Του Κώστα Ν. Κωνσταντίνου*

Στον εσπερινό της Μεγάλης Παρασκευής ψάλλεται σε ήχο Πλάγιο του Πρώτου το θρηνητικό ιδιόμελο «Σε τον αναβαλλόμενον το φως».

Ο ποιητής ονόματι Θεοφάνης -πιθανόν ο Θεοφάνης ο Γραπτός του 8ου αιώνα της σφοδρής εικονομαχικής αντιπαλότητας, ένας από τους μεγαλύτερους υμνογράφους της Εκκλησίας μας- φαντάζεται τον Ιωσήφ να κλαίει με σπαρακτικό δέος τον αποκαθηλωμένο Ιησού και να θρηνεί για το εάν θα ανταποκριθεί, όπως αρμόζει, στη θεϊκή κηδεία.

Η παρομοίωση «ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον» βρίσκεται ήδη στον 103ο Ψαλμό του Δαβίδ: «Κύριε ὁ Θεός μου, ἐμεγαλύνθης σφόδρα, ἐξομολόγησιν καὶ μεγαλοπρέπειαν ἐνεδύσω ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον». Το αρχαίο «αναβάλλομαι» έχει εδώ την έννοια του «ντύνομαι, ρίχνω το πανωφόρι στους ώμους μου» από όπου και τα «αναβολή, αμβολή» με τη σημασία του μανδύα, επενδύτη. Οι Λατίνοι το πήραν ως abolla.

Σήμερα, εμείς με τη φράση «του έψαλλε τον αναβαλλόμενο» εννοούμε άλλα πράγματα. Ευχόμενος σε όλους Μεγάλη Εβδομάδα μετά περισυλλογής και Λαμπρή την Ανάσταση, παραθέτω τον συγκινητικό και εξαίρετον αυτόν ύμνο σε ρυθμικό νεοελληνικό λόγο, αν και πιστεύω ότι το πρωτότυπο κείμενο είναι πλήρως κατανοητό:

«Εσένα που τυλίγεσαι το φως όπως το ρούχο,
όταν με τον Νικόδημο ο Ιωσήφ Σε πήρε
από το ξύλο του Σταυρού
και Σε αντίκρισε νεκρό, γυμνό, χωρίς τον τάφο
πονόψυχο σηκώνοντας έλεγε μοιρολόι
πνιγμένος μες στα κλάματα:
Αχού γλυκέ μου Ιησού,
πριν από λίγο στο Σταυρό επάνω κρεμασμένο
ο ήλιος που Σε κοίταξε τη σκοτεινιά λουζόταν,
κι η γη μέσα στο φόβο της πήγαινε μια και ερχόταν
και του ναού το σκέπασμα σκιζότανε στα δύο.
Αλλά, να! Τώρα βλέπω Σε
για χάρη μου που θέλησες θάνατο να περάσεις.
Να Σε κηδέψω Θεέ μου πώς,
ή σε σεντόνια μέσα πώς, να Σε περιτυλίξω;
Το αμόλυντο το σώμα Σου ποια ν’ ακουμπήσουν χέρια;
Οικτίρμονα στο ξόδι Σου άσματα ποια να ψάλλω;
Και την ταφή Σου υμνολογώ, τα πάθη Σου δοξάζω,
μαζί με την Ανάσταση το δόξα Σοι κραυγάζω».

Κώστας Ν. Κωνσταντίνου είναι διευθυντής του 2ου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου
https://kostaskonstantinou.com