Ζωή σε λόγου μας. Να ζήσουμε να τον θυμόμαστε. Γιατί όλοι οφείλουμε να τον θυμόμαστε. Άλλοι ως «Κωνσταντίνο Γκλύξμπουργκ», άλλοι ως «Κινγκ Κωνσταντάιν» και άλλοι ως «Βασιλεύ Κωνσταντίνο». Κι αν κάποιοι τον ξεχάσουν κάποτε, η ιστορία θα είναι εκεί να τους τον υπενθυμίζει…
Τις προηγούμενες μέρες συνέβη κάτι σχεδόν μαγικό σε τούτη τη χώρα. Με αφορμή την αναγγελία του θανάτου ενός γαλαζοαίματου, η καθημερινότητά μας υπέστη μια κινηματογραφική μετατόπιση.
Χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουμε, βρεθήκαμε ξαφνικά από μια σκληρή και αφιλόξενη πραγματικότητα, σε μια παραμυθένια ατμόσφαιρα. Εγκαταλείψαμε για λίγο το μίζερο εγχώριο σκηνικό και αφεθήκαμε στη μαγεία της κοσμικότητας που περιέβαλε μια κηδεία-«υπερπαραγωγή».
Όλα τα φώτα της δημοσιότητας είχαν στραφεί για μια βδομάδα περίπου γύρω από το βίο και την πολιτεία του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου, ενώ διάσπαρτα drones υπερίπταντο στο γαλανό ουρανό του Τατοΐου.
Οι τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα σταμάτησαν για λίγο να προμοτάρουν τα κρατικά ψιχία υπό μορφή βάουτσερ των 20 ευρώ, τα πάσης φύσεως καλάθια του φτωχοποιημένου νοικοκυριού και τα πενιχρά επιδόματα θέρμανσης, και άρχισαν να ασχολούνται με τα δισεκατομμύρια ευρώ της βασιλικής περιουσίας, με τα εκατομμύρια ευρώ που απαίτησε και έλαβε ο τέως από το ελληνικό δημόσιο, ως αποζημίωση, και με τα χιλιάδες ευρώ που πουλήθηκε το καθένα από τα σερβίτσια, τα κοσμήματα, τα κηροπήγια, οι σταυροί και τα άλλα αντικείμενα αξίας, ως κειμήλια του παλατιού, σε διεθνείς δημοπρασίες.
Οι τηλεοπτικές κάμερες εγκατέλειψαν τις λαϊκές αγορές που κατέγραφαν τις προσπάθειες των καταναλωτών να αναζητούν, όχι τις φθηνότερες τιμές των ζαρζαβατικών – γιατί πλέον τέτοιες δεν υπάρχουν – αλλά την ψευδαίσθηση της κανονικότητας στην επιβίωσή τους, και έτρεξαν πίσω από τα λαμπερά πρόσωπα των γαλαζοαίματων, με τα οποία πλημμύρισε η Αθήνα, για το ύστατο χαίρε προς έναν ομοαίματό τους. Βασιλιάδες και βασίλισσες, πρίγκιπες και πριγκίπισσες, κόμηδες και κόμισσες, δούκες και δούκισσες, αλλά και οι διάδοχοί τους από διάφορες χώρες, έδωσαν το “παρών” στον τελευταίο αποχαιρετισμό.
Η στάση – ή ακριβέστερα οι στάσεις – της κυβέρνησης, και γενικότερα της κυβερνητικής παράταξης, απέναντι στην κηδεία του τέως βασιλιά, αν και επικρίθηκε έντονα από την αντιπολίτευση, εντούτοις θεωρώ ότι ήταν αρκετά έξυπνη. Αν λάβουμε μάλιστα υπόψη μας ότι διανύουμε κρίσιμη, αν και ακήρυχτη, προεκλογική περίοδο, στην οποία δεν υπάρχει η πολυτέλεια της απώλειας ούτε μίας ψήφου.
