Την εποχή της Δεκαετίας 1950-60,  ως χωριατόπαιδο και εργάτης σε χειρονακτικές βαριές εργασίες,   πιάναμε δουλειά στις εφτά (7) το πρωί της Δευτέρας  και σκολνούσαμε, το μεν χειμώνα 5.30μ.μ. το απόγευμα, το δε καλοκαίρι εφτά  (7) το βράδυ.

Η πορεία αυτής εργατικής περιόδου ήταν από το πρωί της Δευτέρας  μέχρι την Παρασκευή το απόγευμα. Το δε Σάββατο από το πρωί στις εφτά μέχρι τρείς  το απόγευμα. Οπότε σταματούσαμε για να φάμε κάτι,  να πλυθούμε και να αλλάξουμε ρούχα, για να πάμε να συναντήσουμε το αφεντικό.

Όπως γίνεται αντιληπτό οι εργατοώρες  πάρα πολλές και ως εκ τούτου και η κούραση σε ένα εφηβικό σώμα μετά από υπερβολική εργασία, είχεν  ως συνέπεια τη μείωση των δυνάμεων καθώς και  άλλων δραστηριοτήτων. Πολλές φορές δε συνοδεύονταν και από αίσθημα αδυναμίας και σωματικής και ψυχικής εξάντλησης.

Η εργασία είχε μια ώρα το μεσημέρι καθισιό για να φάμε ό,τι μας είχε βάλει μέσα στο βουργιάλι η μάνα μας και μετά πάλι συνεχή εργασία.

Όταν δε το αφεντικό παρατηρούσε κάποιον, που σταματούσε την εργασία του, για να πάρει μια ανάσα,  του φώναζε άσχημα…  δηλαδή τον απειλούσε.   «Δεν είσαι για εργάτης!»

Εφώναζε δε στο Μάστορα- καπετάνιο τον λέγαμε, τον αρχηγό όλων μας και του έλεγε: «Εκείνονε τονέχεις κανακεμένο; Αυτός είναι κακοτερένιος»

Ο μάστορας,  τι να έκανε κι αυτός, εργάτης ήταν, αλλά πιο έμπιστος του αφεντικού, επαρέτα, δήθεν διαολισμένος,  τη δουλειά του και έτρεχε προς το μέρος του κακοτερένιου, για να τον απειλήσει.

Μα κι αυτός κουρασμένος ήταν και αντί να τον μαλώσει,  του έλεγε λόγια τρυφερά γιατί κι αυτός κοπέλια είχε.

«Ο κακομοίρης ο κακοτερένιος» του φώναζε: Μάστορα καλικοτρίματα, (πληγές από τα παπούτσια), έχω στο (μ)πόδα μου,  αλλά για χατίρι σου εγώ θα κουβαλώ τσι λάσπες και τα μπετά ξυπόλητος!

«Το φιλότιμο και ο καλός τρόπος στο μεγαλείο τους».

Θυμούμαι λοιπόν ένα Σάββατο, εξασθενημένος όπως ήμουν,  με πλησιάζει ο αρχηγός και μου λέει:

Νικολιό -Παιδί μου κάμε λίγο καερέτι μα Σαββάτο είναι σήμερα!

Εμείς βέβαια όλα τα κοπέλια, που κουβαλούσαμε με τους γκαζοντενεκέδες τη λάσπη ή το μπετόν στον ώμο μας,  στο τρίτο και τέταρτο όροφο, πάνω στις ξύλινες σκάλες,  όσο νέοι και να είμαστε κουραζόμαστε πολύ γιατί η δουλειά ήταν και βαριά, σκληρή και έπρεπε γρηγορα να περατωθεί.   Βλέπεις το ρήξιμο μιας ταράτσας με γκαζοντενεκέδες δεν σε περιμένει. Μόλις λοιπόν μου είπε αυτά ο μάστροΓιώργης πολύ χάρηκα και του φώναξα:

«Σάββατο να ‘ναι μάστορα κι ας είναι χίλιες ώρες»

Αλλά και ο μάστορας,  χάριν αστειότατος, μου απάντησε : Θα ‘ρθει όμως Νικολιό και η Δευτέρα, να σου πάρει ο διάολος τον πατέρα»… Καθ όμοιον εκφραστικό τρόπο προήλθε η φράση: Σάββατο να ‘ναι μάστορα κι ας είναι χίλιες ώρες.

Σήμερα βέβαια η φραση αυτή δεν ισχύει.  Αυτή βγηκε την εποχή εκείνη,γιατι σήμερα δεν ισχύει; Επειδή όπως έγραψα παραπάνω το Σάββατο,   μετά το τέλος της ‘βδομαδιάτικης εργασίας τρέχαμε στο γραφείο του αφεντικού γιατί γινόταν οι πληρωμές και θα είχαμε χρήματα και για την οικογένεια και για μια παρέα με φίλους το Σαββατόβραδο,  αλλά και την επομένη  ημέρα,  που ήταν η ΚΥΡΙΚΗ της ξεκούρασης.

Καλό Σαββατοκύριακο σε όλες και όλους και στα φτωχόπαιδα-εργάτες!