Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι πρωταπριλιάτικο αστείο, αλλά γιατί όχι και πραγματικότητα! Ο λόγος για την μεταφορά της πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους από την Αθήνα, κάπου αλλού. Συγκεκριμένα και γνωστά εν πολλοίς σε όλους στατιστικά στοιχεία είναι άκρως αποκαλυπτικά για την υφιστάμενη κατάσταση.
Ο μισός περίπου πληθυσμός της χώρας, βρίσκεται σήμερα συγκεντρωμένος στο λεκανοπέδιο της Αττικής, αφήνοντας την ελληνική επικράτεια στην ουσία χωρίς την παρουσία σημαντικών αστικών κέντρων, με ό,τι φυσικά συνεπάγεται αυτό. Μέσα στην υπερκερασμένη πρωτεύουσα βρίσκονται συγκεντρωμένες όλες οι δημόσιες υπηρεσίες τις οποίες οφείλει να επισκεφτεί κάποιος με ένα συνηθισμένο πρόβλημα μέσης σπουδαιότητας. Με τον ίδιο ζήλο συγκεντρώθηκαν εκεί σχεδόν οι περισσότερες βιομηχανικές μονάδες επιτείνοντας το πρόβλημα της αστυφιλίας το οποίο εδώ και έναν αιώνα παρουσιάζεται διαρκώς ανοδικά κινούμενο.
Για να καταστεί το πρόβλημα περισσότερο κατανοητό, ας ρίξουμε μια ματιά σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Όλες φιλοξενούν στα σπλάχνα τους περίπου το 5-10% των κατοίκων της χώρας τους. Το νεοσύστατο και επανενωμένο, μετά το 1989, Βερολίνο στη Γερμανία μόλις το 5%, ενώ το Λονδίνο κάπου το 10% των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου, ως χαρακτηριστικό παράδειγμα, αφήνοντας έτσι ζωτικό χώρο για περαιτέρω ανάπτυξη άλλων πόλεων.
Στη δική μας περίπτωση, η κατάσταση είναι αποκαρδιωτική. Η ελληνική επαρχία είναι γεμάτη πόλεις με μικρό αριθμό κατοίκων, στοιχειώδη εμπορική κίνηση, πλημμυρισμένες από δημόσιους υπαλλήλους, και ανίκανη και δύσκαμπτη πορεία προς τα εμπρός σε όλους τους τομείς. Άλλες στηρίζουν εν πολλοίς την ύπαρξή τους σε προσωρινά εγκαταστημένους στρατιωτικούς και ανάλογες σχολές και κέντρα εκπαιδεύσεως, ενώ σημαντικός αριθμός τους βασίζεται στην παρουσία μεγάλου αριθμού φοιτητών.
Δεν μας ξεφεύγει το γεγονός ότι σε τακτά χρονικά διαστήματα, μεγάλες συζητήσεις γίνονται ανάμεσα σε κατοίκους και πολιτικούς εκπροσώπους των τοπικών κοινωνιών, με την δημοσιοποίηση της έδρας σχολών των ΤΕΙ ή ΑΕΙ σε τακτά χρονικά διαστήματα, όπως και μετά την ανακοίνωση από την επίσημη Πολιτεία δημιουργίας καινούρ- γιων.
Η κατάσταση στην ελληνική πρωτεύουσα είναι λίγο πολύ γνωστή και αποκαρδιωτική σε πολλούς τομείς. Δύσκολες και ακριβές μετακινήσεις, δυσεύρετα παρκινγκ, μειωμένη ασφάλεια πολιτών και αυξημένη εγκληματικότητα, αδυναμία επιβολής της στοιχειώδους νόμιμης τάξης, μολυσμένος εισπνεόμενος αέρας, αυξημένο κόστος διαμονής, ανύπαρκτοι χώροι πρασίνου, για να αναφερθούμε έτσι σε μερικά.
Το ίδιο όμως γεγονός παρατηρείται και στις επαρχιακές πόλεις, αλλά φυσικά σε κάποιες άλλες παραμέτρους και εκφάνσεις της καθημερινότητας. Η δημιουργηθείσα κατάσταση, εδώ και έναν αιώνα σχεδόν, τόσο στην πρωτεύουσα όσο και τις επαρχιακές πόλεις της χώρας μας, απέχει πολύ από το να είναι ικανοποιητική για όλους, και κυρίως για τους πολίτες. Το κτίσιμο και η δημιουργία μιας καινούργιας πρωτεύουσας, για αρκετούς, ίσως έδινε κάποια λύση και απαντούσε σε κάποια ερωτηματικά όσον αφορά το θέμα που συζητάμε.
