Άφησα το ποδήλατό μου λίγο πιο μακριά από τον τόπο που ήθελα να πάω. Ένα δέντρο απ’ τα καινούργια στην οδό Ίδης αγκάλιασε η αλυσίδα του, απαλά μην το κτυπήσει. Κι ύστερα πήρα να κατηφορίζω την Πλατιά Στράτα.

Στον Άγιο Μηνά ήταν ο προορισμός μου, να κατευοδώσουμε ένα κορίτσι της οικογενείας σαν τα κρύα τα νερά. Bιάστηκε να φύγει σε τόπους μακρινούς χωρίς επιστροφή.

Σκυμμένο το κεφάλι, βουβός ο πόνος, θολά τα μάτια, σκέψεις αμέτρητες. Κι έψαχνα τα γυαλιά μου επίμονα στην τσάντα μου αλλά μάταιος κόπος, τα είχα ξεχάσει, στο ζόρι μου να φύγω, να προλάβω…

Σήκωσα το κεφάλι μου κι είδα έναν άνδρα στα δέκα μέτρα από μένα να κτυπάει ένα κουδουνάκι και να διαλαλεί την πραμάτεια του:

-Ματογυάλια πουλώ κι επισκευάζω τα σπασμένα, για περάστε, για περάστε!

Η δυνατή του φωνή κι η έκπληξή μου έφεραν χαμόγελο στα χείλη, μια μέρα πικρή. Τον ήξερα τούτον τον άνδρα, τον είχα ακούσει από τις διηγήσεις του πάτερα μου. Ο Γιάννης Καζαδίνος ήταν ο γυρολόγος που γυρνούσε τις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου και τα κοντινά χωριά σκορπώντας «το φως και τη χαρά», όπως έλεγε ο ίδιος. Στον ώμο του είχε κρεμασμένη μια μεγάλη τετράγωνη ξύλινη βιτρίνα, μόστρα την ξέρανε οι παλιοί, και μέσα της δεκάδες γυαλιά, ολοκαίνουργια και ένα σωρό χερούλια, βιδίτσες, μικροσκοπικά κατσαβίδια και τσιμπίδες.

Ένας μικρόκοσμος γεμάτος ζωή κι ελπίδα…

-Τι έχεις κυρά; Πώς να βοηθήσω; Κατάλαβε, όταν με είδε να περιεργάζομαι το παράξενο φορτίο.

-Ξέχασα τα γυαλιά μου για το διάβασμα, του είπα, κι εκείνος κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση και χαμόγελα.

-Μια καρέκλα να βρω, να τ΄ακουμπήσω όλα τούτα και κάτι θα βρω για σένα.

Πού να βρεθεί καρέκλα εκείνη την ώρα στο φαρδύ σοκάκι; Τον πήρα από το χέρι και τον οδήγησα να τα ακουμπήσει όλα του τα πράγματα πάνω στη σχάρα του ποδηλάτου μου, όπως όπως. Έτσι έγινε, και μέσα σε ελάχιστο χρόνο άρχισε να μου δείχνει τι είχε μαζί του.

Ένα ζευγάρι Φασαμέν* θα το ’θελα πάρα πολύ αλλά που να βρεθούν μεγεθυντικοί φακοί να κουμπώσουν πάνω του. Σαν του το ζήτησα με κοίταξε απορημένος και με ρώτησε αν θα πήγαινα στην παράσταση του θεάτρου που θα έπαιζε το βράδυ.

-Ηθοποιοί από την Αθήνα ξακουστοί, άκουσα τον τελάλη που φώναζε το πρωί πως οι θέσεις είναι περιορισμένες.  Τούτα τα ματογυάλια τα κρατούν κυράδες σαν του λόγου σου για να βλέπουν από μακριά τις λεπτομέρειες από τα φουστάνια που φορούν οι αρτίστες.

-Κοντά  θέλω να βλέπω, να γράψω μια μικρή κάρτα και να διαβάσω αν χρειαστεί…

-Ε, τότε, θα σου δώσω ετούτα δω με το ελατήριο!

