Η ανθρωπιά συγκρούστηκε αυτές τις μέρες με την δήθεν υποχρέωση τήρησης των κανονισμών της ναυσιπλοΐας, της υποχρέωσης που απορρέει από την συγκεκριμένη εργασία. Κανονισμοί που έχουν τεθεί για την υποτιθέμενη προστασία του ανθρώπου. Τι υποκρισία. Ακόμα και η απλή λογική δεν μπόρεσε να λειτουργήσει έγκαιρα και να αποτάξει κάθε κανόνα ή εντολή που προέρχεται «άνωθεν», ή από τον φόβο ακόμα απώλειας της θέσης εργασίας του, προκειμένου να μην κινδυνεύσει να χαθεί μια ζωή.
Ο Αντώνης έτρεξε να προλάβει το πλοίο. Τι καλή του τύχη! Ο καταπέλτης του πλοίου ήταν ακόμα ακουμπισμένος στην προβλήτα, προλαβαίνει το πλοίο, με ένα βήμα. Η χαρά του δεν περιγράφεται. Έσπευσε να ανεβεί για να γυρίσει στο σπίτι του…
Η καλοσύνη του Αντώνη ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Δεν το φαντάστηκε όμως πως ζουν ακόμα στη χώρα μας τα τρομερά θηρία η Σκύλλα και η Χάρυβδη από την εποχή του πολυμήχανου Οδυσσέα. Ότι το μέλλον του θα σταματούσε εκεί που τα δύο θηρία του είχαν στήσει καρτέρι, Όχι για όλους. Μόνο για τους ανεπιθύμητους. Τον πέταξαν στη θάλασσα όπως ένα φλούδι από πορτοκάλι. Ποιος είναι αυτός που ορίζει, ποιος αποφασίζει ποιος θα περάσει σώος και ποιος θα ριχτεί στη θάλασσα.
Θεατές όλο το Πανελλήνιο. Όλη η Ελλάδα, μικροί μεγάλοι έφριξαν. Δεν πίστευαν αυτό που έβλεπαν, δεν ήθελαν να το πιστέψουν. Δύο άνθρωποι να σηκώνουν ένα νέο ο οποίος φαινόταν πολύ ήπιος, προσπαθούσε μόνο να τους ξεφύγει για να περάσει στο εσωτερικό του πλοίου.
Όμως καθώς το πλοίο απομακρυνόταν από την προβλήτα τον σήκωσαν και τον πέταξαν στη θάλασσα. Μείναμε όλοι εμβρόντητοι, θεατές και ανήμποροι να αντιδράσουμε, με το στόμα ανοικτό εκστομίζοντας τα χειρότερα για τους φύλακες του μοιραίου πλοίου.
Τι προστατεύανε στο πλεούμενο αυτό; Μήπως το βάρος του σώματος ενός νέου ανθρώπου, σαν φορτίο, που θα ήταν υπέρβαρο, διασαλεύοντας την ίσαλο γραμμή του καραβιού;
Ψάχνεις με το μάτι στην TV να δεις κάποιον φύλακα του λιμανιού, ένα όχημα με Όργανα της Τάξεως ή επιτέλους ένα όχημα πρώτης ανάγκης, ασθενοφόρο για να επέμβει άμεσα. Μάταια όμως. Ψυχή δε φαινόταν. Έρημος και σκοτεινιά. Μια σκοτεινιά που δεν προμήνυε τίποτα καλό.
Η συγκίνηση, η αγανάκτηση, ο θυμός και η οργή δεν καταλαγιάζουν έτσι εύκολα. Σε πιάνει μια παραζάλη, δεν σε βαστούν τα πόδια σου και σωριάζεσαι στο πρώτο κάθισμα που βρίσκεις μπροστά σου, ψυχικά άδειος από την αδυναμία να επαναφέρεις τα τραγικά γεγονότα στην προηγούμενη κατάσταση.
Πώς χάθηκαν από τον ουρανό της Χώρας μας τα ανθρώπινα συναισθήματα, η αλληλεγγύη, η ανθρωπινότητα, η ευγένεια, έστω η αντίληψη της λογικής, η συμπάθεια, η συμπαράσταση προς τον συνάνθρωπο, χωρίς να λογαριάσουμε την αυτόματη υποσυνείδητη αντίδραση, που σπεύδει κανείς χωρίς δεύτερη σκέψη να σώσει μια ψυχή που κινδυνεύει άμεσα;
Πώς έχει παρεισδύσει στο μυαλό του Έλληνα η απαξία προς την ανθρώπινη ζωή τόσο εύκολα και αβασάνιστα σε απόπλου από ένα λιμάνι πασίγνωστο σε όλη την Οικουμένη και τραγουδισμένο, που μιλά για αγάπη για όλο τον κόσμο και προπαντός για τα παιδιά; Ένα παιδί ήταν και ο Αντώνης.
Αλλά την απαξία προς την ανθρώπινη ζωή τη βλέπουμε και στα γήπεδα, και στην οικογενειακή βιαιότητα, και στα ασυγκράτητα νεύρα, και στην εγκατάλειψη θύματος. Ίσως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις.
Είναι ένα ουσιώδες αναπάντητο ερώτημα.
* Ο Γιώργος Λυδάκης είναι φαρμακοποιός