Την παλιά εποχή οι γονείς εκτελούσανε τις παροιμίες και τις συνήθειες που ωφελούσανε γιατί πιστεύανε ότι μόνο έτσι θα έχουν πρόοδο στην οικογένειά τους. Αυτό το λένε σήμερα οι ηλικιωμένοι όταν κάνουνε παρέα μεταξύ των και ο καθένας αναφέρει ό,τι θυμάται για να περνούν την ώρα τους στη γειτονιά τους ή στο καφενείο που πηγαίνουν. Εκεί όπως συζητούν λένε από τα παλιά τους βιώματα, όπως έρχονται στην σκέψη τους χωρίς να το περιμένουν και τα μεταφέρουν αμέσως στους άλλους για να μην τα ξεχάσουν.

Εκτός από αυτά λένε και τα όνειρά τους που βλέπουνε τα βράδια που κοιμούνται. Είναι αλήθεια ότι όσοι νεότεροι τους κάνουν παρέα απορούν πως δεν τα ξεχνούν. Όμως κάποτε ένας είχε πει ότι τα θυμάται γιατί από μικρός είχε ακονίσει το μυαλό του, γι’ αυτό δεν τα ξεχνούσε.

Μετά από όλα αυτά για να μας φύγει η απορία ρωτήσαμε κάποιο ηλικιωμένο να μας πει το τελευταίο του όνειρο που έχει δει από τις συνήθειες που είχε ζήσει και αν τώρα οι νέοι μας τις εκτελούν.

Αμέσως  πήρε τον λόγο και είπε: Πρώτα θα σας πω μια μαντινάδα που την έβγαλα μετά από το όνειρο που είχα δει πριν λίγες ημέρες και από εκεί θα καταλάβετε αν λέω την αλήθεια: Μια κοπελιά μπεγέντισα στα παιδικά μου χρόνια, εδά την βλέπω στη γειτονιά και θα καίγομαι αιώνια. Στο όνειρό μου είχα δει μια γειτόνισσά μου που όταν ήμουνα μικρός την είχα μπεγεντήσει αλλά δεν της έκανα νόημα να το καταλάβει ότι μου αρέσει. Είχα σκοπό όταν θα γυρίσω από στρατιώτης να την ζητήσω με τον προξενητή για να την κάνω γυναίκα μου. Όμως εγώ είχα κάνει μια κουζουλάδα στον στρατό και άργησα να απολυθώ. Αφού δεν το ήξερε ότι τη μπεγεντώ την ζήτησε και την πήρε ένας άλλος γείτονάς μου. Έτσι ήτανε η συνήθεια την εποχή μας και την τηρούσαμε. Μετά εγώ είχα μεγαλώσει και έμεινα απάντρευτος, αλλά και δεν ήθελα άλλη αφού αυτή είχα μπεγεντίσει.

Στην παρέα ήτανε και άλλος ένας ηλικιωμένος που εκείνη την ώρα θυμήθηκε όταν ήτανε μικρός και αυτός που είχε μπεγεντίσει μια κοπελιά και ζήτησα να μας πει την επιτυχία που είχε. Όταν τελείωσα το Δημοτικό σχολείο είπε, ήμουνα συνέχεια κοντά στον πατέρα μου στις αγροτικές δουλειές και στα πρόβατα. Μια μέρα μου είχε πει η μάνα μου: Γιαννιώ, πάρε την στάμνα και να πας στη βρύση, να φέρεις νερό και μέχρι να έρθεις θα είναι έτοιμο το φαγητό να φάμε.

Πηγαίνοντας στο δρόμο είδα την κόρη ενός χωριανού μας και μου άρεσε που ήτανε όμορφη. Μετά πήγαινα συνέχεια στη βρύση για νερό χωρίς να μου το λέει η μάνα μου με σκοπό να την συναντήσω μοναχή, να της πω ότι την μπεγεντώ για να το ξέρει. Μετά από ένα μήνα όταν εγώ πήγαινα στη βρύση αυτή γύριζε και της είπα: Μαρία μου, σε μπεγεντώ και όταν θα μεγαλώσεις, θα στείλω τον προξενητή, στον πατέρα σου για να σε δώσει. Αυτή μετά το κράτησε μυστικό και περίμενε. Πράγματι, πήγα στρατιώτης δύο χρόνια και η κοπέλα με περίμενε. Όμως μια φορά όπως μου είπε μετά, της είχε πει η μάνα της: Κόρη μου, πρέπει να σε παντρέψω γιατί μεγάλωσες. Αυτή της απάντησε σιγά – σιγά μάνα να μην βιαστούμε για να βρεθεί ένα καλό παλικάρι και να είναι νοικοκύρης.

Τα δύο χρόνια περάσανε και όταν γύρισα στο σπίτι μας μετά από ένα μήνα είπα στον πατέρα μου ότι είναι πια καιρός να παντρευτώ και αμέσως με ρώτησε: Γιάννη, από μικρός είχες βάλει στο μάτι καμιά κοπελιά; Ή να σου πω εγώ; Και αμέσως απάντησα: Πατέρα, από μικρός είχα μπεγεντίσει την κόρη του χωριανού μας Ανδρέα.

Ο πατέρας μου δέχθηκε και αμέσως έστειλε τον προξενητή και όλα τελειώσανε σε λίγο χρόνο και παντρευτήκαμε.

Η παλιά εποχή έχει φύγει πριν πολλά χρόνια και το αποτέλεσμα της παρούσας συνήθειας δεν συγκρίνεται ούτε στο ελάχιστο λένε σήμερα οι ηλικιωμένοι που είχαμε σιγουριά και οι οικογένειες είχανε πρόοδο σε όλα. Σήμερα τα παιδιά δεν την γνωρίζουν γιατί οι γονείς τους δεν τα ενημερώνουν.

Εμείς την υπενθυμίζουμε και ας πάρουν θέση και ίσως ένα μέρος αυτών να την εφαρμόσουν οπότε θα συγκρίνουν το αποτέλεσμά της και να την εφαρμόζουν.

Τέλος, την φορά αυτή η παλιά συνήθεια μεταφέρθηκε να την εκτελεί ο ίδιος ο άνθρωπος όταν θα ήθελε να αγοράσει ζώα για τις ανάγκες της οικογένειάς του.

Έτσι, το πρωί και το βράδυ όταν μπαίνανε και βγαίνανε στις μάνδρες τους κοίταζε ποια πρόβατα είναι όμορφα, ψηλά κ.λπ. και αυτά τα μπεγεντούσε. Το ίδιο έκανε για τον γάιδαρο και τις κατσίκες. Μετά πήγαινε στο καφενείο και κάνανε το παζάρι. Όταν συγκέντρωνε τα λεφτά τον πλήρωνε και τα έπαιρνε με τις καλύτερες ευχές για καλή σοδειά.

*Ο Γιάννης Τσακπίνης είναι απόστρατος αξιωματικός