Παρ’ ὅλον ὅτι ὁ καθ. Aγγουρίδης ἀπῆλθε ἀπὸ τὸν πρόσκαιρο αὐτὸ κόσμο στὴ δόξα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ μνήμη του διατηρεῖται ζωντανὴ ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του, ἀπὸ τοὺς συναδέλφους του καὶ ἀπὸ τοὺς μαθητές του.
Στὶς μελέτες του, ἀκόμα καὶ ἡ παραμικρή λεπτομέρεια ποὺ συνέβαινε νὰ συναντήσει, γινόταν ἀντικείμενο διερώτησης, ἀναπτυσσόταν, ἔπαιρνε διαστάσεις. Καθὼς ἡ ἰδέα διευρυνόταν, γινόταν ἀντικείμενο ἀκόμα ἐκτενέστερης ἐξερευνήσεως. Τελικά, ὡς ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς διαδικασίας, μιὰ καινούργια θεωρία ἀναδυόταν ἤ ἕνα καινούργιο βιβλίο γραφόταν.
Ἡ ζωὴ τοῦ Aγγουρίδη ἦταν μιὰ ζωὴ ποὺ κινήθηκε στὸ πλαίσιο τῆς πίστης. Νομίζω ὅτι αὐτὴ ἡ πίστη ἀρκεῖ ὡς ἐξήγηση γιατὶ εὐνοοῦσε μιὰ στάση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ καταδιώκει τὴν κοινωνικὴ ἀδικία σ’ ἕναν κόσμο ποὺ κυριαρχούμενο ἀπὸ τὴ διαίρεση σὲ “ἔχοντες” καὶ “μὴ ἔχοντες”. Ἡ ζωὴ του ὑπῆρξε γεμάτη ἀπὸ συνεχῆ δράση γιὰ δικαιοσύνη ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἔτσι θεωροῦσε ὅτι πρέπει νὰ πράξει ὡς πιστός.
Ἦταν ἕνας τρόπος σκέψης πολὺ ὅμοιος μὲ ἐκεῖνον ποὺ χαρακτήριζε τὸν μακαριστὸ καθηγητὴ Ἁμίλκα Ἀλιβιζᾶτο, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ὁ μέντοράς του. Ὡς γνωστὸν, ὁ Ἀλιβιζᾶτος ὑπῆρξε μιὰ κινητήρια δύναμη, γιὰ νὰ συμμετάσχει ἡ ἐκκλησία μας στὸ ΠΣΕ. Ὅμως, ὄχι μόνο αὐτό: μέσω αὐτοῦ τοῦ ἰσχυροῦ ὀργανισμοῦ, ὁ Ἀλιβιζᾶτος κατώρθωσε νὰ στηρίξει θύματα σεισμῶν καθὼς καὶ νὰ δημιουργήσει μηχανισμούς γιὰ τὴ βοήθεια προσφύγων.
Ὁ ἀγώνας τοῦ Aγγουρίδη γιὰ τοὺς περιθωριοποιημένους μπορεῖ ἐπίσης να συγκριθεῖ μὲ ἐκεῖνον τοῦ Ἱερώνυμου Κοτσώνη, συναδέλφου του από το Παν/μίο Θεσσαλονίκης. Ὡς γνωστὸν ὁ Ἱερώνυμος εἶχε ἰδιαίτερη εὐαισθησία γιὰ τὰ κοινωνικὰ θέματα καὶ εἶχε ἀσχοληθεῖ ἐκτεταμένα μ’ αὐτὰ πρὶν ἀνέλθει στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο. Πολὺ γνωστὴ εἶναι, π.χ., ἡ δημιουργία ὀργανισμοῦ γιὰ τὴν ταυτοποίηση καὶ τὸν ἐπαναπατρισμὸ Ἑλληνοπαίδων ποὺ εἶχαν ἀπαχθεῖ στὴ διάρκεια μιᾶς σκοτεινῆς περιόδου τῆς ἱστορίας μας. Ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δύο μέντορές του ὁ καθηγητὴς μας εἶχε διδαχθεῖ νὰ νοιάζεται καὶ νὰ σκέπτεται κριτικὰ σχετικὰ μὲ τὶς κοινωνικὲς ἀδικίες.
Ὁ Aγγουρίδης ἔμαθε πῶς λειτουργοῦν διάφορα συστήματα καὶ ἀνέπτυξε μεθόδους γιὰ μιὰ δίκαιη κοινωνία χρησιμοποιώντας κάποια ἀπὸ αὐτὰ, ὅπως τὴν ΧΕΝ. Μέσω αὐτῆς τῆς ὀργανώσεως ἐπιδίωξε νὰ προβάλει ὑποεκπροσωπούμενες φωνὲς καὶ νὰ αὐξήσει τὴν ἰσότητα στὴν κοινωνία.
