Συμπληρώνονται το Σάββατο, 29 Ιουνίου 2019, σαράντα ημέρες από την προς Κύριον εκδημία του π. Ηλία Βολονάκη, ενός ιερέα και ανθρώπου που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα της παρουσίας του στην πόλη μας, ως ιερέας που διακόνησε για πάνω από μισό αιώνα την Ενορία του Αγίου Τίτου. Κι επειδή η παρουσία του ήταν τόσο έντονη, γι’  αυτό και η απουσία του είναι οδυνηρή, για όσους τουλάχιστον τον γνώρισαν κι έζησαν από κοντά την προσωπικότητά του, το έργο του, την όλη πολιτεία του. Γιατί ο π. Ηλίας ήταν μια προσωπικότητα φωτεινή, ένας άνθρωπος μαχητικός και ακατάβλητος, ένα πνεύμα πύρινο, που όμως δεν έκαιγε, αλλά δρόσιζε με το χαμόγελο και την αγάπη του.

Γνώρισα τον π. Ηλία περί το 1963, όταν, ως νεοχειροτονημένος ιερέας, εκτελούσε χρέη κατηχητή στο Ναό του Αγίου Τίτου. Είχε το χάρισμα να κερδίζει ευθύς εξ αρχής το μικρό μαθητή του Κατηχητικού με το καινοτόμο πνεύμα του, το επικοινωνιακό του τάλαντο, το μεράκι και την όρεξη κατά την ώρα του μαθήματος. Σ’  αυτά τα τρία στοιχεία του χαρακτήρα του αν προστεθούν η βαθιά πίστη στο Θεό και η αγάπη προς τον άνθρωπο, τότε έχουμε μια αρκετά καθαρή εικόνα του ανδρός.  Πράγματι, ο π. Ηλίας ήταν, θα λέγαμε, πλασμένος για σπουδαία πράγματα. Δεν ήταν ο άνθρωπος που αρκούνταν στα λίγα και καλά. Ήθελε και πολλά και καλά.

Το βόλεμα δεν ήταν γι’  αυτόν. Το βλέμμα του ήταν στραμμένο προς μέλλον. Ήταν ο άνθρωπος των οραματισμών και της εργασίας. Ο π. Ηλίας πίστευε πως ο χριστιανός- και προ πάντων ο ιερέας- έχει ως αποστολή του να αλλάξει την πραγματικότητα, να αλλάξει την καθημερινότητα, βελτιώνοντας τη ζωή των ανθρώπων. Μια φλόγα δημιουργίας ήταν μόνιμα αναμμένη στην καρδιά του. Αλλά αυτή η φλόγα που δεν τον άφηνε να μείνει αδρανής, ήταν γέννημα της πίστης του στο Θεό και της αγάπης του προς την Εκκλησία, την οποία έβλεπε όχι μουσειακά αλλά ως ένα ζωντανό οργανισμό με κέντρο τη θεία Λατρεία. Όλα όσα έπραττε και σκεφτόταν είχαν την αναφορά τους στην Αγία Τράπεζα, στη Θεία Ευχαριστία. Από εκεί αντλούσε έμπνευση και δύναμη.

Ο π. Ηλίας ζούσε έντονα την ιερατική και χριστιανική του ιδιότητα. Και τη ζούσε ως προσφορά προς τον άνθρωπο, πέρα από ηλικία, φύλο ή εθνικότητα. Απόδειξη είναι όλα τα πρωτοποριακά του έργα:  από το Κέντρο Νεότητας, το Κέντρο Οικογένειας, τα διάφορα εργαστήρια, ως τις χορωδίες, τις κατασκηνώσεις και την Εταιρεία Ελληνικής Γλώσσας και Μουσικής. Προσφορά στον όλο άνθρωπο ήταν το έργο του, στον άνθρωπο ως βιολογική, ψυχική και πνευματική οντότητα. Επρόκειτο για ένα έργο δύσκολο, με πολλά εμπόδια, τα οποία όμως ο π. Ηλίας ξεπερνούσε με υπομονή κι επιμονή, με χαμόγελο, με πολλή εργασία και προπάντων με προσευχή. Ο π. Ηλίας ήταν για τα δύσκολα και τα μεγάλα. Έθετε στόχους, κάποτε πιο υψηλούς από αυτούς που φαινόταν ότι μπορούσε να πετύχει. Κι όμως πάντοτε τους πετύχαινε. Είχε μια σιγουριά, που μόνο με αναφορά στη βαθιά του πίστη μπορεί να εξηγηθεί.

Στα σημαντικά στοιχεία του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς του ήταν η επικοινωνιακή δεινότητα. Ο π. Ηλίας κέρδιζε με μεγάλη ευκολία τον συνομιλητή του με το χαμόγελο, με το αστείο, με τη βεβαιότητα της ορθότητας της άποψής του. Δεν επέμενε, δεν πίεζε, δεν εξανάγκαζε. Άκουγε την άλλη άποψη, την εκτιμούσε και την υιοθετούσε, όταν συνέβαλε στην υλοποίηση αυτού που οραματιζόταν, αλλάζοντας τη δική του άποψη. Η στάση του αυτή είχε ως αποτέλεσμα να έχει δίπλα του καλούς συνεργάτες, οι οποίοι του στάθηκαν και τον βοήθησαν σε όλα τα έργα του.

