Ήταν πέντε Δεκεμβρίου του 1887 όταν ήχησε για πρώτη φορά το σήμαντρο  της καμπάνας του Αγίου Νικολάου στην Τύλισο που σύμφωνα με μαρτυρίες ακούστηκε μέχρι το Γάζι.  Την καμπάνα του πολιούχου της Τυλίσου είχε καταφέρει να χτυπήσει με τέχνη, μαεστρία και δύναμη ένα κορίτσι μόλις δεκαπέντε ετών.

Το Χρυσάκι του Χατζή Δημήτρη. Η κόρη δηλαδή του Δημητρίου Στεφανάκη του Πέτρου, ενός πρόκριτου, που μαζί με άλλους δημογέροντες του χωριού, συνέλαβαν την ιδέα  της ανοικοδόμησης ναού του Αγίου Νικολάου στο χώρο όπου προϋπήρχε μια πολύ μικρή εκκλησία πάλι αφιερωμένη στον Αγ. Νικόλαο και το νεκροταφείο του χωριού δίπλα από αυτήν. Το οποίο σημειωτέον μεταφέρθηκε το 1903 λίγο έξω από την κατοικημένη Τύλισο.

Ευνοϊκό μάλιστα, για την υλοποίηση αυτής τους της ιδέας ήταν το φιρμάνι που εξέδωσε το 1881 ο σουλτάνος, το οποίο αφορούσε στην επιστροφή της γης (αγριάδων) στους ιδιοκτήτες της.

Έτσι οι Τυλισανοί με την σειρά τους την υπενοικίασαν σε βοσκούς και με τα πρώτα τους έσοδα που αυξήθηκαν ακόμα περισσότερο από την πώληση διαφόρων αγροτεμαχίων, προχώρησαν στην ίδρυση αρχικά ενός σχολείου και στην συνέχεια, μετά από δυο χρόνια, στην ανοικοδόμηση του ναού του Αγ.Νικολάου, ο οποίος είναι δίκλιτος και το δεύτερο κλίτος είναι αφιερωμένο στον Αγ. Γεώργιο.

Ο μόνος που φέρεται να είχε αντιρρήσεις αρχικά  ήταν ο παπάς Νικόλαος Ζουρίδης, ο οποίος όμως ήταν συζητήσιμος άνθρωπος. Άκουγε πάντα με προσοχή το συνομιλητή του και αν αυτός  μπορούσε να του προβάλει πειστικά επιχειρήματα, τότε δεχόταν την αλλαγή ως δώρο Θεού.

Πανευτυχής τότε ο Χατζής Δημήτρης, έβλεπε καθημερινά το όνειρό του να ολοκληρώνεται. Ήταν βαθειά θρησκευόμενος άνθρωπος. Η αγάπη του μάλιστα, αλλά και η πίστη του προς στο θεό ήταν και ο λόγος που τον οδήγησε δώδεκα φορές στους Αγίους Τόπους, όπου και έλαβε τον τίτλο του ‘’Χατζή’’. Επίσης ήταν ο ίδιος λόγο που ήθελε να ‘’στεγάσει’’ τον προστάτη των Τυλισανών σε μια μεγαλύτερη εκκλησία.

Δεν φανταζόταν βέβαια πως με την ολοκλήρωση του κτίσματος και την τοποθέτηση  της καμπάνας θα δημιουργείτο ένα σοβαρό θέμα, αφού δεν κατείχε ούτε εκείνος, αλλά ούτε και κανείς άλλος την τεχνική που χρειαζόταν  για να χτυπήσει μελωδικά η καμπάνα. Η έλλειψη αυτής της γνώσης προκαλούσε πονοκέφαλο και θλίψη σε όλους καθώς πίστευαν πως ήταν κακός οιωνός για το χωριό.