Ὁ Aγγουρίδης ἔγραψε βιβλία, δημοσίευσε ἄρθρα, ἔλαβε μέρος σὲ πολλὲς συνεντεύξεις. Ἔδωσε διαλέξεις ὡς προσκεκλημένος καθηγητὴς σὲ πολλὰ πανεπιστήμια ἀνὰ τὸν κόσμο, ἀπὸ τὸ περίφημο Pontifical Biblical Institute στὸ Βατικανὸ ἕως τὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Πρίνστον στὴ Νέα Ὑερσέη καὶ τὸ Πανεπιστήμιο Drexel στὴ Φιλαδέλφεια τῆς Πενσυλβάνια, καθὼς καὶ σε πολλὰ ἄλλα. Ὅταν συναντήθηκε μὲ τὸν καθ. Charlesworth, γνωστὸ καινοδιαθηκικό στὸ Πρίνστον, μιὰ συνάντηση στὴν ὁποία εἶχα τὴν τύχη νὰ εἶμαι παρὼν, ὁ ἀμερικανὸς καθηγητὴς τὸν κάλεσε ἀπροσδόκητα νὰ κάνει ἀπροετοίμαστος ἕνα μάθημα στὸ μεταπτυχιακὸ πρόγραμμά του.
Τὸ μάθημα ἐντυπωσίασε τοὺς φοιτητὲς, κυρίως ὅμως τὸν Charlesworth, αφου τὸν εὐχαρίστησε θερμότατα, τὸν προσκάλεσε νὰ ἐπιστρέψει μὲ τὴ σύζυγό του “ὁποτεδήποτε καὶ γιὰ ὁσοδήποτε”. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Πρίνστον, ἥμουν ἐπίσης παρών κατὰ τὴ συνάντηση τοῦ Aγγουρίδη μὲ τὸν πρόεδρο τοῦ Πανεπιστημίου Drexel, Κωνσταντῖνο Παπαδάκη. Ἀρχικὰ, ὁ Παπαδάκης εἶχε παραχωρήσει ἀπὸ τὸν χρόνο του δέκα μόνο λεπτά. Ὅμως ἡ συνάντηση ἐξελίχθηκε σὲ μιὰ συζήτηση δύο καὶ πλέον ὡρῶν, ποὺ μάλιστα δὲν ἔλεγε νὰ τελειώσει, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Παπαδάκης κρατοῦσε ἀπέξω σὲ ἀναμονὴ τόσους πολλοὺς σημαντικοὺς ἀνθρώπους, που περίμεναν ὧρες γιὰ νὰ τὸν δοῦν.
Οἱ δύο γίγαντες, Aγγουρίδης καὶ Παπαδάκης, συνάντησαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ ἀναγνώρισαν ἕναν κοινὸ ἡλεκτρισμό. Ἦταν ἕνα φαινόμενο συνάντησης νοῶν. Αὐτὴ ὑπῆρξε ἡ πρώτη καὶ ἡ μόνη συνάντησή τους. Ἡ συζήτηση περιεστράφη γύρω ἀπὸ τὴ διοίκηση καὶ τὶς προκλήσεις ποὺ καθένας τους εἶχε ἀντιμετωπίσει ὡς πρόεδρος ἑνός πανεπιστημίου. Ὁ διάλογος ἦταν σοβαρὸς καὶ πλούσιος σε βαθειὲς ἐπισημάνσεις, περιλάμβανε ὅμως ταυτόχρονα καὶ τὴ λιγότερη σοβαρὴ πλευρὰ τοῦ λειτουργήματός τους. Δυστυχῶς ἀμφότεροι ἄφησαν αὐτὸ τὸν προσωρινὸ κόσμο με διαφορὰ μηνῶν μεταξὺ τους.
Ὁ μακαριστὸς καθ. Aγγουρίδης ἀνακάλυψε ἀπὸ νωρὶς ὅτι ἡ παιδεία ἔχει μεταμορφωτικὲς δυνατότητες. Ἀντιλήφθηκε ὅτι μιὰ ἐμπνευσμένη παιδεία ἀναδιαμορφώνει μιὰ τοπικὴ κοινωνία, πηγαίνοντας μάλιστα πέρα ἀπὸ αὐτὴν. Προσκαλοῦσε -καὶ προκαλοῦσε- κάθε νεοδιοριζόμενο καθηγητὴ στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν νὰ ἐνώσει τὶς δυνάμεις του μαζὶ του σ’ αὐτὴ τὴν ἀποστολή. Μ’ ὅλο ποὺ ὁ κόσμος μας εἶναι διασπασμένος, ὑπάρχει ὀμορφιά σὲ κάθε γωνιά της γης.
Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἐκπαιδευτικὸ σύστημα νὰ προβάλει αὐτὴ τὴν ὀμορφιὰ καὶ νὰ τὴν ἀναπτύξει. Ἦταν ὁ αἰώνιος αἰσιόδοξος. Βέβαια, συχνὰ ἡ πραγματικότητα τὸν διέψευδε. Θυμᾶμαι ὅτι κάποτε, ἀφοῦ εἶχε ἐπιμείνει γιὰ κάποιον νὰ γίνει δεκτὸς στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ παν/μίου Ἀθηνῶν ὡς καθηγητής, τὴ μέρα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ κάνει τὸ πρῶτο του μάθημα, εἶδε τὸν ἴδιο νὰ καταφτάνει μέ μιὰ λιμουζίνα. Ὁ Aγγουρίδης αἰσθάνθηκε ἀποθαρρυμένος καὶ ἐκτεθειμένος. Δὲν τὸν εἶχα δεῖ ποτὲ ξανὰ τόσο ἀπογοητευμένο. Ἡ Ἑλλάδα μόλις εἶχε κατορθώσει νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ καθεστὼς τῆς “ἀναπτησσὸμενης χώρας”, ὅπου εἶχε καταταγεῖ ἀπὸ τὰ Ἡνωμένα Ἔθνη. Τὸ τελευταῖο πράγμα ποὺ χρειάζονταν νὰ δοῦν οἱ φοιτητὲς ἦταν ἕνας καθηγητὴς μὲ λιμουζίνα.
Ὁ Aγγουρίδης εἶχε πολλὲς ἀνησυχίες. Μιὰ τέτοια ἀνησυχία ἦταν ὅτι ἡ Θεολογία ἀπεῖχε πολὺ ἀπὸ τὴ θεώρησή της ὡς ἐπιστήμης στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο. Πέρα ἀπὸ τὴν ἠθικὴ συνταγολογία τῆς ὁποίας εἶχε γίνει κατάχρηση, ἤθελε ἀνθρώπους ποὺ νὰ καταλαβαίνουν ὅτι ἡ Θεολογία εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὸ “νὰ εἶσαι καλὸς” καὶ “νὰ κάνεις τὸ σωστὸ”. Ἡ Θεολογία εἶναι ἡ Βασίλισσα τῶν Ἐπιστημῶν. Ὅμως, ἀκόμα καὶ στὸ ἐντελῶς πρακτικὸ πεδίο, ἡ Θεολογία ἔχει μιὰ εὐγενὴ δύναμη νὰ ἐξυψώνει τὴν ἀνθρωπότητα μέσω τῆς ἐπίδρασης ποὺ μπορεῖ ν’ ἀσκήσει στὴ νομοθεσία ποὺ ἀφορᾶ τὴν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια.
Ὁ Aγγουρίδης μᾶς δίδαξε ὅτι τὸ εὐαγγέλιο σημαίνει χαρά. Τὰ καλὰ νέα ἔχουν ὡς κέντρο τους τὴν Ἀνάσταση, ἀπὸ τὴν ὁποία πηγάζει ἡ συγχώρηση, ἡ θεραπεία, ἠ ἐλπίδα καὶ ἡ συμφιλίωση. Γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴ θέση του (καὶ δανειζόμενος ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντη), μᾶς μίλησε γιὰ ἕνα μακρυνὸ χωριὸ, ὅπου δύο ἀπὸ τοὺς χωρικοὺς ἦταν μαλωμένοι. Απεχθάνονταν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Τὸ χωριό μαζεύτηκε καὶ στάθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας τὴν παραμονὴ τοῦ Πάσχα. Καθὼς οἱ δύο πλησίαζαν, τοὺς κράτησαν.
