«Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους, τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια της μητέρας τους την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί…».

Στο λυτρωτικό καταφύγιο της ποίησης! Πού αλλού να αναζητήσει κανείς παρηγοριά τέτοιες ώρες δύσκολες; Ώρες βυθισμένες στην απύθμενη θλίψη, όπου η απουσία παίρνει το σχήμα μικρού παιδιού που «σηκώνεται και φεύγει ανεξήγητα, χωρίς κανείς να το μαλώσει, σηκώνεται αργά, απροειδοποίητα, εκεί όπου καθόταν ήσυχα στο χώμα κι η θέση του στο χώμα μένει ζεστή και το σχήμα της στάσης του αχνίζει ακόμη στο δροσερό αέρα…».

Όταν όλοι οι άλλοι κάνουν απίστευτο θόρυβο, με κραυγές, υστερίες  και οδυρμούς, ο ποιητής «συνομιλεί» χαμηλόφωνα με τους νεκρούς, συλλαβίζοντας στη γλώσσα της σιωπής τις λέξεις που ανέθρεψαν οι δικές του πληγές.

Υπολογίζει την απουσία, με το χρόνο το δικό μας μετρημένη, και προτρέπει «να προσέχουμε την κάθε κίνηση και σκέψη μας και λέξη γιατί, για ό, τι γίνεται ‘κείνο που λείπει, φέρουμε τώρα, εμείς μονάχα, ακέρια την ευθύνη».

Δεν ξέρω αν συνέργησαν «σκοτεινές δυνάμεις του κακού», δεν γνωρίζω αν το σύμπαν συνωμότησε με κάποιο δόλιο τρόπο ή αν πρόκειται για τυχαία γεγονότα μιας παρηκμασμένης κοινωνίας που «κατακρημνίζεται διαρκώς από τα σύννεφα», αλλά οι παιδικοί θάνατοι στη χώρα μας το τελευταίο διάστημα είναι ιδιαίτερα ανησυχητικοί!

«Σας παρακαλώ μη με χτυπάτε άλλο…», ήταν τα τελευταία λόγια του 19χρονου Άλκη από τη Θεσσαλονίκη, πριν κοπεί το νήμα της ζωής του από την αναίτια, απρόκλητη δολοφονική επίθεση που δέχτηκε από οργισμένους οπαδούς μιας αντίπαλης ομάδας.

Λίγες ώρες αργότερα άφηνε την τελευταία του πνοή και το τρίτο παιδί της άτυχης οικογένειας από την Πάτρα, η 9χρονη Τζωρτζίνα, που πήρε το δρόμο για το μεγάλο ταξίδι, για να συναντήσει τα δυο της αδελφάκια που έφυγαν νωρίτερα, όλα από παθολογικά αίτια, το ένα μετά το άλλο…

Στις τραγικές αυτές απώλειες έρχονται να προστεθούν και τα παιδιά που συνεχίζουν να πληρώνουν κι εκείνα το μερτικό τους τίμημα στην πανδημία. Ανάμεσά τους βρέθηκαν, το 14χρονο ΑμεΑ που πέθανε στη Λαμία από επιπλοκές του κορονοϊού, αλλά και το 37 ημερών βρέφος που νοσηλευόταν στο νοσοκομείο Παίδων και έφυγε από τη ζωή, λίγες μόλις μέρες μετά τη γέννησή του. Πρόκειται για το νεότερο θύμα της πανδημίας στη χώρα μας.

Οι λόγοι, οι αιτίες, οι αφορμές, οι αναλύσεις, οι αφορισμοί, οι ευθύνες και τα ευχολόγια, αποτελούν τώρα πια μικρές, ασήμαντες λεπτομέρειες μπροστά στις τραγικές απώλειες, για τους ανθρώπους που μείνανε πίσω να σηκώνουν μονάχοι τον σταυρό τους και ο αβάσταχτος πόνος τους, μαχαίρι δίκοπο που χαράζει πάνω στα ρυτιδιασμένα πρόσωπά τους το σχήμα της απουσίας…

Οι χαροκαμένοι γονείς, δεν μένουν μόνοι τους στο σπίτι, αλλά συγκατοικούν με τις ηχηρές απουσίες. Μοιάζουν οι ίδιοι με φαντάσματα που ζουν ανάμεσα στα νεκρά παιδιά τους.  Γιατί, όπως βίωσε και ο ίδιος ο ποιητής, «δεν φεύγουν τα νεκρά παιδιά.

Μένουν στο σπίτι κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ’ τη στέρηση μα απ’ την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους, είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι».