Ο Χατζής Δημήτρης αισθανόταν υπεύθυνος για την κακοτυχία που φαινόταν να τους απειλεί, γιατί είχε παραγγείλει ο ίδιος την καμπάνα στην Ιταλία προ κειμένου να φτιαχτεί, να τοποθετηθεί και να καλέσει επίσημα τους Τυλισανούς  στα εγκαίνια του ναού είτε την παραμονή είτε ανήμερα της εορτής του Αγίου Νικολάου. Αυτός εξάλλου ήταν και ένας από τους όρους που αναγράφονταν στο συμβόλαιο.

Η θυγατέρα του όμως, το Χρυσάκι, που ήξερε την αγωνία του και έβλεπε την απόγνωση στο βλέμμα του κάθε φορά που έλεγε πως πρέπει να βρουν λύση, φαίνεται πως κάτι είχε κατά νου

Τι και αν βρισκόταν στην εκπνοή του χρόνου, εκείνη είχε βρει τα σχέδια της καμπάνας, τα είχε μελετήσει και είχε την πεποίθηση πως θα τα καταφέρει.

Ρώτησε λοιπόν τον πατέρα της, την ώρα που ετοιμαζόταν να φύγει για το καφενείο, αν μπορούσε να  δοκιμάσει να χτυπήσει την καμπάνα. Τόσοι άνδρες έχουμε προσπαθήσει, της είπε, και δεν τα καταφέραμε θα τα καταφέρεις εσύ; Το Χρυσάκι όμως επέμενε, ώσπου ο πατέρας τής είπε να κάνει ό,τι την φωτίσει ο Άγιος Νικόλαος.

Το κορίτσι ή μάλλον το αγοροκόριτσο, αφού ήταν ηγετικό μέλος κάθε παρέας αγοριών, βγήκε στο σοκάκι που βρίσκεται πολύ κοντά στον πολιούχου του χωριού και άρχισε να τρέχει προς την αυλή του ναού. Τα παιδιά που βρίσκονταν στις ρούγες άρχισαν να την ακολουθούν για να δουν τι θα κάνει αυτή τη φορά. Η αλήθεια είναι πως η δεκαπεντάχρονη κοπέλα ήταν πολύ αγαπητή από όλους και ιδιαίτερα από τους συνομήλικους  οι οποίοι την θαύμαζαν.

Φτάνει λοιπόν στο προαύλιο της εκκλησία και αρπάζει αποφασισμένη το σχοινί που ήταν δεμένο το σήμαντρο της καμπάνας. Έντρομος ο επίτροπος Εμμανουήλ Γιανναδάκης τρέχει να την σταματήσει, μα ήταν πλέον αργά. Το Χρυσάκι έχει ρίξει το βάρος της στο ένα πόδι, το άλλο το πατούσε προς τα πίσω για να κρατάει ισορροπία, ενώ με τα χέρια κλειστά τραβούσε το σχοινί προς το στήθος της και η καμπάνα άρχισε να χτυπά ζωηρά, χαρούμενα και δυνατά. Τόσο δυνατά που κάποιοι είπαν πως ακούστηκε μέχρι το Γάζι.

Στο καφενείο του Μπερερού που βρισκόταν στην πλατεία του χωριού ή πλατεία της βρύσης, αρχίζουν όλοι να σταυροκοπιούνται και να απορούν ποιος ήταν αυτός που είχε την ευλογία του Αγίου Νικολάου και χτύπησε την καμπάνα. Την απορία τους γρήγορα την έλυσαν ένα τσούρμο παιδιών, που έτρεχαν προς την πλατεία φωνάζοντας  ρυθμικά ‘’Χρυσάκι-Χρυσάκι’’.

Η κόρη μου, λέει υπερήφανος ο Χατζής Δημήτρης, κατάφερε και χτύπησε την καμπάνα, παροτρύνοντας τους όλους να πάνε να προσκυνήσουν τον Άγιο Νικόλαο.

Την παραπάνω ιστορία αφηγήθηκε σε εμένα ο Μανώλης Αστυρακάκης τοπογράφος μηχανικός – ερευνητής τοπωνυμίων Κρήτης, όπως την άκουσε από την Μαρία Παπάζογλου γεννηθείσα το 1927, η οποία ήταν κόρη του γιου της Χρυσούλας ή Χρυσάκι, Νικολάου Ζαχαριουδάκη.