Δὲν θὰ τοὺς ἀφηναν νὰ μποῦν στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ γιορτάσουν τὸ Πάσχα, παρὰ μόνο ἀφοῦ συγχωρούνταν κι ἀγκαλιάζονταν μεταξὺ τους. Ὁ Aγγουρίδης τελείωσε τὴ διήγηση λέγοντας ὅτι, ἐὰν οἱ χωρικοὶ μπόρεσαν νὰ μεταμορφώσουν ἕνα χωριό, μποροῦμε κι ἐμεῖς νὰ μεταμορφώσομε τὴν πόλη μας καθὼς καὶ πέραν ἀπ’ αὐτὴν. Ἡ Θεολογία εἶναι ἱκανὴ νὰ παρακινήσει χῶρες καὶ λαοὺς νὰ δείξουν πράξεις συμφιλίωσης μεταξὺ τους καὶ νὰ προσφέρουν ἐλπίδα ἡ μιὰ στὴν ἄλλη.
Ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση τὸν εἶχε διορίσει ἐπίσημα μέλος μιᾶς ἐρευνητικῆς ὁμάδας, ἑνός εἴδους think tank γιὰ τὸ μέλλον. Τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων τοῦ ζήτησε νὰ γράψει τὰ προγράμματα τῆς θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης γιὰ τὸ δημόσιο ἐκπαιδευτικὸ σύστημα. Συνεχῶς τὸν προσκαλοῦσαν γιὰ συνεντεύξεις σὲ ἐφημερίδες καὶ περιοδικά, σὲ παρουσιάσεις στὴν τηλεόραση, καὶ συχνὰ τὸν φιλοξενοῦσαν στὸ ραδιόφωνο.
Ὅταν ἀνήγγειλε ὅτι ἦταν ὑπὲρ τῆς δημιουργίας νομοθεσίας γιὰ τὸν χωρισμὸ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, χαρακτηρίστηκε ριζοσπαστικός. Ὅμως θέλω νὰ τονίσω ὅτι μ’ ὅλο ποὺ ὁ Aγγουρίδης ἔκλινε πρὸς ἕνα προοδευτικὸ προσανατολισμὸ, πάντα παρέμενε σταθερὰ μέσα στὸ Ὀρθόδοξο φάσμα σκέψης.
Ἡ προσέγγισή του ἦταν ἁπλή: Ἡ Ἐκκλησία, ὡς ἡ ὕψιστη ἠθικὴ φωνὴ στὴ χώρα, πρέπει νὰ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἐκφράζεται ἐλεύθερα καὶ νὰ διαλέγεται μὲ τὸ ἑλληνικὸ κράτος, μὲ τὶς ἐπιτροπὲς τῆς Βουλῆς καὶ ἀκόμη ἐπίσης ἄμεσα μὲ τοὺς πολιτικούς. Ἀκόμη παραπέρα, μπορεῖ νὰ τροφοδοτήσει μιὰ νομοθεσία τέτοια ποὺ νὰ παρέχει ἰσότητα καὶ νὰ προωθεῖ εὐνοϊκές καὶ συνεργατικές λύσεις. Ὁ Aγγουρίδης πάντα ἔνιωθε τὸ βάρος καὶ τὴ σημασία τῆς ἱστορικῆς στιγμῆς καὶ μὲ συνέπεια ἀνταποκρινόταν.
Ὁ μακαριστὸς καθηγητὴς μας πάντα ὑποστήριζε ὅτι ἡ παιδεία λειτουργεῖ μέσα στὴ σχέση. Θυμᾶμαι πόσο εἰλικρινὰ τὸν εὐχαριστοῦσε νὰ βλέπει τοὺς φοιτητὲς του νὰ γυρίζουν στὰ μαθήματα μετὰ ἀπὸ τὶς διακοπὲς τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ Πάσχα, ὅπως ἐπίσης καὶ μετὰ ἀπὸ τὶς θερινὲς διακοπές. γεγονὸς ὅτι ἔβλεπα φοιτητὲς ἀπὸ ἄλλες Σχολὲς νὰ παρακολουθοῦν τὰ μαθήματά του.
Ὁ καλὸς μας δάσκαλος ποτὲ δὲν εἶχε ἀνασχέσεις. Ὀ Aγγουρίδης αἰσθανόταν ὅτι ἡ μεγαλύτερη συμφορὰ ποὺ μποροῦσε νὰ βρεῖ ἕναν ἄνθρωπο ἦταν νὰ χάσει τὴ φιλοδοξία νὰ βάζει συνεχῶς καινούργιους στόχους.
Ἔχω τὴν ἐλπίδα ὅτι ἡ μνήμη του θὰ λαμπαδιάσει καὶ τὶς νεότερες γενιὲς, ἔτσι ὥστε αὐτὲς νὰ ἀναπτύξουν νέες φιλοδοξίες. Εἶμαι βέβαιος ὅτι ἡ μνήμη του θὰ μᾶς διδάσκει, ὅσο διαρκεῖ ὁ χρόνος.