Ο φίλος μας  ο Χρύσανθος πάντρευε τον γιο του στη Μεσσαρά. Μας κάλεσε και πήγαμε. Ζέστη. Κατακαλόκαιρο.

Το κέντρο ήταν μια μεγάλη, ευρύχωρη κλειστή αίθουσα, κλιματιζόμενη. Εμείς πήγαμε νωρίς και πιάσαμε θέσεις, εγώ και η γυναίκα μου, από τους πρώτους.

Σε λίγο άρχισε να γεμίζει η αίθουσα. Απέναντί μας, στο τραπέζι, κάθισε ένα ζευγάρι, ο άντρας γύρω στα πενήντα, γεροδεμένος, ηλιοκαμένος χωρικός, και η γυναίκα του μοντέρνα, περιποιημένη. Από την αρχή κιόλας το ζευγάρι, άντρας και γυναίκα, άρχισαν να καπνίζουν μέσα στον κλειστό χώρο, με τόσο κόσμο – παφ πουφ – το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο ασταμάτητα.

Μας  φλόμωσαν. Ντουμάνιασε η ατμόσφαιρα γύρω μας. Κι εμένα άρχισαν να τσούζουν τα μάτια μου από τον καπνό. Κάποια στιγμή κοίταξα τον άντρα ενοχλημένος. Με αντελήφθηκε και με ρώτησε κάπως επιθετικά.

– Ενοχλώ σε, σύντεκνε;

– Α, όχι! Κάντε τη δουλειά σας…

– Και ο Πολάκης, που είναι γιατρός και υπουργός υγείας, καπνίζει…

– Αναπληρωτής υπουργός υγείας είναι, του απάντησα.

-Ό,τι κι αν είναι, είναι παλικάρι.

– Το κάπνισμα όμως κάνει κακό στην υγεία μας, και σε κλειστούς χώρους απαγορεύεται.

Εκείνη τη στιγμή ήρθε και κάθισε δίπλα τους, στη θέση που είχαν πιασμένη, ένας αφράτος παχουλός νεαρός, γύρω στα εικοσιπέντε, κοιλαράς, παράξενο για την ηλικία του. Άρχισε κι αυτός να καπνίζει. Τον κοίταξα περίεργος. Με αντελήφθηκε πάλι ο άντρας  και μου εξήγησε.

– Γιος μας είναι. Είναι παχύς, αλλά πάει στο γυμναστήριο και κάνει ασκήσεις για να αδυνατίσει.

– Πληρώνει γι’  αυτό;

– Κι αμ  ίντα; Τζάμπα θα κάνει θεραπεία;

– Και γιατί, αντί για το γυμναστήριο, δεν πηγαίνει να δουλέψει π. χ. σε θερμοκήπιο, να μαζεύει ντομάτες και αγγούρια, και να πληρώνεται κιόλας, αντί να πληρώνει; Να δεις τότε πώς θα ξεφουσκώσει η κοιλιά του και θα αδυνατίσει…

– Πτυχιούχος είναι. Τέλειωσε το Πάντειο Πανεπιστήμιο στην Αθήνα. Οικονομικά. Δεν ταιριάζει να δουλεύει σε θερμοκήπια καλοκαιριάτικα. Κι εγώ θερμοκήπια έχω, αλλά έχω και μου δουλεύουν μόνιμα δύο Αλβανοί. Φέτος έχω κι έναν αλητοτουρίστα Γερμανό.

– Πού; Στο Αντισκάρι;

Έτσι μου ήρθε εκείνη τη στιγμή και ρώτησα.

– Όι, όι. Αλλού.

Αλλά δεν μου εξήγησε πού. Ούτε την ώρα του φαγητού δεν σταμάτησαν το κάπνισμα. Κάπνιζαν κι έτρωγαν. Ιδίως ο γιος καταβρόχθιζε τα κρέατα με το λίπος τους. Κι έπιαναν τα τσιγάρα τους με λιγδωμένα δάχτυλα.                                                                                                                                                                                                                                                                          Ξαφνικά κάποιος αστείος ανέβηκε στην εξέδρα, άρπαξε το μικρόφωνο και μιμούμενος πολιτικό (παραμονές  εκλογών ήτανε) άρχισε να λέει.

– Αγαπητοί συμπολίτες, χαραμοφάηδες, χασομέρηδες, κλέφτες και λωποδύτες, έρχεται το ζευγάρι! Χειροκροτήστε τους! (Η γυναίκα μου διαμαρτυρήθηκε «Τι σαχλαμάρες  λέει τώρα αυτός…»)

Και μπήκαν οι νιόπαντροι χειροκροτούμενοι. (Κι εγώ, μέσα στη φασαρία, από πείσμα προσποιήθηκα ότι μ’  έπιασε ξερόβηχας δήθεν από τον καπνό των τσιγάρων). Και στο μεταξύ άρχισε και η εκκωφαντική μουσική, που από  ‘κεί και πέρα έπαιζε ασταμάτητα. Και δεν μπορούσαμε πια να συνεχίσουμε την κουβέντα μας. Δεν ακουγόμασταν.

Και όταν αργά σηκωθήκαμε εμείς να φύγομε, σηκώθηκαν κι αυτοί, μαζί κι ο παχουλός γιος τους, σκούπισαν με χαρτοπετσέτες τα χέρια τους (η γυναίκα μου σιχάθηκε) και με το τσιγάρο στο στόμα και οι τρεις τους,  μας χαιρέτησαν δια χειραψίας. Ο άντρας με χτύπησε φιλικά στην πλάτη και μου είπε.

– Συγγνώμη για το κάπνισμα…

Είχαμε γίνει φίλοι.