Α λήθεια πόσο πολύ πόνο μπορεί να σηκώσει μια ζωή και πόσο φόβο μπορεί να αντέξει μια καρδιά;
Αφιερωμένο στη μνήμη της Φωτεινής Σταυρακάκη 24 χρονών, της Μαρίας Σταυρακάκη 18 και του Γιάννη Σταυρακάκη 17 χρονών. Παράπλευρες απώλειες ενός ολοκαυτώματος που άλλαξε τη μοίρα εκατοντάδων ανθρώπων.

Οι ριπές από τα πολυβόλα ακούγονταν σαν κραυγές στα αυτιά της Φωτεινής. Παγωμένη και ακίνητη παρακολουθούσε τις εκτελέσεις από το δώμα του σπιτιού της. Η φωνή της την έπνιγε και το βλέμμα της προσπαθούσε να ξεχωρίσει μέσα από τις ανθρώπινες φιγούρες των γραμμών του εκτελεστικού αποσπάσματος τον αγαπημένο της πατέρα. Ήταν όμορφη η Φωτεινή, όμορφη σαν νεράιδα με τα καθάρια μάτια, το λευκό δέρμα και τα μακριά μαλλιά που μόλις το πρωί τα είχε πλέξει στεφάνι στο κεφάλι της για να πάει στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού.

Όμως τώρα ο φόβος ήταν ζωγραφισμένος στο θολωμένο βλέμμα της και τα μαλλιά της ανάκατα στο πρόσωπο λες και ‘θελαν να κρύψουν ή να στεγνώσουν τα βουβά της δάκρυα. Ούτε που κατάλαβε πως τα αδέρφια της η Μαρία και ο Γιάννης της τραβούσαν τα χέρια: «Φωτεινή έρχονται πάλι οι Γερμανοί πάμε να φύγουμε…».

Σαν σε λήθαργο η Φωτεινή τους κοίταξε με απλανές βλέμμα. Το δυνατό κλάμα της Μαρίας και παράκληση του Γιάννη «δεν βρίσκω τη μάνα πάμε να κρυφτούμε Φωτεινή: Θα μας σκοτώσουν όλους!», τη συνέφερε. Σαν μεγαλύτερη η Φωτεινή ένιωσε βαρύ το χρέος να προστατέψει τα αδέρφια της. Κοίταξε την πόρτα του σπιτιού τους και ένιωσε ότι εκεί, μέσα στο σπίτι τους θα βρει το καταφύγιο που έψαχνε.

Τους πήρε από το χέρι και διάβηκε την πόρτα, έκλεισε το μάνταλο και σήκωσε τη σχολινή πατανία που η μάνα της είχε στρώσει από νωρίς στο κρεβάτι. «Μπείτε από κάτω» τους είπε. Αγκαλιασμένοι περίμεναν και ο χτύπος της καρδιάς τους έμοιαζε να σπάει τη βαριά σιωπή. Κρατούσε από το ένα χέρι τη Μαρία και από το άλλο τον Γιάννη. Ο πυροβολισμός που σκότωσε το σκύλο της, που πιστά στεκόταν έξω απο την πόρτα, ακούστηκε ταυτόχρονα με το σπάσιμο του μάνταλου. Το σπίτι γέμισε γερμανούς και άγριες φωνές. Τα βήματα τους πλησίασαν το κρεβάτι.

Η Φωτεινή έκλεισε τα μάτια να μην βλέπει τις βαριές μπότες τους. Όταν δύο χέρια πέταξαν το κρεβάτι στη μέση του σπιτιού, η Φωτεινή, η Μαρία και ο Γιάννης σφιχταγκαλιασμένοι στο πάτωμα με τον τρόμο στα μάτια προκάλεσαν μεγάλη ευθυμία στους γερμανούς. Γελώντας άγρια τους περικύκλωσαν και ακούμπησαν τα πολυβόλα στο πρόσωπό τους Η Φωτεινή κοίταξε αυτόν που την σημάδευε μες τα μάτια και ένα μεγάλο αθώο “γιατί” ζωγραφίστηκε στην όψη της…

Τις επόμενες μέρες η μάνα τους η κερά Καλή, αφού έθαψε τον άντρα της, τον Νικολή, έθαψε την Φωτεινή, τη Μαρία και το Μιχάλη που η καρδιά τους πρόδωσε…. Και έμεινε να λένε για χρόνια στα Αμιρά «Ω την κακομοίρα την Καλή που στις εκτελέσεις έχασε τον άντρα της τον Νικολή και σε 20 μέρες έθαψε και τα τρία της κοπέλια»….

Στη μνήμη λοιπόν της Φωτεινής, της Μαρίας του Γιάννη που για μένα συμβολίζουν όλα τα νιάτα και τα όνειρα που χαθήκαν εκείνη τη μέρα. Στη μνήμη της μάνας τους της Καλής (Καλλιόπης Σταυρακάκη) που σήκωσε τον βαρύ σταυρό μέχρι το τέλος της ζωής της με καλοσύνη ως σύμβολο της μάνας, της γυναίκας των χωριών της Βιάννου.

Στη μνήμη όλων όσοι έφυγαν εκείνη τη μαύρη μέρα της 14ης Σεπτεμβρίου, αλλά και όσων έμειναν να παλεύουν με την ορφάνια την πείνα, τη δυστυχία, την βαριά απώλεια και τις αναμνήσεις ενός ολοκαυτώματος μέχρι το τέλος της ζωής τους. Στη μνήμη όλων αυτών η δική μας υπόσχεση. Δεν σας ξεχνάμε και θα συνεχίσουμε μιλάμε για εσάς. Γιατί όπως λέει και ένας φίλος κάθε φορά που λες το όνομα αυτού που έχει φύγει η ψυχή του χαίρεται.

Ευχαριστώ τη μάνα μου Σοφία Σταυρακάκη αλλά και τον κ. Ιωάννη Βερυκοκάκη και τον κ. Στέλλιο Μαθιουδάκη που μου μετέφεραν τις βαριές τους αναμνήσεις τους.