Στην καρδιά του Ηρακλείου, δίπλα στον βενετσιάνικο επιπρομαχώνα Βιτούρη και στο πάρκο Γεωργιάδη λειτουργεί για χρόνια τώρα ένα υπαίθριο παρκινγκ που μαζί με τα υπόλοιπα εντός του αστικού ιστού της πόλης, είναι κάτι σαν από μηχανής Θεοί: Μας περισώζουν από τη δυναστική επιβολή των τετράτροχων στη ζωή μας. Αυτό το συγκεκριμένο όμως, έχει μια άλλη ιδιότητα και αξία. Είναι το zero point της μνήμης για την πόλη. Συνάμα όμως και το σημείο μηδέν της λήθης. Οι υποψιασμένοι το καταλαβαίνετε…
Ένα από τα καλά των εκλογών της αυτοδιοίκησης είναι και οι συγκρίσεις. Όχι κατ’ ανάγκη των υποψηφίων. Αναφέρομαι σε πολύ σοβαρότερα πράγματα. Ενίοτε είναι αυτές οι άλλες, οι ανύποπτες, που παραμονεύουν στα πιο ελκόμενα ετερώνυμα που μπορείς να σκουντουφλάς στα βήματά σου στο Ηράκλειο: Της μνήμης και της λήθης. «Και ο βίος ο πολυλογάς/ σ’ αυτές τις δύο λέξεις αρκείται/ εντέλει, μνήμη και λήθη» γράφει αν όχι αυτοπαραμυθικά, τουλάχιστον ειρωνικά η Κική Δημουλά.
Το Ηράκλειο είναι η πόλη της απώλειας, η πόλη της συσσωρευμένης στάχτης της μνημοσύνης. Το σκέφτομαι κάθε φορά που φτάνω και ανεστορούμαι την οικεία μου βενετσιάνικη και οθωμανική τοπογραφία του. Κυρίως εκεί στην πλατεία Ελευθερίας του, στο κέντρο του ξέφωτου πάρκινγκ, που πίσω από ακλάδευτες συκιές και απεριποίητους φοίνικες, παραμονεύει η πλέον εκκωφαντική λήθη και ανεκλάλητη παρακμή της πόλης.
Εκεί λοιπόν που έπρεπε να είναι ο Άγνωστος Στρατιώτης για το Ηράκλειο, στέκονται σαν ελεοδύτες στη μνημοσύνη, σπάργανα από το ημιερειπωμένο και ατιμασμένο Ηρώον της πόλης, άγνωστο ακόμη και στους πολλούς σημερινούς κατοίκους της.
Μια εμβληματική κατασκευή ένα πρώην τοπόσημο, που θεμελιώθηκε το 1930, σε οικόπεδο που παραχωρήθηκε γι’ αυτό το σκοπό από το Δήμο στη Νομαρχία Ηρακλείου. Αφορμή της θεμελίωσής του υπήρξε ο εορτασμός της εκατονταετηρίδας από την εθνική παλιγγενεσία και την ίδρυση του ελληνικού κράτους, που γιορτάστηκε τον ίδιο χρόνο σε ολόκληρη τη χώρα.
Κατασκευάστηκε σε σχέδια του σπουδαίου αρχιτέκτονα και νομομηχανικού του Δήμου Δημήτρη Κυριακού, που εγκρίθηκαν ομόφωνα από την επιτροπή εορτασμού εκατονταετηρίδας, η οποία αποτελούνταν από εκπροσώπους φορέων, αρχών και προσωπικότητες του Ηρακλείου εκείνης της εποχής.
Το κτίριο σχεδιάστηκε σε γραμμές και αναλογίες της μινωικής αρχιτεκτονικής, όπως αυτή γινόταν τότε γνωστή από τις ανασκαφές και τις αναστηλώσεις του Έβανς στο ανάκτορο της Κνωσού, που ολοκληρώνονταν εκείνα ακριβώς τα χρόνια. Αρχιτεκτονικά ακολούθησε τον τύπο του Μινωικού Μεγάρου, με προστώο που σχηματίζεται από δύο κίονες, που οδηγούσε στην κυρίως αίθουσα και απέδιδε ανακτορικού χαρακτήρα τριμερές ιερό, με ιερά θρανία και θρόνο στο εσωτερικό.
