(Στην Κάλλια μου)

Οι ανεκπλήρωτοι έρωτες απολαμβάνουν το προνόμιο της αθανασίας. Μένουν ρόδα αειθαλή. Κλείνοντας την ευωδία μιας μνήμης. Το ερώμενο πρόσωπο πλασμένο με τη φαντασία μας με τα δικά μας χρώματα διατηρεί πάντα το ημίφως του μυστηρίου του. Ο ανεκπλήρωτος έρωτας είναι ατέρμονη πορεία προς μια συνεχώς αναβαλλόμενη συνάντηση που επαυξάνει την προσδοκία. Κρατάει την μορφή του αγαπημένου τόσο ανοίκεια, ώστε διαρκώς να αναρριπίζει την σκέψη.

Το ερώμενο πρόσωπο δεν επιλέγεται κατ αξίαν, υπερβαίνει τη λογική σκέψη, υπερβαίνει ακόμη και την υλική παρουσία. Το υλικό στοιχείο είναι μόνο η αφετηρία. Στην πορεία εξαϋλώνεται και μετουσιώνεται σε ιδέα. Παραμένοντας απρόσβλητο, αναλλοίωτο και άφθαρτο σ’ ένα ουτοπικό χωροχρόνο. Η λαχτάρα να γνωρίσουμε τον άλλο δεν εκπίπτει ποτέ στην απελπισία της πλήρους πρόβλεψης των αντιδράσεών του, αλλά παραμένει η ίδια έκσταση στο άρωμα της ανάμνησής του, προκαλούνται οι ίδιοι ψυχικοί σπασμοί.

Η αναπαράστασή του φέρνει πάντα την ίδια αισθητική συγκίνηση και τρέφεται από τις άλογες δυνάμεις που την γέννησαν. Δεν επέρχεται ποτέ η εκφυλιστική δράση της συνήθειας που αγκυλώνει και καθηλώνει τη φαντασία στο αποχαύνωμα ενός κυριακάτικου απομεσήμερου ή στη διαπεραστική σιωπή και ακινησία της καθημερινής ρουτίνας που μεταμορφώνει τον άλλο σε αντικείμενο καθημερινής χρήσης. Οι ανεκπλήρωτοι έρωτες συχνά πεθαίνουν νέοι. Αρκεί όμως μια τυχαία σύμπτωση για να τους ξυπνήσει.

Αυτό συμβαίνει σε αρκετά ποιήματα του Καβάφη. Φυσικά σε όλα τα ερωτικά του ποιήματα η μνήμη είναι που ξυπνά και εμπνέει τον ποιητή. Κάποτε και η ανεκπλήρωτη ερωτική επιθυμία. Στο ποίημα που παραθέτω, νομίζω δεν χρειάζονται σχόλια. Απλώς θα τονίσω την ομορφιά του στίχου «και να μαυροφορούν οι επιθυμίες μου». Είναι από τα ανέκδοτα ποιήματά του, ίσως επειδή το θεωρούσε τολμηρό ή ατελές. Γράφτηκε το 1904. Νομίζω ότι ήδη ο ποιητής είχε κατακτήσει την υψηλή αισθητική ποιότητα και το ύφος που θα τον αναδείξει σε έναν από τους πιο αγαπημένους ποιητές του 20ού αιώνα και πρόδρομο του μοντερνισμού.

Ο ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ ΤΟΥ 1903

Τουλάχιστον με πλάνες ας γελιούμαι τώρα την άδεια την ζωή μου να μη νοιώθω.

Και ήμουνα τόσες φορές τόσο κοντά. Και πώς παρέλυσα, και πώς δειλίασα                                                                                                            γιατί να μείνω με κλειστά τα χείλη και μέσα μου να κλαίει η άδεια μου ζωή,                                                                                                     και να μαυροφορούν οι επιθυμίες μου.

Τόσες φορές τόσο κοντά να είμαι

στα μάτια και στα χείλη τα ερωτικά, στ’ ονειρεμένο, το αγαπημένο σώμα.

Τόσες φορές τόσο κοντά να είμαι.

*Ο Ζαχαριας Καραταράκης είναι φιλόλογος