Ήταν Μάης του 2005 και ετοίμαζα την ανακοίνωσή μου στο Κρητολογικό Συνέδριο του 2006 με θέμα την αντιστασιακή οργάνωση «Κρητική Επαναστατική Επιτροπή» και τα ημερολόγια των Γ. Κουτεντάκη και Αντ. Φάκαρου.
– Ήταν ο Αλέξανδρος Ραπτόπουλος στα Πεζά κατά την παράδοση των όπλων, όταν είχε τελειώσει πια η δεκαήμερη Μάχη της Κρήτης; Έτσι ρώτησα το Δημοσθένη Ραπτόπουλο.
– Και βέβαια ήταν.
– Και πώς αποδεικνύεται;
– Το ξέρει ο γιατρός Σήφης Μιχελάκης από τους Κασάνους.
– Το 2001 μου είπε το ίδιο και η Αταλάντη. Έχεις τη μαρτυρία του;
– Όχι, δεν τον έχω καταγράψει. Όμως κάποτε θα μετανιώσεις που δεν με πιστεύεις και δεν γράφεις τις μαρτυρίες μου. Ξέρω ό, τι έγινε στη Βιάννο την εποχή εκείνη, γιατί ήμουν έφηβος και ο πατέρας μου, μεγάλος πατριώτης, μας είχε επιστρατεύσει και εμένα και την Αταλάντη μας.
– Εσείς (του έλεγα), τα καπετανοπαίδια, δεν είστε πολύ αξιόπιστοι μάρτυρες, γιατί παθιάζεστε και έτσι δεν είστε αντικειμενικοί.
– Γνωρίζω όμως την αξία της ιστορικής αλήθειας και παλεύω γι’ αυτήν. Με αδικείς, όταν με αμφισβητείς και είμαι σίγουρος πως, όταν θα φύγω, θα το μετανιώσεις.
Ο Δημοσθένης ήταν κακός προφήτης, γιατί ήδη νιώθω πως επαληθεύεται.
Μετά τον παραπάνω διάλογό μας, που με έκανε να αναστορηθώ η 81η επέτειος της Μάχης της Κρήτης, δήλωσα στο φίλο μου το Δημοσθένη πως θα πάω να καταγράψω τη μαρτυρία του γιατρού Σήφη Μιχελάκη, για να αναφέρω την παρουσία του Αλέξανδρου Ραπτόπουλου στα Πεζά, κατά την παράδοση των όπλων το τέλος του Μάη του 1941.
Πράγματι, την επόμενη μέρα, στις 6-5-2005, επισκεφθήκαμε, ο Δημοσθένης και εγώ, το γιατρό και κατέγραψα την αφήγηση που θα διαβάσετε παρακάτω. Του ζήτησα μάλιστα να μου τη δώσει και γραπτή και το έκανε.
Η μαρτυρία του αείμνηστου γιατρού Σήφη Μιχελάκη, την οποία διάβασα στο Κρητολογικό Συνέδριο του 2006 και την συμπεριέλαβα στο βιβλίο μου «Ιστορικές μαρτυρίες από τον Νομό Ηρακλείου (19ος – 20ος αι.)», Ηρ. 2021, σελ. 169 (εκδ. Περιφέρειας Κρήτης), μου έδωσε πολλή χαρά, εξαιτίας της μεγάλης της σπουδαιότητας.
Η μαρτυρία του συνταξιούχου γιατρού Σήφη Μιχελάκη
«Με πολλή χαρά και ενδιαφέρον μιλώ ή γράφω πάντοτε για το μεγάλο θέμα της Εθνικής Αντιστάσεως Κρήτης.
Μόλις κατελήφθη η Κρήτη ολόκληρη από τα ναζιστικά στρατεύματα και κατά το τέλος του μηνός Μαΐου, αφού καταλάγιασε κάπως η κατάστασις, αποφάσισε ο πατέρας μου Μιχάλης και ήρθε στο Ηράκλειο με το μόνο μεταφορικό μέσο που είχε, το γάιδαρό του, για να μεταφέρει μερικά πράγματα που είχαμε αφήσει στο δωμάτιο που μέναμε ως μαθητές τα τρία του παιδιά στο Γυμνάσιο Αρρένων στο Ηράκλειο, που υπήρχε στο νυν πάρκο Θεοτοκοπούλου, με σκοπό τη μεταγραφή μας στο Γυμνάσιο Βιάννου.