«Τώρα που πια δεν ξεριζώνονται οι νύχτες από μέσα μας, γίνανε δάσος σκοτεινό που μας πλακώνει». Το Ηρώον Ηρακλείου καταρρέει σήμερα μέσα στη γενική πανδημία της λήθης και της ανεκλάλητης παρακμής που σαρώνει διαρκώς το Μεγάλο Κάστρο.
Σήμερα όλα αυτά δεν αξιολογούνται από τους τοπικούς ταγούς που ακριβώς εκεί δίπλα, σε απόσταση αναπνοής σε κάθε εθνική επέτειο κάνουν τα δημοσωτήρια καλλιστεία τους. Θα μου πείτε όταν η μνήμη κρύβεται πίσω από γέρικες συκιές και ακλάδευτους φοίνικες και όταν δεν είσαι υποψιασμένος δεν τη βλέπεις που βοά. Συνήθως η ιστορική μνήμη είναι αόρατη σε κάθε ψηφοκάπηλο και δημοπίθηκο.
Το μνημείο που από πρώτο χέρι το γνωρίζει και η ίδια η σημερινή επικεφαλής του χαρτοφυλακίου για τον ελληνικό πολιτισμό, αφού επισκέφτηκε το χώρο ήδη από το 2011 μαζί με τους φορείς που πρωτοστάτησαν για τη σωτηρία και την ανάδειξή του, καταρρέει μέσα στη γενική πανδημία της λήθης και της ανεκλάλητης παρακμής που σαρώνει διαρκώς το Μεγάλο Κάστρο.
Το κτίριο σύμβολο, που επιχείρησε να ενσωματώσει τις ιστορικές μνήμες της μεγαλονήσου, από τους μινωικούς χρόνους μέχρις τις κρητικές επαναστάσεις χάνεται κάτω από τις ερπύστριες της λήθης χωρίς να θίγεται κανένας ταγός, μεγαλόσχημος ρασοφόρος, δημοτική ή πολιτική παράταξη, ενεστώτας ή υποψήφιος δήμαρχος ή όψιμος ακτιβιστής.
Βλέπουμε καθημερινά, σε πληρωμένες ή απλήρωτες καταχωρήσεις στα τοπικά ΜΜΕ, δεκάδες στημένες φωτογραφίες με ανέκφραστα ηλίθια χαμόγελα κάθε τάξης των υποψηφίων. Ένα ορυμαγδό βαρύγδουπων επαγγελιών από τον όψιμο δημοσωτήριο εθελοντισμό. Πόσοι από αυτούς άραγε ξέρουν το Ηρώον;
Είναι αστείο, αλλά δεν έχει βρεθεί ακόμη κανένα εμβόλιο για την ανίατη ασθένεια της λήθης. Έναν εμβόλιο που να ισχυροποιεί τη μνημοσύνη, αλλά κυρίως να περιφρουρεί τη σοβαρότητα και το κύρος του δημόσιου λόγου απέναντι στον κυνισμό και την υποκρισία του κάθε σωτήρα. Κάποιοι από τους υποψηφίους που σιωπούν, το καταλαβαίνω, είναι ανυποψίαστοι. Κάποιοι όμως με περγαμηνές στο Πνεύμα και τη Σοφία, είναι αδικαιολόγητοι.
Τώρα πια, ίσως και να είμαστε συμφιλιωμένοι με το συλλογικό μας θάνατο, να πάσχουμε από την επιδημία του συλλογικού Μιθριδατισμού. Η μνήμη προηγείται και ακυρώνει το θάνατο, η λήθη τον επιβεβαιώνει.
Η λήθη μας πια, είναι πιο βέβαιη και από τη βίωση του θανάτου. Είναι εξάλλου γνωστό: Οι φλόγες της μνήμης και της Ιστορίας δεν μας συγκινούν πια. Άλλωστε «τι μπορεί να θυμάται μια φλόγα; Αν θυμηθεί λίγο λιγότερο απ’ ό,τι χρειάζεται σβήνει» επιβεβαιώνει ο ποιητής.
Ναι εκεί που συναντώνται η Ιστορία και η πολιτικάντικη φτήνια και δημοκαπηλεία. Η λήθη στο κέντρο του Ηρακλείου, στο Ηρώον της πόλης. Εκεί ακριβώς που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τ’ άρματα. Στο σημείο μηδέν. Τώρα που πια δεν ξεριζώνονται οι νύχτες από μέσα μας, γίνανε δάσος σκοτεινό που μας πλακώνει. Άραγε ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει; Υποψήφιους και ψηφοφόρους.