Παράλληλα μου παραχώρησε και το συμβόλαιο της ανοικοδόμησης του ναού του Αγίου Νικολάου, το οποίο συντάχθηκε   στις 27 Μαΐου του 1883 στο γραφείο του συμβολαιογράφου Ηρακλείου Γεωργίου Λαδά. Το συμβόλαιο με αριθμό 3542/1883  αναφέρει, μεταξύ άλλων, πως το συνολικό κόστος του ναού ανήλθε στα εξήντα τρεις χιλιάδες γρόσια, ενώ εντύπωση ανάμεσα στα ονόματα των συμβαλλομένων, προκαλεί εκείνο του Πρωτοδίκη Ηρακλείου Εμμανουήλ Ξανθουδίδη, ο οποίος συνυπογράφει με τον τεχνίτη- εργολάβο το σχέδιο του ναού.

Συγκεκριμένα όμως και σύμφωνα πάντα με το συμβόλαιο τα ονόματα των συμβαλλομένων είναι: “Εμμανουήλ Θ. Χατζιδάκης, Εμμανουήλ Λαμπάκης, Βασίλειος Νιράκης, Γεώργιος Αστυρακάκης, Δημογέροντες του χωρίου Τυλίσου, Επαρχίας Μαλεβιζίου, Ιωάννης Κουράκης, Γεώργιος Μπλεδάκης, Γεώργιος Σπυριδάκης και Δημήτριος Στεφανάκης Πρόκριτοι του αυτού Χωρίου και ο Εμμανουήλ Γιανναδάκης, επίτροπος του εν αυτώ υπάρχοντος Ναού, άπαντες Κτηματίες και κάτοικοι εν αυτώ και αφετέρου Ιωάννης Σπανακάκης Τεχνίτης, Εμμανουήλ Μαθιουδάκης Παντοπώλης, Βασίλειος και Κωνσταντίνος Αδελφοί Σπανακάκηδες Τεχνίτες, κάτοικοι Ηρακλείου και Δημήτριος Χασουράκης Τεχνίτης κάτοικος του Χωριού Απεσωκάρι Επαρχίας Καινουρίου, άπαντες υπήκοοι Οθωμανοί Ενήλικοι και ζητησάμενοι την σύνταξιν του παρόντος εγγράφου συνωμολόγησαν και συνεβάλλοντο προς αλλήλους  τα εξής.

Οι μεν Εμμανουήλ Θ. Χατζιδάκης, Εμμανουήλ Λαμπάκης, Βασίλειος Νιράκης, Γεώργιος Αστυρακάκης, Ιωάννης Κουράκης, Γεώργιος Μπλεδάκης, Γεώργιος Σπυριδάκης, Δημήτριος Στεφανάκης και Εμμανουήλ Γιανναδάκης, υπό την ιδιότητα του έκαστος αλλά υπό την ευθύνην ατομικήν και συνεπευθύνως συνυποχρέως και αλληλεγγύως ως προς την εκπλήρωσιν των όρων των αφορόντων αυτών, του παρόντος συμβολαίου ως τας συνέπειας της παραβάσεως αυτών άπαντες εδήλωσαν ότι ανέθεσαν προς τον τεχνίτη Ιωάννη Σπανακάκη υπό Εργολαβίαν την Οικοδομήν Ναού εντός του Χωρίου Τυλίσου υπό τους εξής όρους.

Α. Ο Ναός θέλη οικοδομηθή εις τον Περίβολον εν τω αυτώ μέρος όπου και παλαιά εκκλησία Αγίου Νικολάου, Δυμάρτυρος κατά το σχέδιον το υπογεγραμμένον παρά του Εμμανουήλ Ξανθουδίδου Πρωτοδίκη κατοίκου Ηρακλείου, του τεχνίτη και εργολάβου Ιωάννη Σπανακάκη και εσφραγίσθησαν τη σφραγίδα του συμβολαιογραφείου μου”.