Ο χρόνος όμως προχωρά μπροστά, η γη συνεχίζει να γυρίζει και οι άνθρωποι μαθαίνουν να ακολουθούν και να υπομένουν, αλλά δεν ξεχνούν. Την ώρα που βραδιάζει και τα μικρά κορίτσια επιστρέφουν στα σπίτια τους κρατώντας σφιχτά τα χέρια των γονέων τους, «πίσω τους έρχονται σε μια βουβή, αόρατη ακολουθία, τα πεθαμένα κορίτσια, ωχρά, με μαραμένα μαλλιά, κρατώντας στα δεμένα χέρια τους τις ξερές ανθοδέσμες, σα μικρά ποιήματα που δεν πρόφτασαν να τα μάθουν απ’ έξω…

Φτάνουν ως έξω απ’ το σπίτι τους, κοιτούν το κλεισμένο παιδικό τους παράθυρο, υψώνουν μια στιγμή το χέρι, μα δε χτυπούν τη γρίλια. Από μέσα ακούνε οι γονείς το χτύπημα… Ανοίγουν την πόρτα. Δεν είναι τίποτα.

Βλέπουν μονάχα τα μαραμένα αστέρια, τον άδειο ουρανό, τον άδειο κόσμο και ξανακλείνουν την πόρτα σα να μπαίνουν μέσα τα παιδιά τους».

Η απουσία των απόντων μας, προσωποποιείται κι αυτή. Παίρνει σχήμα και μορφή. Γίνεται μέλος της οικογένειας. Μας ακολουθεί πιστά όπως η σκιά μας. «Ζει η απουσία λοιπόν, μαζί μας ή και μόνη της, τη ζωή της.  Χειρονομεί αδιόρατα, σωπαίνει, φθείρεται, γερνάει σαν ύπαρξη σωστή, με το βουβό χαμόγελο που ρυτιδώνει λίγο-λίγο το στόμα και τα μάτια, με το χρόνο το δικό μας μετρημένη, χάνοντας χρώματα, πληθαίνοντας τη σκιά της, ζει και γερνάει μαζί μας και χάνεται μαζί μας, κι απομένει σε ό, τι αφήνουμε».

Υποκλινόμαστε όλοι μπροστά στην αξιοπρέπεια των χαροκαμένων εκείνων γονέων που πρωταγωνίστησαν τούτες τις δύσκολες μέρες. Κρατήθηκαν όρθιοι, ζωντανοί, παρά την απέραντη θλίψη, για να αποβγάλουν τα παιδιά τους! Να αποχαιρετήσουν το σημαντικότερο κομμάτι της ζωής τους. Την ίδια τους τη ζωή. Οι άνθρωποι όμως που πονάνε βαθιά μέσα τους δεν έχουν χώρο για να χωρέσει ο φθόνος, το μίσος, η οργή, η εκδίκηση.

Ο πόνος κυριεύει τα σωθικά τους και τα κατοικεί. Δεν βλέπουν, δεν ακούν, δεν αισθάνονται τίποτε άλλο, παρά μονάχα την απουσία, την τεράστια…

Τον πόνο τους δεν θα τον νιώσουμε – και μακάρι να μην τον νιώσει ποτέ πια κανένας άνθρωπος πάνω σε τούτη τη γη – ούτε και μπορούμε να τον διώξουμε. Όμως, για όλους εκείνους τους δύσμοιρους συνανθρώπους μας, που ανοίγουν την πόρτα και βλέπουν τον ουρανό άδειο, τα αστέρια μαραμένα και τον κόσμο τους κενό, μια καλή κουβέντα παρηγοριάς, μια σκέψη μας κοντά τους, ένα δάκρυ αληθινό, μια προσευχή, και κάποιοι λυτρωτικοί στίχοι βγαλμένοι από τα σπλάχνα βασανισμένου ποιητή, ίσως να καταφέρουν λίγη θλίψη από τα μάτια τους να πάρουν, κι όταν ξανακλείνουν την πόρτα, να νιώθουν πως μπαίνουν μέσα τα παιδιά τους…

Ίσως πάλι κι εκείνο το μικρό παιδί, που σηκώθηκε κι έφυγε ανεξήγητα, «καταμεσής στην ερημιά, κάπου εκεί, σ’ ένα μοναχικό παράθυρο, κρεμασμένο ψηλά στη νύχτα, πίσω απ’ το δαντελένιο κουρτινάκι, τους περιμένει να του χαμογελάσουν…».

Υ.Γ. Το ποίημα «Σχήμα της απουσίας» ανήκει στην ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου, «Υδρία: Ελεγεία για μια σύντομη άνοιξη», Αθήνα, 1957, που γράφτηκε τέτοια εποχή, κάποιο Φλεβάρη πριν από 65 χρόνια, και ήταν αφιερωμένο στη Φωτεινούλα Φιλιακού, αγαπημένη βαφτιστικιά του μεγάλου μας ποιητή, που έφυγε από τη ζωή όταν ήταν μόλις δύο ετών.

https://moschonas.wordpress.com