Τα κοίταξα όσο μου επέτρεπε η όρασή μου εκείνη τη στιγμή κι είδα ένα μικρό κομψοτέχνημα μέσα στα χέρια του. Δυο φακοί που στη μέση τους ένωνε ένα μικρό ελατήριο και στην άκρη του δεξιού φακού  είχε ένα πολύ μικρό κορδονάκι. Ίσα που το έβλεπα, κι ήταν με τέχνη περισσή καμωμένο. Από μπρισίμι (μεταξωτή κλωστή) είχε φτιαχτεί για να στερεώνονται  πίσω από το αυτί. Μια ακόμα μικρή αλυσιδούλα κρεμότανε από τον ίδιο φακό και στην άκρη της είχε μια παραμάνα, κι είπε:

-Εκιά στην μπλούζα απάνω θα την καρφώσω για να μην σου πέφτουμε χάμου και σπάσουνε. Κι ύστερα πού δα με γυρεύεις που ΄χω δρόμο σήμερα μακρινό να κάμω;

Ήταν η καλύτερη λύση για μένα  την ώρα εκείνη. Τού έδωσα 40 δραχμές, τόσα μου ζήτησε, και άνοιξα το γρήγορο βήμα μου για την εκκλησιά. (το πως βρεθήκανε οι δραχμές στην τσάντα είναι μια άλλη ιστορία). Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Ανεμαζώχτρα (η καμπάνα του Αγίου Μηνά) κτύπησε. Μου έκανε εντύπωση γιατί συνήθως κτυπούσε για να μαζέψει τα παιδιά στο σχολείο, ή σε περίπτωση κινδύνου και  πυρκαγιάς, αλλά μετά θυμήθηκα πως σήμερα ήταν μια ιδιαίτερη  μέρα.

Κι όσο τάχυνα το βήμα μου, προσπερνώντας χίλιους δυο περαστικούς σκεφτόμουν τούτη τη γρια-καμπάνα που ΄χε μια ιστορία ξεχωριστή. Στα 1892 την κατασκεύασαν σε ένα ειδικό χυτήριο της Τεργέστης. Φραντζέσκο Ντεπόλι τον λέγανε το μάστορά της κι ήρθε στο Μεγάλο Κάστρο η καμπάνα ύστερα από μια μεγάλη δωρεά του Σωματείου των Οινοπολών. Κι είχε γύρω τριγύρω της σκαλισμένες έξι ανάγλυφες εικόνες.

Τον Άγιο Μηνά, τον Χριστό πάνω σε θρόνο, τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, τους Αγίους-Ισαποστόλους Κωνσταντίνο και Ελένη, τα Εισόδεια της Θεοτόκου και την Σταύρωση. Στα 1950 ράγισε τούτο το θεριό κι υπήρχε κίνδυνος μεγάλος να πέσει και να θρηνήσουν θύματα οι Καστρινοί. Την κατεβάσανε και την στείλανε πίσω στον τόπο που γεννήθηκε, στην Τεργέστη. Την ξαναφτιάξανε από την αρχή και μέσα σε λίγο καιρό επέστρεψε στη θέση της ολοκαίνουργια.

Τρέχοντας έφτασα στον Άγιο Μηνά. Σιδεριές παντού είχαν βάλει, Σε πολλές ταμπέλες έγραφε: «Κίνδυνος να πέσουν πέτρες από το κωδωνοστάσιο». Ήταν ψηλά πολύ και δεν μπορούσα να διακρίνω τις λεπτομέρειες αλλά χαμογέλασα συνειδητοποιώντας πως πάλι είχα χαθεί στα σεντούκια της Ιστορίας, θέλοντας να  ξεφύγω από το σήμερα…

Κόσμος πολύς στην εκκλησιά, νέοι άνθρωποι με σκυμμένα κεφάλια δεν μπορούσαν να πιστέψουν το φοβερό γεγονός της μέρας. Ένα κορίτσι πανέμορφο, της ευρύτερης οικογένειας μας έσβησε εντελώς ξαφνικά. Μια μάνα, ένα φωτεινό αστέρι…

Ανακατεύτηκα στο πλήθος, σιωπηλά…

Μάνα, η ανιψιά σου ήρθε να σε βρει. Ξέρω πως θα την προσέχεις συνέχεια…

Καλοστραθιά σου Αντωνέλλα κι ας είναι κρίμα κι άδικο…

*Φασαμέν : Γυαλιά που τα κρατάς με ένα χερούλι φτιαγμένο από χρυσό ή ασήμι αποκλειστικά για κυρίες.

Πηγές: Μηνάς Βαρδαβάς, εφημερίδα Εθνική Φωνή, Ηράκλειο  1974

Μανώλης Δερμιτζάκης, Από όσα θυμούμαι το Παλιό Κάστρο ( επιμέλεια Τασούλα Μαρκομιχελάκη), εκδ. Δοκιμάκης,2008 https://zhtunteanagnostes.blogspot.com/