έτοιμοι για μάχη, με μεταγωγικά, να διανύσουν απόσταση 15 χιλιομέτρων περίπου, αφού πρώτα ανέβαιναν τη φοβερή ανηφόρα της Ρούσας Κεφάλας, να διαφύγουν την επισήμανσή τους από ανθρώπους των ανταρτών που ήταν σε κάθε χωριό, σε κάθε ανάδιο, και να τους αιφνιδιάσουν μέσα στη Σύμη;”. Ερωτήματα που σήμερα ζητούν απαντήσεις, όπως και το άλλο ιστορικό ερώτημα που θέτει ο φιλόλογος Κ.Γ. Στεφανάκης πριν μερικά χρόνια στην «Πατρίδα»: «Γιατί δόθηκε η διαταγή να εξουδετερωθεί το φυλάκιο της Σύμης;».

Καμία μαρτυρία σήμερα δεν περισσεύει. Τη δική της αξία έχει φυσικά και η επιστολή του Λη Φέρμορ το 1979 στο «Βήμα»: «Οι διαταγές που έλαβα από το Συμμαχικό Στρατηγείο… ήταν να αποφευχθεί κάθε προστριβή με τους Γερμανούς εκείνη την πολύ κρίσιμη στιγμή – δηλαδή τις μέρες της ιταλικής συνθηκολόγησης – για να μπορέσουμε εμείς να παραλάβουμε ανενόχλητοι τον ιταλικό οπλισμό, που θα μοιραζόταν μετά στις κρητικές αντιστασιακές δυνάμεις».

Συνολικά στον πόλεμο αυτό έπεσαν 461 Βιαννίτες από τις σφαίρες του κράτους που φυγοδικεί μέχρι σήμερα αρνούμενο να πληρώσει ακόμη και τις ζημιές που έκανε. Στη Βιάννο και από Βιαννίτες ξεκίνησε κι αναπτύχθηκε η αντίσταση της Κρήτης. Η σφιχτή κοινωνική συνοχή και η οργάνωση του ΕΑΜ ήταν που έσωσε από την πείνα και την αρρώστια όσους είχαν ανάγκη. Και ο λαός της Βιάννου, παρά τις απερίγραπτες συμφορές, την προσφυγιά και την πείνα, καθώς και τις στρατιωτικές δυνάμεις των Γερμανών που φρουρούσαν τη νεκρή ζώνη των χωριών του, πέντε μόλις μήνες μετά το ολοκαύτωμα δημιούργησε το νέο αντάρτικο στα ίδια βουνά και λημέρια.

Ο λαός αυτός, οργανωμένος στη μεγάλη του πλειονότητα στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, διαφύλαξε και τροφοδότησε επί οκτώ περίπου μήνες (Μάρτιος-Οκτώβριος του 1944) τους καινούργιους αντάρτες του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, που αργότερα έλαβαν μέρος στις μάχες της Παναγιάς, του αεροδρομίου Καστελλίου Πεδιάδος (μέσα Σεπτεμβρίου 1944) και στη νικηφόρα εκ παρατάξεως μάχη του Μαραθίτη-Φορτέτσας (11 Οκτωβρίου 1944). Η Κρήτη ελευθερώθηκε με τα όπλα αυτών των ανταρτών που κανένα ληστρικό ολοκαύτωμα δεν λύγισε.

Σήμερα, Σεπτέμβρης του 2018, είναι καιρός να δούμε με ειλικρίνεια και ενωτικά μεταξύ μας τα γεγονότα. Να μην την κάνουμε τη χάρη στον αντίπαλο που έχει όπλο τη λήθη. Να ανατρέξουμε σε κάθε μαρτυρία. Να φωτίσουμε το νόημα της θυσίας και της καταστροφής. Να δούμε πώς θα ενισχύσουμε σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο το κίνημα διεκδίκησης των γερμανικών αποζημιώσεων. Να δούμε πώς θα πάμε με τις ευρύτερες και δημοκρατικές δυνάμεις το πόρισμα στην Ελληνική Βουλή.

Με ρεαλισμό, σεβασμό και τον εύλογο πόνο της μνήμης βρισκόμαστε σήμερα σε ένα ιστορικό τριήμερο Συνέδριο για τα Ολοκαυτώματα και τις Γερμανικές Αποζημιώσεις όπου δίδεται η μοναδική ευκαιρία να ακουστεί η Αλήθεια, ή έστω σοβαρές πτυχές της. Σήμερα καμία μαρτυρία δεν περισσεύει. Σήμερα έχουμε χρέος να βάλουμε στην άκρη τους «παραχαράκτες της ιστορίας» που μόνο μπροστά δεν πήγανε τον τόπο μας.

Η φωνή της αλήθειας θα δυναμώσει περισσότερο αν συνδεθεί και αν εκφραστεί ως κραυγή αγωνίας για την ειρήνη, αλλά και ενάντια στο φασισμό. Μέσα από τέτοια προσέγγιση μόνο στρώνεται ο πολύπαθος δρόμος για τις αποζημιώσεις, αλλά και ο δρόμος για να κοιτάμε στα μάτια τα παιδιά μας.

*Ο Νίκος Ε. Ηγουμενίδης, Βιαννίτης στην καταγωγή, είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στο Ηράκλειο