Ο π. Ηλίας αγαπούσε πολύ την Εκκλησία και πονούσε και θλιβόταν, όταν έβλεπε ότι δεν έκανε όσα μπορούσε να πράξει για τους ανθρώπους, προπάντων για την πνευματική τους προκοπή και την εκκλησιοποίησή τους. Γιατί για τον π. Ηλία τελικός σκοπός κάθε έργου εκκλησιαστικού ήταν η σωτηρία του ανθρώπου:  να γίνει ο άνθρωπος ζωντανό μέλος της Εκκλησίας, που είναι το σώμα του Χριστού.

Αυτή την αποστολή της Εκκλησίας δεν μπορούσε να δεχτεί πως υπήρχαν ιερείς που δεν την είχαν συνειδητοποιήσει και δεν την είχαν κάμει έργο ζωής. Δεν κατηγορούσε, βέβαια, κανέναν, αλλά με το παράδειγμά του έδειχνε το δρόμο που έπρεπε να βαδίσουν. Ο π. Ηλίας ήταν όντως ποιμένας κατά το παράδειγμα του «καλού ποιμένος» Ιησού Χριστού.  Δεν ήταν ένας «μισθωτός» εργάτης, που όταν έλθει ο λύκος εγκαταλείπει τα πρόβατα, αλλά ο ποιμένας που μένει κοντά στα πρόβατα και αγωνίζεται να τα διαφυλάξει και να τα οδηγήσει ασφαλή στη μάνδρα της Εκκλησίας (Ιωάν. 10, 11-12).

Πάνω από όλα, όμως, ο αοίδιμος π. Ηλίας αγαπούσε τη Θεία Λατρεία. Όταν λειτουργούσε, κυριολεκτικά αλλοιωνόταν «την καλήν αλλοίωσιν». Η καρδιά  του φλεγόταν, όπως των δύο μαθητών, όταν συνάντησαν τον Κύριο, μετά την Ανάσταση, στο δρόμο προς τους Εμμαούς. Το πρόσωπό του έλαμπε από χαρά και αγαλλίαση, γιατί είχε τελέσει το μυστήριο των μυστηρίων, τη Θεία Ευχαριστία, και είχε κοινωνήσει του σώματος και του αίματος του Χριστού. Το βαθύ βίωμα της Λειτουργίας φαινόταν από τον τρόπο με τον οποίο έκανε τις εκφωνήσεις και διάβαζε τις ευχές:  καθαρά, χωρίς να  παραλείπει ούτε λέξη, χωρίς να βιάζεται. Ο π. Ηλίας ζούσε στο κλίμα της Λατρείας, ζούσε από τη Λατρεία.

«Τελευτήσαντος ανδρός δικαίου ουκ όλλυται ελπίς», λέει το βιβλίο των Παροιμιών (κεφ. 11,7). Στη γλώσσα της Γραφής «δίκαιος» καλείται ο πιστός τηρητής των εντολών του Θεού, ο άνθρωπος που αξιοποιεί τα τάλαντα με τα οποία τον προίκισε ο Θεός, ο άνθρωπος που ζει για το Θεό και πράττει για τους ανθρώπους. Ένας  δίκαιος υπήρξε και ο π. Ηλίας. Αγωνιστής για την Εκκλησία του Χριστού, ιερέας άξιος του λειτουργήματός του, πιστός οικονόμος της χάριτος του Θεού, διάκονος πιστός και αγαθός του έργου στο οποίο τον έταξε η Εκκλησία του Θεού.

Γι’  αυτό και τώρα που εξεδήμησε από τα τωρινά και πρόσκαιρα στα αιώνια και άφθαρτα, δεν χάθηκε η ελπίδα μας. Και δεν χάθηκε, επειδή αφενός έμεινε στη μνήμη των ανθρώπων ως ο άνθρωπος της αγάπης και της πίστης και ως ο ιερέας που συνέδεσε το όνομά του αξεδιάλυτα με τον Άγιο Τίτο, έναν ναό κι έναν άγιο που αγάπησε από τα κατάβαθα της καρδιάς του, και, αφετέρου, γιατί άφησε πίσω του ένα αγαθό παράδειγμα με τη ζωή και το έργο του, ένα έργο που αναγνώρισε η κοινωνία του Ηρακλείου και του απέδωσε ανθρωπίνως την τιμή που του άξιζε. Ο π. Ηλίας έζησε σε τούτο τον κόσμο, κάνοντας πράξη το «γενηθήτω το θέλημά σου», και γι’  αυτό είναι βέβαιο πως ο Θεός ήδη του έχει χαρίσει την αιωνιότητα κοντά Του.