Δεν θα μπορούσαμε ταυτόχρονα να παρακάμψουμε το εθνικό πρόβλημα της απαξίωσης των παραμεθορίων περιοχών της χώρας, και αυτό σε μια δεδομένη περίοδο έντονης μετανάστευσης αρκετών ταλαντούχων νέων ψυχών, ειδικά από την επαρχία, με τελικό αποτέλεσμα την περαιτέρω αποψίλωση του κοινωνικού ιστού.
Η σημερινή πραγματικότητα στην χώρα μας είναι από κάθε άποψη αν όχι δραματική, τουλάχιστον όχι επιθυμητή. Υπερχρεωμένη κοινωνία, τρομακτικά οικονομικά, κοινωνικά και εθνικά προβλήματα, μετανάστευση όπως αναφερθήκαμε προηγουμένως, και δυσκολία φυγής προς τα εμπρός. Παλιότερα, είχαν γίνει κάποιες συζητήσεις για μεταφορά της πρωτεύουσας σε άλλη πόλη, κάτι το οποίο όπως κι αν ακούγεται εξωπραγματικό σήμερα, ίσως προσφέρει ένα νέο ξεκίνημα σε μια κοινωνική αναγέννηση, συμβολίζοντας την έννοια του καινούργιου, την αναπτέρωση των ελπίδων, την επανίδρυση, ναι, του κράτους εκείνου που ποτέ δεν μπόρεσαν να δρομολογήσουν οι πολιτικοί μας όλων ανεξαιρέτως των παρατάξεων, την αναζητούμενη ελπίδα που τόσο έχει ανάγκη σήμερα ο τόπος μας.
Αν προστρέξουμε στην ιστορία, είχαν γίνει συζητήσεις για μεταφορά της πρωτεύουσας τόσο στη Θεσσαλονίκη, όσο και κάποιες άλλες φορές στη Λάρισα, αλλά φυσικά απέτυχαν να δώσουν απτά αποτελέσματα. Θα υπήρχε αναμφίβολα ειδική στη δεύτερη περίπτωση, έντονη οικονομική και οικοδομική δραστηριότητα, σε μια περιοχή καινούργια σε μεγάλο βαθμό, νεοσύστατες βιομηχανίες και βιοτεχνίες, πρωτόγνωρες εμπορικές δραστηριότητες, και βεβαίως τόνωση του καταρρακωμένου φρονήματος των πολιτών ολοκλήρου της χώρας μας.
Η εδαφική συρρίκνωση του ελληνισμού, ο αθηνοκεντρικός χαρακτήρας του, κάθε άλλο παρά προοιωνίζονται την ελπίδα και την αναδιοργάνωση του δύσμοιρου κράτους.
Για να εστιάσουμε στα καθ’ ημάς, στην πόλη που ζούμε, το Ηράκλειο, δεκαετίες επί δεκαετιών συζητάμε για το καινούργιο αεροδρόμιο, έγιναν πάμπολλες ανακοινώσεις από πολιτικούς όλων των χώρων, και το αποτέλεσμα ακόμα σε πρακτικό επίπεδο μηδενικό. Κάπως έτσι συνέχισε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και το καινούργιο πολιτιστικό κέντρο που άνοιξε τις πόρτες του δειλά -δειλά τον προηγούμενο μήνα με τα αναμενόμενα φυσικά λειτουργικά και όχι μόνο προβλήματά του!
Συμφέροντα, όμως, προνομιούχων κοινωνικών ομάδων που ήλεγχαν και δυστυχώς συνεχίζουν να επηρεάζουν το πολιτικό και πελατειακό σύστημα αντιδρούν και έτσι θα συνεχίσουν σε κάθε σοβαρή πρωτοβουλία ανάκαμψης της χώρας.
Μια καλή λύση θα ήταν η ενεργοποίηση των αποκαλούμενων “πνευματικών ανθρώπων” της χώρας μας, όταν βεβαίως κατορθώσουμε να δώσουμε έναν ακριβή ορισμό αυτών και να τους εντοπίσουμε, και κυρίως όταν η πλειοψηφία από αυτούς μπορέσει και ξεπληρώσει τα οφειλόμενα στους πολιτικούς τους προστάτες!
* Ο Γιώργος Νικ. Σχορετσανίτης είναι χειρουργός και διευθυντής του χειρουργικού τομέα στο ΠΑΓΝΗ