Το συγκρότημα του Καλαματιανού (Τζιτζιφιές 1948): Κερομύτης, Χατζηχρήστος, Μητσάκης, Παπαϊωάννου, Μανίσαλης, Περιστέρης, Αργύρης Βαμβακάρης, Μάρκος, Ρούκουνας, άγνωστος πιανίστας και Κασιμάτης (Στο συγκρότημα αυτό έπαιξε και ο Τσιτσάνης)

Tην εγγραφή του Ρεμπέτικου στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας ενέκρινε η Διακυβερνητική Επιτροπή της Σύμβασης για τη Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς (UNESCO, 2003) στη 12η ετήσια συνεδρίασή της, που πραγματοποιήθηκε στην Κορέα από τις 4 έως τις 9 Δεκεμβρίου.

Στην απόφαση για την εγγραφή του Ρεμπέτικου επισημαίνεται η επιτυχής ανάδειξη, μέσω του φακέλου υποψηφιότητας που υπέβαλε το Υπουργείο Πολιτισμού, «του δυναμικού χαρακτήρα του, καθώς και της εξέλιξής του σε ισχυρό σημείο αναφοράς για τη συλλογική μνήμη και ταυτότητα των Ελλήνων».

Ευκαιρία λοιπόν να θυμηθούμε και όσοι δεν ξέρουμε να μάθουμε λίγα πράγματα γι’ αυτό το σπουδαίο είδος μουσικής, που τα τελευταία χρόνια το έχουν αγκαλιάσει οι νέοι μας και πολλοί από αυτούς, που τώρα φεύγουν έξω, μαζί με τα πτυχία τους, την ευχή των γονιών τους, κουβαλάν μαζί τους κι αυτό για τις χαρές  και τις λύπες τους

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν.

Στην καρδιά της Αθήνας, στην Πλάκα, βόρεια των «Αέρηδων» (περιοχή  Ωρολογίου του Κυρρήστου) κάπου μεταξύ 1830 και 1840, γεννήθηκαν, σιγοτραγουδήθηκαν  τα πρώτα ρεμπέτικα, τα λεγόμενα «μουρμούρικα», που τραγουδούσαν οι κατάδικοι των Φυλακών Μεντρεσέ.

Ο Μεντρεσές των Αθηνών, ήταν ισλαμικό ιεροσπουδαστήριο που είχε ιδρυθεί τον 17ο αιώνα. Αυτό άλλωστε σημαίνει και η τουρκική λέξη Μεντρεσές.

Επί εποχής Όθωνα και Γεωργίου Α’ χρησιμοποιούνταν ως φυλακές και τόπος εκτέλεσης καταδίκων. (Απαγχονισμοί στα κλαδιά ενός αιωνόβιου πλάτανου στο κέντρο της αυλής). Περιμετρικά της αυλής ξεδιπλώνονταν τα κελιά των φυλακισμένων, άλλοτε δωμάτια των ιεροσπουδαστών.

Από εκεί βγήκε και η έκφραση «χαιρέτα μου τον πλάτανο»: μία φράση που την έλεγαν οι κατάδικοι σε όποιον «συνάδελφό» τους επεδείκνυε παραβατική συμπεριφορά, διακινδυνεύοντας έτσι να βρεθεί κρεμασμένος από τα κλαδιά του πλάτανου, που καταστράφηκε το 1915 από κεραυνό!

Ένας τόπος άμεσα συνδεδεμένος με την προϊστορία, τη γέννηση και τα πρώτα βήματα του μουσικού ιδιώματος που σήμερα φέρει το όνομα «ρεμπέτικο» τα λεγόμενα «μουρμούρικα».: Οι  φυλακές του Μεντρεσέ.

Την ώρα που οι Βαυαροί προσπαθούσαν να εισάγουν στην τότε αθηναϊκή κοινωνία τις καντρίλιες και την πόλκα στην πλατεία του Ψυρρή, τα μουρμούρικα  και τα σεβνταλήτικα κερδίζουν έδαφος. Στις αρχές του 1900 τα πρωτορεμπέτικα αποτελούσαν το λαϊκό τραγούδι των φτωχών συνοικιών των κυριοτέρων πόλεων και κυριαρχούν στα λιμάνια Πειραιά, Βόλου, Θεσσαλονίκης. Μετά το 1922  το τραγούδι αυτό με τα αντίστοιχα της Μικράς Ασίας και του Βοσπόρου αναμειγνύονται και αναπτύσσονται  ταχύτατα μέσα στα περίφημα Καφέ Αμάν. Το 1936 απαγορεύεται ως τουρκογενές, όταν την προηγούμενη χρονιά, 1935, το είδος αυτού του τραγουδιού, το αμανετζίδικο, είχε απαγορευθεί στην Τουρκία ως κατάλοιπο ελληνικό.