Στην επιστροφή του, που έγινε από τον παλαιόν δρόμον Σκαλάνι – Κακιά Ράχη – Βαρβάρους (νυν Μυρτιά) – Βόνη – Θραψανό – Κασσάνους, συνάντησε τυχαίως τρεις άνδρες, δύο με στρατιωτικά και έναν με πολιτικά στην περιοχή μετά τη Μυρτιά. Ακολουθούσαν κι εκείνοι την ίδια διαδρομή. Ο πατέρας μου αντελήφθη ότι ο ένας εκ των στρατιωτών ήτο κατάκοπος κι ελαφρώς εκούτσαινε. Από την κουβέντα που έκαναν του είπαν ότι πηγαίνουν στη Βιάννο. Επρότεινε τότε στον έναν (που ήτο κατάκοπος και κούτσαινε) να ανέβει στο γαϊδούρι, μια και πάνε στον ίδιο δρόμο μέχρι τους Κασσάνους.
Με ευγένεια δέχτηκε την πρόταση του πατέρα μου κι έφθασαν στο χωριό Κασσάνους. Στη διαδρομή έμαθε το όνομα του ανθρώπου. Ήτο ο αξιωματικός Αλέξανδρος Ραπτόπουλος από την Βιάννο. Συγκεκριμένα δεν του είπε Πάνω ή Κάτω Βιάννο ή άλλο χωριό της περιοχής. Ο άλλος στρατιώτης έλεγε λίγα, ο πολίτης όμως δε μιλούσε αλλά παρακολουθούσε την παρέα. Φθάνοντας στο χωριό μας, τους Κασσάνους, τους πρότεινε ο πατέρας μου να σταματήσουν στο σπίτι μας για ένα νερό. Μετά χαράς το δέχτηκαν. Η διαδρομή ήτο κοπιώδης και η δίψα και η πείνα τους συνόδευε όλους.
Σταμάτησαν στο σπίτι μας στην αποπάνω αυλή κάτω από το φύλλωμα, τη σκιά μιας υπέροχης μουριάς λόγω της ζέστης. Η φιλόξενη μητέρα μου ετοίμασε φαγητό αξέχαστο, πατάτες τηγανιτές, αβγά βραστά, τυρί και βραστά κουκιά με αρκετό κρεμμύδι αντί σαλάτα και αρκετές αλατσολιές. Την ώρα του φαγητού έφτασα κι εγώ από την εξοχή και θυμάμαι πάντα την πραότητα και την ευγένεια των ανθρώπων και ειδικά του αξιωματικού, που όπως είδα όταν έφυγαν εκούτσαινε ελαφρώς.
Πρόσεξα επίσης τότε και τον κύριο με τα πολιτικά που δε μιλούσε αλλά ήταν συνεχώς συλλογισμένος. Φεύγοντας λέει ο αξιωματικός, ο Αλέξανδρος, στον πατέρα μου, αφού ευχαρίστησαν τη μητέρα μου και τον πατέρα μου για ό,τι έκαναν γι’ αυτούς: – «Όταν έρθεις στη Βιάννο, να με θυμηθείς».
Η μεταγραφή στο Γυμνάσιο της Βιάννου έπρεπε να γίνει κι ο πατέρας πήρε τα αποδεικτικά του Γυμνασίου Αρρένων Ηρακλείου, και επήγε στη Βιάννο για να βρει δωμάτιο να μένουμε τα τρία αδέλφια, εγώ στην έκτη τάξη, ο δεύτερος στην τετάρτη και ο τρίτος στην τρίτη.
Ο πατέρας μου ούτε θυμήθηκε τον κύριο Αλέξανδρο. Τους άλλους δεν εγνώριζε ούτε τα ονόματά τους. Κατάκοπος από την προσπάθεια για να βρει δωμάτιο, γιατί ήταν άγνωστος σε όλους, κάθισε στο καφενείο που ήταν στον Πλάτανο της Βιάννου για ένα ποτό.
Την ώρα εκείνη αντιλαμβάνεται ο Αλέξανδρος που εκάθητο με παρέα σε ένα άλλο τραπέζι τον πατέρα μου. Πηγαίνει και του λέει:
– Με θυμάσαι;
– Όχι, απάντησε ο πατέρας μου.
– Δεν είστε ο Μιχάλης απ’ τους Κασσάνους;
– Ναι, απάντησε.
– Είμαι ο Αλέξανδρος που φιλοξενήθηκα με τους δύο συνοδοιπόρους μου στο σπίτι σου.
– Έγινες αγνώριστος Αλέξανδρε, του είπε ο πατέρας.
Είχε αλλάξει εμφάνιση. Τώρα ήταν με τα πολιτικά».