Αρχικά λοιπόν το Μαξίμου αποφάσισε να κηδευτεί ως ιδιώτης ο έκπτωτος μονάρχης, ικανοποιώντας το κεντροδεξιό ακροατήριο της παράταξης. Αλλά και ως τι άλλο θα μπορούσε να ταφεί ένα πρόσωπο που ούτε κανένα αξίωμα κατείχε, ούτε καν την ελληνική ιθαγένεια είχε; Και επίσης, ποια ακριβώς ήταν η προσφορά του προς την πατρίδα, που θα έπρεπε να του ανταποδώσει τις τιμές;
Η ιστορία άλλωστε έχει καταγράψει την συμβολή του στην ανατροπή της εκλεγμένης κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου στα Ιουλιανά, αλλά και αργότερα την αποδοχή του με την ορκωμοσία της χούντας των συνταγματαρχών. Αυτά είναι ιστορικά γεγονότα που δεν αμφισβητούνται πλέον, αφού το πολιτειακό ζήτημα έχει κλείσει οριστικά και αμετάκλητα με το δημοψήφισμα του 1974. Αρχικά, ανακοινώθηκε η εκπροσώπηση της κυβέρνησης στην κηδεία από την υπουργό Πολιτισμού. Λίγο αργότερα όμως η εκπροσώπηση «αναβαθμίστηκε» και με τη συμμετοχή του αντιπροέδρου της κυβέρνησης. Γιατί όμως;
Ο θάνατος του τέως βασιλιά έφερε στο προσκήνιο και τα βαθιά φιλοβασιλικά αισθήματα μιας μερίδας του κυβερνώντος κόμματος που «ψαρεύει» στα θολά νερά της άκρας δεξιάς και νοσταλγεί, εκτός από τις αλήστου μνήμης εποχές, και τη διεύρυνσή της μέσα στο κόμμα. Αυτή η πτέρυγα ζει και βασιλεύει στη Ν.Δ., και οι ψηφοφόροι της θα έπρεπε να μείνουν κι εκείνοι ευχαριστημένοι.
Έτσι, μετά την ανακοίνωση της επίσημης θέσης της κυβέρνησης, πήρε τη σκυτάλη ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, «απελευθερώνοντας» αρκετά «γαλάζια» στελέχη της παράταξης να παρευρεθούν στη μεγαλοπρεπή κηδεία, «κλείνοντας το μάτι» σ’ εκείνους τους ψηφοφόρους, στους οποίους δεν θα μπορούσε να το κλείσει ο ίδιος ο πρωθυπουργός.
Παράλληλα εξέφρασε και την ιδεολογική του άποψη ότι «θα προτιμούσε, ο τέως να κηδευτεί και να ταφεί με τιμές που αρμόζουν σε έναν έκπτωτο μονάρχη, ώστε η Ελλάδα να τιμήσει την ιστορία της».
Έτσι, μπορεί μεν να αποφασίστηκε να ταφεί ο τέως βασιλιάς ως απλός ιδιώτης και να μη γίνει η κηδεία του δημοσία δαπάνη, αλλά τελικά έγινε η κηδεία με «ξένα κόλλυβα».
Ο κρατικός προϋπολογισμός χρεώθηκε με τα έξοδα εξωραϊσμού του κτήματος στο Τατόι και με την αστυνομική συνοδεία των μελών της οικογένειας. Και αν σε όλα αυτά προστεθούν και τα δρακόντεια μέτρα ασφαλείας που ελήφθησαν, με τις διαρκείς πτήσεις των ελικοπτέρων και των drones, σε εποχές μάλιστα που τα καύσιμα «πετάνε» υψηλότερα και από τα αεροπλάνα, ίσως και να μας συνέφερε τελικά να πληρώναμε μόνο τα έξοδα του γραφείου τελετών.
Πάντως, αν και τυπικά δεν εγκρίθηκε το αίτημα της οικογένειας Γκλύξμπουργκ για λαϊκό προσκύνημα, τα κεντρώα προσχήματα υποχώρησαν τελικά και ουρές νοσταλγών της μοναρχίας σχηματίστηκαν έξω από τη Μητρόπολη, με εκατοντάδες πολίτες από όλη τη χώρα – λιγότεροι όμως απ’ όσους θα προσδοκούσαν κάποιοι – να συνωστίζονται για ένα «άτυπο» προσκύνημα συνολικής διάρκειας πέντε ωρών.