Το 1932 κυκλοφορούν οι πρώτες ηχογραφήσεις τραγουδιών από τον Μάρκο Βαμβακάρη. Την επόμενη χρονιά, το 1933, καταγράφονται οι πρώτες ηχογραφήσεις με μπουζούκι στην Ελλάδα από τον Γιώργο Μπάτη σε δίσκο που δεν κυκλοφόρησε αμέσως και τον Μάρκο Βαμβακάρη με το «Να ‘ρχόσουνα ρε μάγκα μου». Το 1934 δημιουργείται η πρώτη επίσημη ρεμπέτικη κομπανία με την ονομασία «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς» με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστο Δελιά  ή Αρτέμη.

Το 1936 ξεκινάει η δικτατορία του Μεταξά και  επιβάλλεται  η λογοκρισία. Αναγκαστικά η δισκογραφία προσαρμόζεται και οι αναφορές σε ναρκωτικά, τεκέδες κ.λπ. εκλίπουν από τις ηχογραφήσεις. Πάντως, μέχρι το 1941 εμφανίζονται οι περισσότεροι από τους κλασικούς συνθέτες και τραγουδιστές του ρεμπέτικου τραγουδιού στη δισκογραφία, όπως ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Μπαγιαντέρας, ο Περιστέρης, ο Κασιμάτης ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μανώλης Χιώτης, ο Στελλάκης Περπινιάδης, η Ρόζα Εσκενάζυ και πολλοί άλλοι.

Με την απελευθέρωση  αρχίζει να κατακτά τη θέση της λαϊκής μουσικής και πρώτος ο Μάνος Χατζιδάκης “μελετά” το είδος αυτής της μουσικής.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 εμφανίζεται μια πιο εκλεπτυσμένοι μορφή  το Αρχοντορεμπέτικο που τυγχάνει  ευρύτατης  αποδοχής. Το μπουζούκι γίνεται συναυλιακό  όργανο από τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο και όλους τους Έλληνες συνθέτες, ενώ μελετητές όπως ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο Ντίνος  Χριστιανόπουλος,  ο Πάνος Σαββόπουλος, ο Κώστας Φέρρης  έχουν ασχοληθεί σε βάθος.

Η μετέπειτα ιστορική εξέλιξη είναι εν πολλοίς γνωστή…

Οι  στίχοι που ακολουθούν γράφτηκαν  όταν πριν από πέντε χρόνια  διάβασα για πρώτη φορά για τις περιβόητες φυλακές του Μεντρεσέ. Είδος τραγουδιού: Μουρμούρικο.

 Στου Μεντρεσέ τις φυλακές

Στου Μεντρεσέ τις φυλακές

είναι κλεισμένος ο Μανές.

Είναι μάγκας και ντερβίση,

μα από πίκρα θε να σβήσει

Είναι μέσα πέντε χρόνους.

Του χρεώσανε δυο φόνους.

 

Στου Τζοάνου μια βραδιά

μπλέχτηκε  σε σαματά.

Άλλοι κάναν τη ζημιά

μ’ αυτόν πιάσαν  με σουγιά,

κι όσοι βρίσκονταν εκεί,

κάναν όλοι τουμπεκί.

 

Στου Μεντρεσέ τις φυλακές

με μας μαζί και  ο Μανές.

Για ισόβια τον χώσαν,

άδικα τον  εσταυρώσαν

Παίζει τσιμπητή  κιθάρα

κι έχει  ζηλευτή φωνάρα.

 

Είναι φουλ εξηγημένος.

Μάγκας παρεξηγημένος.

Κάθε βράδυ πριν πλαγιάσει,

τα μουρμούρικα σαν πιάσει,

η καρδιά μας πάει να σπάσει.

Θα πεθάνει πριν γεράσει!

 

Ρίξε μου, ρίξε μου,

ρίξε μου τη σουγιαδιά,

ρίξε μου τη σουγιαδιά,

ίσα  πάνου στην καρδιά.

 

Όμως αί.., όμως αί..,

όμως αίμα δεν θα βγει,

όμως αίμα δεν θα βγει,

όλο μου το έχουν πιει.

 

Μια σταγό.., μια σταγό..

μια σταγόνα δεν θα βγάλω

μια σταγόνα δεν θα βγάλω

δεν μπορούν να πιούνε άλλο.

 

Βάραμε, βάραμε.

Βάραμε με το στιλέτο.

Βάραμε με το στιλέτο,

δεν θα βγάλει αίμα, δέτω.

*Ο  Γιώργος Αγγελάκης

είναι μαθηματικός