Δεν γνωρίζω όμως επίσης, κατά πόσο μπορεί να είναι ευχαριστημένη από τη διαχείριση αυτής της γκλαμουράτης τελετής, και μια άλλη πτέρυγα της Ν.Δ., που αν και έχει ξεχαστεί κάπως τα τελευταία χρόνια, δεν παύει να εκπροσωπεί ένα ισχυρό ρεύμα μέσα στο κυβερνών κόμμα, τους «Καραμανλικούς».
Είναι γνωστό στους περισσότερους ότι ο Κωνσταντίνος Γκλύξμπουργκ θεωρούσε προσωπικό του εχθρό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ίσως όμως να μην είναι γνωστό στους πολλούς, το δημοσίευμα της έγκριτης εφημερίδας «Καθημερινή», που είδε το φως της δημοσιότητας πριν από ενάμιση χρόνο, και συγκεκριμένα στις 18 Ιουλίου 2021.
Στην κυριακάτικη έκδοση της εφημερίδας φιλοξενούνταν το ντοκουμέντο της απόπειρας βασιλικού πραξικοπήματος εναντίον του Κωνσταντίνου Καραμανλή και της απόπειρας δολοφονίας του ιδρυτή της Ν.Δ. Τα στοιχεία του δημοσιεύματος μάλιστα συνοδεύονταν με έγγραφα από το «Αρχείο Καραμανλή». Ο αποθανών βέβαια μπορεί μεν «να δεδικαίωται από της αμαρτίας», αλλά τέτοια περασμένα δεν νομίζω ότι μπορεί να γίνουν και ξεχασμένα…
Το θρυλικό κυρίαρχο σύνθημα που ξεχώρισε από το καταστροφικό ελληνικό δημοψήφισμα του 1920, «Ψωμί, ελιά και Κώτσο βασιλιά» (με άλλον Κωνσταντίνο τότε), με το οποίο υποδέχτηκαν και την περασμένη Δευτέρα οι νοσταλγοί του Γκλύξμπουργκ τον Αντώνη Σαμαρά κατά την άφιξή του στην κηδεία, «έθρεψε» πολλές γενιές πεινασμένων και παραπλανημένων ανθρώπων, από τη δεκαετία του 1920 της Μικρασιατικής Καταστροφής, μέχρι τη δεκαετία του 1960, της απόλυτης ένδειας, της μαζικής μετανάστευσης, των μεγάλων διωγμών και των πραξικοπημάτων.
Η βασιλεία, ως αναχρονιστικό και απολυταρχικό καθεστώς, συνοδευόταν πάντοτε με τη γκλαμουριά των γαλαζοαίματων όλης της Ευρώπης, συνυπήρχε και συμβάδιζε με την εξαθλίωση των φτωχών ιθαγενών, κυρίως της υπαίθρου, όπου το «ψωμί» και η «ελιά» αποτελούσαν στην κυριολεξία αξίες επιβίωσης γι’ αυτούς, αρκετοί από τους οποίους ήταν ένθερμοι βασιλόφρονες. Αυτό το σύνθημα όμως, αποτέλεσε για το καθεστώς ένα πολύτιμο εργαλείο πολιτικής χειραγώγησης και κοινωνικής εξαθλίωσης.
Την επομένη της χλιδάτης βασιλικής κηδείας, οι τηλεοπτικές κάμερες επέστρεψαν και πάλι στα σούπερ μάρκετ και τις λαϊκές αγορές. Εκεί που σήμερα η Ελλάδα αναστενάζει. Χωρίς πλέον τον τέως βασιλιά της, αλλά με το «ψωμί» και την «ελιά» να εξακολουθούν να αποτελούν αξίες επιβίωσης.
*https://moschonas.wordpress.com